Όσο πιο βαθιά πάμε πίσω στο χρόνο, τόσο περισσότερο θα δούμε ότι: η γεωγραφία καθόριζε τις σχέσεις των ανθρώπινων ομάδων, των φυλών, και των κρατών.
Γιαυτό, είναι πολλοί οι αξιόλογοι αναλυτές, που υποστηρίζουν, ότι, η ιστορία επηρεάστηκε και επηρεάζεται από την γεωγραφία, περισσότερο από κάθε άλλο παράγοντα.
Κάποιοι πήγαν πιο πέρα, λέγοντας πως οι άνθρωποι είναι αιχμάλωτοι της γεωγραφίας.
Το αξίωμα αυτό παρουσίασε αυξομειώσεις, σε διάφορες ιστορικές εποχές, όταν παράγοντες όπως, μεγάλες κλιματικές αλλαγές και δημογραφικές εκρήξεις σε κάποιες περιοχές του πλανήτη, ανάγκαζαν μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες να μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις, είτε για λόγους επιβίωσης είτε για λόγους κατάκτησης και εκμετάλλευσης του τοπικού πληθυσμού και πλούτου.
Όσο διατρέχουμε την ιστορία προς τις ημέρες μας, τόσο θα βλέπουμε ότι, η ανάπτυξη των της τεχνολογίας των στρατιωτικών μέσων και ο δυναμισμός της οικονομίας μιας περιοχής του πλανήτη, αρχίζουν να αποτελούν τους βασικούς παράγοντες, που πολλές φορές υπερβαίνουν ή εξισορροπούν την γεωγραφία, στην διαμόρφωση της ιστορίας.
Οι ΗΠΑ, παρ' ότι μετά την πτώση του τοίχους του Βερολίνου και την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, φάνηκε να αναδεικνύεται σε μοναδική υπερδύναμη, σε όλα τα πεδία, η "Νέα Τάξη", δεν μπόρεσε να διατηρηθεί και κατέρρευσε σύντομα.
Η οικονομία, με κινητήριο δύναμη την επιταχυνόμενη ανάπτυξη της τεχνολογίας, φαίνεται ότι, διαμορφώνει τους νέους γεωπολιτικούς συσχετισμούς και τα νέα μέτωπα αντιπαράταξης.
Η γεωγραφία είναι παρούσα, αλλά με αλλαγή της γεωστρατηγικής βαρύτητάς της.
Τα κέντρα παραγωγής και κατανάλωσης μεταφέρονται από τις ακτές του Ατλαντικού, στις ακτές του Ειρηνικού και του Ινδικού, διαμορφώνοντας και τους νέους άξονες γεωπολιτικής ισχύος και αντιπαράθεσης.
Οι εξελίξεις αυτές άρχισαν να γίνονται αισθητές πριν δύο περίπου δεκαετίες, τα τελευταία χρόνια έχουν πυκνώσει και διαμορφώνουν το μέτωπο, του Νέου, ακήρυκτου, Ψυχρού Πολέμου.
Ο νέος κόσμος δεν θα είναι διπολικός, ούτε ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος θα έχει έντονο ιδεολογικό υπόβαθρο.
Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, η ΕΕ όπως διαμορφώθηκε μετά την μεγάλη διεύρυνση του 2004, μπορεί να παραμένει οριακά, η μεγαλύτερη οικονομική και καταναλωτική ζώνη, δεν αποτελεί όμως το επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων και δεν φαίνεται στον ορατό ορίζοντα να επανακτά αυτό το ρόλο.
Η Μεγάλη Βρετανία αποχώρησε και ψάχνει να βρει την διεθνή της θέση στις νέες γεωπολιτικές συμμαχίες, ο κινητήριος άξονας Γερμανίας-Γαλλίας, νιώθει την αδυναμία του να ανατροφοδοτήσει τον εαυτό του και την ΕΕ, ως σύνολο, ενώ είναι εμφανές ότι είναι δύσκολο να συμφωνήσουν οι δυο ισχυρές χώρες της ΕΕ, στις νέες κοινές προτεραιότητες.
Η Γερμανία, επιλέγει να ακολουθήσει το δρόμο της διμερούς και πολυμερούς οικονομικής συνεργασίας, αξιοποιώντας τον οικονομικό και τεχνολογικό δυναμισμό της και η Γαλλία το δρόμο των γεωπολιτικών παρεμβάσεων, είτε για να διατηρήσει επιρροές είτε για να τις επεκτείνει, αξιοποιώντας την δυναμική της στρατιωτικής της δύναμης και της αμυντικής της βιομηχανίας.
Η Ρωσία και η Τουρκία, είναι κυρίως οικονομικοί εταίροι για την Γερμανία, ενώ για την Γαλλία είναι γεωπολιτικοί ανταγωνιστές.
Οι ΗΠΑ, κάνουν οικονομία δυνάμεων στην Ευρώπη και την Μέση Ανατολή και έχουν ως προτεραιότητα πλέον την αναχαίτιση, της οικονομικής και γεωπολιτικής, ταχείας εξάπλωσης του βασικού ανταγωνιστή τους, της Κίνας.
Αυτά τα νέα πεδία οικονομικού και γεωπολιτικού ανταγωνισμού, είναι εμφανές ότι, μειώνουν το ρόλο των παλιών και ισχυρών συμμαχιών, όπως του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Στην ευρύτερη περιοχή μας, ιδιαίτερα στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, οι αλλαγές των γεωπολιτικών συσχετισμών είναι ορατές.
Μέχρι τώρα, η Τουρκία και η Ρωσία φαίνεται να είναι οι κερδισμένες, ενώ τελευταία η Γαλλία διεκδικεί και αυτή την αύξηση της επιρροής της, στις πρώην αποικιοκρατικές της κτήσεις.
Η χώρα μας έχει ευθέως ανταγωνιστή σχέση με την Τουρκία, όχι γιατί διεκδικεί επιρροή, αλλά γιατί είναι από τους πρώτους στόχους της Τουρκικής αναθεωρητικής νεοθωμανικής στρατηγικής.
Η αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας, μετά την ρύθμιση των προβλημάτων της στα Νοτιοανατολικά της σύνορα, στις αρχές του 2018, με την συνεργασία της Ρωσίας και την αποδοχή από την διοίκηση Τράμπ των ΗΠΑ, στράφηκε δυτικά και νοτιοδυτικά, δηλαδή προς την Ελλάδα και την Κύπρο.
Είναι περισσότερο από αυτονόητο, ότι η χώρα μας έπρεπε για να αντιμετωπίσει, αυτές τις μεγάλες ανατροπές, να επανασχεδιάσει την εθνική της στρατηγική, για να μπορέσει να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τα εθνικά της συμφερόντων, όπως και τα συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, σωστά διέγνωσε τις μεγάλες αλλαγές, δεν είδε όμως όλες τις πλευρές τους, ούτε φάνηκε να εξετάζει, περισσότερες της μιας εναλλακτικές στρατηγικές και, ακόμη χειρότερα, δεν θέλησε να μοιραστεί τις σκέψεις της και το βάρος των αποφάσεων με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, έστω με τα δύο, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, που διαχειρίστηκαν τα εθνικά συμφέροντα τα προηγούμενα χρόνια και, φαίνεται ότι έχουν διάθεση και σχεδόν ταυτόσημες προσεγγίσεις, όσον αφορά την θεώρηση της Τουρκικής πολιτικής.
Η κυβέρνηση ταυτίζεται πλήρως με την Γαλλική και την Αμερικανική στρατηγική, που φαίνονται στην τρέχουσα συγκυρία, να είναι εγγύτερα σε μας, αφού η μεν Γαλλική είναι ανταγωνιστική με την Τουρκία, η δε Αμερικανοί, μας επιλέγουν, ως βασικό προγεφύρωμα στην στρατιωτική εποπτεία που θέλουν να ασκούν στο ασταθές υπογάστριο της Ρωσίας και στην Μέση Ανατολή.
Οι συμφωνίες με Γαλλία και ΗΠΑ αυτό σηματοδοτούν, για αυτό έχουν δύο αναγνώσεις, η πρώτη με θριαμβευτικούς τόνους της κυβέρνησης και, η δεύτερη κινείται από την περιοχή του σκεπτικισμού μέχρι της καταγγελίας, των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Στην ουσία, τα δύο δόγματα στην εξωτερική πολιτική της χώρας, που είναι σταθερά από την Μεταπολίτευση, αλλάζει η κυβέρνηση:
Το πρώτο είναι η μετατόπιση του κέντρου βάρους της ασφάλειας της χώρας, αντικειμενικά και της Κύπρου, από τους Ευρατλαντικούς θεσμούς, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, στις διμερείς συμμαχίες.
Το δεύτερο είναι, η κατάργηση του δεύτερου σκέλους της διαχρονικής στρατηγικής, που αποτυπώνεται στην φράση: Είμαστε με την Δύση, όχι όμως εναντίον της Ρωσίας, όποιο καθεστώς και κρατικό κέλυφος και αν έχει. Το έκανε ο Ελευθέριος Βενιζέλος με την συμμετοχή δύο ελληνικών μεραρχιών στην εκστρατεία της Κριμαίας το 1917, όπως ονομάστηκε η εκστρατεία των Γάλλων, και το πλήρωσε ο Ελληνισμός της Μαύρης Θάλασσας και η Ελλάδα, αφού η νέα εξουσία των Μπολσεβίκων, ήταν η πρώτη που συμμάχησε και υποστήριξε τον Κεμάλ, για να ακολουθήσει η Ιταλία και η Γαλλία και, όλοι ξέρουμε αυτό που ακολούθησε, όταν ακόμη χειρότερα, η νέα κυβέρνηση της χώρας, δεν κατάλαβε ότι οι συσχετισμοί και οι συμμαχίες, που έγραψαν την συνθήκη των Σεβρών, όχι μόνο δεν υπήρχαν, αλλά είχαν αναστραφεί.
Όταν τα δεδομένα αλλάζουν, μπορεί να χρειαστεί να αλλάξουν και τα δόγματα, αρκεί να το καταλαβαίνεις και να κάνεις τις αναγκαίες προσαρμογές. Ακόμη χειρότερα δεν πρέπει, όταν επανασχεδιάζεις την στρατηγική σου, να κυριαρχήσει από πανικό, που δεν σου επιτρέπει να δεις όλη την εικόνα και, λίγο πιο μακριά.