Υποθέτω ότι η άποψη που θα εκφράσω δεν είναι καθόλου δημοφιλής και θα ακουστεί ως παράταιρη και εκτός θέματος. Αλλά είναι έντονη η σκέψη μου ότι εκτός θέματος είναι η πολιτική συζήτηση που γίνεται σήμερα για την τραγωδία των Τεμπών. Και αμέσως εξηγώ το γιατί.
Η πολιτική συζήτηση που παρακολουθούμε έχει στον πυρήνα της τις πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης και προσωπικά του πρωθυπουργού για τη διερεύνηση των αιτίων και των υπευθύνων της ανήκουστης αυτής τραγωδίας. Αιχμή της κριτικής είναι η καταγγελία της αντιπολίτευσης για συνειδητή απόπειρα συγκάλυψης αιτίων και ενόχων. Και βέβαια η κριτική εντάσσει στην επιχειρηματολογία της τα λάθη διαχείρισης τα οποία με καθυστέρηση δύο χρόνων αναγνώρισε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Η κριτική θεωρεί ότι αυτή η αναγνώριση είναι απόπειρα ξεπλύματος της ηθικής και πολιτικής ευθύνης που βαραίνει άμεσα τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη.
Από τη στιγμή που η συζήτηση γίνεται για το ατύχημα ή δυστύχημα ή έγκλημα των Τεμπών, τότε το πρώτο που έχει να αναρωτηθεί κανείς είναι το τι γίνεται με τη δικαστική διερεύνηση, μιας και μόνη αυτή μπορεί να απαντήσει στα αγωνιώδη ερωτήματα των συγγενών των θυμάτων αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Άλλαξαν την πορεία της δικαστικής διερεύνησης οι όποιες κυβερνητικές αστοχίες ή λάθη ή (ως υπόθεση εργασίας) παρεμβάσεις για συγκάλυψη; Από κανένα δεν άκουσα κάτι τέτοιο. Η κριτική (για την ακρίβεια η πολεμική) συνίσταται στην επιδίωξη της συγκάλυψης. Για παράδειγμα η υπόθεση για τη μεταφορά επικίνδυνου εκρηκτικού φορτίου από την εμπορική αμαξοστοιχία. Σε μια πρώτη φάση είχαμε την πραγματογνωμοσύνη που διέταξε ο εφέτης ανακριτής. Σε μια δεύτερη φάση, ήταν οι πραγματογνωμοσύνες που έκαναν ιδιώτες πραγματογνώμονες για λογαριασμό των συγγενών των θυμάτων πολλές από τις οποίες είχαν διαφορές με την πρώτη. Η τρίτη φάση μετά από τις διαφορές και διαφωνίες μεταξύ των πραγματογνωμοσυνών ήταν το αίτημα των αρμόδιων δικαστικών για νέα πραγματογνωμοσύνη από το Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Πού ακριβώς η άστοχη (πανικόβλητη και ακατανόητη θα πρόσθετα) πρωθυπουργική παρέμβαση ένα μήνα μετά την τραγωδία επηρέασε ή αλλοίωσε τη δικαστική έρευνα; Και πώς θα μπορούσε (αν ήθελε) να την επηρεάσει; Με τόσους συνηγόρους και πραγματογνώμονες των συγγενών, με όλη την Ελλάδα να έχει στραμμένη την προσοχή της στους δικαστές που κάνουν την έρευνα, ήταν δυνατόν να υπάρχει δικαστής που θα λειτουργούσε ως κυβερνητικό ενεργούμενο, αντίθετα με τη δικονομία και τη δεοντολογία της; Τα ίδια μπορεί κανείς να διαπιστώσει και για τα άλλα κρίσιμα ερωτήματα (το μπάζωμα, τα αίτια της φωτιάς μετά τη σύγκρουση, κ.α.). Θέλω με δυο λόγια να πω, ότι το μείζον στη δικαστική διερεύνηση δεν ήταν οι κυβερνητικές αστοχίες ή λάθη. Το μείζον είναι αυτή καθαυτή η δικαστική έρευνα που κανείς δεν αμφισβητεί την αρτιότητα και σοβαρότητά της. Ακόμα κι αν ήθελε ο πρωθυπουργός να παρέμβει, η ίδια η πράξη αυτών των δύο χρόνων δείχνει ότι η δικαστική έρευνα ακολούθησε την πορεία που οι δικαστές επέλεξαν.
Ποια είναι λοιπόν η πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης –πέρα από την υποχρέωσή της να συνδράμει πρακτικά και νομοθετικά στη διευκόλυνση και επιτάχυνση της έρευνας; Το μέγα και κύριο πολιτικό πρόβλημα δεν είναι άλλο από την αναδιάταξη της δομής και λειτουργίας των σιδηροδρόμων, αυτό που υποσχέθηκε και δεσμεύτηκε ο πρωθυπουργός τα ξημερώματα της επόμενης τραγικής μέρας. Τότε, από το πεδίο των νεκρών και των καμένων βαγονιών, ο πρωθυπουργός είχε πει ότι η τραγωδία αποκαλύπτει μια ακραία αρνητική εκδοχή του «βαθέως» κράτους, η οποία χρειάζεται να χτυπηθεί. Και υποσχέθηκε, δεσμεύτηκε εκεί και στο νοσοκομείο μπροστά στους αλλοπαρμένους γονείς ότι θα κάνει τα πάντα για να το αλλάξει. Δεσμεύτηκε για το «ποτέ ξανά».
Αυτή είναι η πολιτική απάντηση στην τραγωδία. Βέβαια αυτό δεν φέρνει πίσω τους ανθρώπους που χάθηκαν. Δεν ανακουφίζει τους γονείς από την φρικτή απουσία των παιδιών τους. Δεν επουλώνει μια ανοιχτή πληγή της κοινωνίας, ένα συλλογικό τραύμα όπως χαρακτηρίστηκε από πολλούς. Αλλά οι άνθρωποι που χάθηκαν δεν γυρίζουν πίσω. Ούτε εκείνη η νύχτα γυρίζει πίσω για να αλλάξει την αδιανόητη πορεία των τρένων. Όλα αυτά ίσως σε κάποιο βαθμό ανακουφιστούν από τη δίκη των όποιων υπεύθυνων και από τις αποφάσεις του δικαστηρίου. Η κύρια ευθύνη όμως της πολιτείας είναι να αλλάξει ότι πρέπει να αλλάξει για το «ποτέ ξανά».
Αυτό θα έπρεπε να συζητά ο πολιτικός κόσμος. Αυτό θα έπρεπε να συζητά πρώτα απ’ όλους η ίδια η κυβέρνηση. Να μας πει και να λογοδοτήσει για το τι έκανε αυτά τα δύο χρόνια ώστε να αποκτήσουμε το συντομότερο δυνατό ασφαλείς σιδηροδρόμους που να σέβονται τον πολίτη. Ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα των αλλαγών στη δομή και τη λειτουργία τους. Πώς θα υπάρξει εποπτεία ουσιαστική για το ποιος τοποθετείται πού και με ποια κριτήρια, για το ποιος και πώς ασκεί τον έλεγχο, για το πώς θα έχουμε υπηρεσίες που θα σέβονται την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητα των πολιτών, ώστε να γίνει ο σιδηρόδρομος ένα αξιοπρεπές και ασφαλές μαζικό μέσο μετακίνησης.
Αυτό θα έπρεπε να συζητά και η αντιπολίτευση και να ελέγχει την κυβέρνηση. Αυτό θα έπρεπε να ήταν η «ατζέντα» της και όχι η μικροπολιτική απόπειρα αποκόμισης πολιτικού οφέλους. Και είναι σημαντικό ο πολιτικός κόσμος να συζητήσει από κοινού αυτό το θέμα γιατί φαίνεται ότι είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα στη χώρα μας. Για λόγους που απαιτούν ανάλυση από άλλους που είναι ειδικοί, ο σιδηρόδρομος είχε από πολύ παλιά πέσει θύμα της σύγκρουσης των συμφερόντων με το αυτοκίνητο. Και στις τελευταίες δεκαετίες μαζί με το αυτοκίνητο προστέθηκε και η αεροπορική μετακίνηση. Η απομείωση των σιδηροδρόμων είναι πολύ παλιό φαινόμενο στη χώρα μας, παλιό και διαρκές με τεράστιες οικονομικές διαστάσεις. Και διαπερνά όλες τις κατά καιρούς κομματικές δυνάμεις. Το ξερίζωμα αυτής της απαξίωσης δεν θα είναι ούτε απλό ούτε εύκολο. Και σκοντάφτει επιπλέον στο περίφημο «πελατειακό» κράτος και στο «κράτος των συνδικαλιστών» που γιγαντώθηκε από όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν τις τελευταίες δεκαετίες. Γι’ αυτό είναι ανάγκη η συλλογική πολιτική προσπάθεια, με πρώτη υπεύθυνη πάντα την εκάστοτε κυβέρνηση. Αλλά αυτό προϋποθέτει αναγνώριση ευθυνών από όλους όσους κυβέρνησαν και κυβερνούν, προϋποθέτει ταπεινοφροσύνη και χαμηλούς τόνους στην πολιτική αντιπαράθεση. Γιατί ουδείς αθώος του αίματος.
Αλλά αυτό δεν γίνεται σήμερα. Και οι πολίτες, φορτισμένοι από τον άδικο θάνατο 57 ανθρώπων, με έντονα το αίσθημα της ανασφάλειας από την κρατική λειτουργία, βέβαιοι σχεδόν ότι όπως χθες έτσι και αύριο θα θρηνήσουμε κάποια στιγμή νέα θύματα, άμαθοι στο να απαιτούν και να αξιολογούν λύσεις για μια πιο ασφαλή ζωή, κάνουν και θα κάνουν αυτό που πάντα γνωρίζουν: κραυγή μιας δίκαιης οργής, επώδυνης αλλά και αδιέξοδης.