Τελικά ο πόλεμος της Ουκρανίας -ή για να είμαστε πιο ακριβείς, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία-, θα κρατήσει περισσότερο από όσο περίμεναν η Μόσχα και οι δυτικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας αλλά και των κατοίκων της Ευρώπης αρχίζει μέρα με την μέρα να χάνεται και να αναδύονται άλλα προβλήματα που έχουν άμεση συνάρτηση με την εισβολή. Τους Ευρωπαίους δεν τους απασχολεί, στον ίδιο βαθμό με πριν δύο μήνες, πόσο προχώρησαν οι ρωσικές δυνάμεις εντός Ουκρανίας. Τώρα τους απασχολεί, σχεδόν αποκλειστικά, το αν η αύξηση στην τιμή του φυσικού αερίου και του πετρελαίου θα συνεχιστεί ή αν τα ρωσικά εμπόδια στις εξαγωγές των ουκρανικών σιτηρών θα βάλουν μεγαλύτερες «φωτιές» στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Και βεβαίως αν ο κίνδυνος να βιώσουμε (και) επισιτιστική κρίση και πείνα είναι όντως υπαρκτός.
Η παγίδα του φυσικού αερίου
Ωστόσο, το θέμα του κειμένου είναι ένα επί μέρους ζήτημα που έχει γεννήσει η ρωσική εισβολή: η αναβαλλόμενη, μέχρι νεωτέρας, μετάβαση της Ευρώπης στις εναλλακτικές και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια η Ε.Ε. είχε κάνει σημαντικά βήματα προς την απεξάρτησή της από την καταστροφική για το περιβάλλον χρήση του άνθρακα και του λιγνίτη, είτε για θέρμανση, είτε για παραγωγή. Επίσης, μια σειρά από χώρες είχαν επιταχύνει τα βήματά τους προς την αιολική και την ηλιακή ενέργεια. Ταυτόχρονα, διμερείς συμφωνίες με χώρες της ανατολής, είχαν φέρει το φυσικό αέριο ως αρχικό υποκατάστατο. Αλλά τελικά αυτή ακριβώς η πολιτική είναι που έσκασε στα χέρια των ευρωπαϊκών ηγεσιών, μετά την επιβολή κυρώσεων στην Ρωσία.
Επιστροφή σε λάθος επιλογές
Η Ευρώπη αιφνιδιάστηκε και κλήθηκε, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και κάπως άγαρμπα, να τελειώσει με τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και να αναζητήσει την ενεργειακή της ανεξαρτησία με εναλλακτικές μορφές. Οι περισσότερες χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης είχαν την δυνατότητα και την τεχνογνωσία να στραφούν πλήρως στις ΑΠΕ. Άλλες χώρες όμως και κυρίως αυτές του ευρωπαϊκού νότου, δεν ήταν έτοιμες για κάτι τέτοιο. Μάλιστα, μπροστά στο ενδεχόμενο να μπουν σε νέα περίοδο οικονομικής ύφεσης και κοινωνικής κρίσης, αποφάσισαν να ανοίξουν ξανά τις στοές εξορύξεων, να ξαναβάλουν μπροστά τα μηχανήματα, να θέσουν σε λειτουργία τις αραχνιασμένες μονάδες παραγωγής και τελικώς να επιστρέψουν στην γνωστή φθηνή αλλά καταστροφική πρακτική του λιγνίτη, του άνθρακα και του πετρελαίου.
Πολλά βήματα προς τα πίσω
Η χώρα μας είναι μάλιστα στην «πρωτοπορία» αυτής της στροφής, καθώς ενώ είχε αποφασίσει να αφήσει οριστικά πίσω της αυτή την ξεπερασμένη πρακτική και ενώ είχε κλείσει μια σειρά από λιγνιτικές μονάδες σε δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη, μέσα σε ένα βράδυ γύρισε το «πράσινο ημερολόγιο» πολλά χρόνια πίσω. Και αντί να συνεχίζει τη συζήτηση για την ομαλή μετάβαση ολόκληρων περιοχών και πληθυσμών στην σύγχρονη εποχή των ΑΠΕ, κάλεσε ακόμα και ανθρώπους που είχαν βγει στη σύνταξη να ξαναμπούν στις στοές και στα εργοστάσια και να παράξουν ενέργεια.
Το χαμένο ραντεβού του 2050
Δυστυχώς, ο ευρωπαϊκός στόχος για σταδιακή απεξάρτηση από τον άνθρακα ως το 2050, φαίνεται να έχει χαθεί οριστικά. Μόνο κάποια μικρά βήματα απέμειναν και νέα πλάνα ανακοινώνονται από τους αρμόδιους επιτρόπους, που όμως η συμβολή τους στην μεγάλη εικόνα του πλανήτη, που χρόνο με τον χρόνο καίγεται, πνίγεται και καταστρέφεται, είναι δυστυχώς απειροελάχιστη. Ακόμα και η έκκληση της προέδρου της Κομισιόν, που ζήτησε η σημερινή κρίση να γίνει ευκαιρία προκειμένου «να προχωρήσουμε προς τις μορφές ενέργειας του μέλλοντος» και όχι ως «οπισθοδρόμηση στα βρώμικα ορυκτά καύσιμα», λίγη σημασία δείχνει να έχει πλέον. Μεγαλεπήβολα σχέδια ξεχάστηκαν, παγκόσμιες συμφωνίες μπήκαν οριστικά στο συρτάρι και το θερμόμετρο του πλανήτη συνεχίζει να ανεβαίνει.