Η «επιστροφή στην κανονικότητα» ήταν το φάντασμα που πλανιόταν πάνω από την Ελλάδα μετά τη χρεοκοπία. Σαν μια συλλογική επιθυμία να τελειώνουμε με την ελληνική «ιδιαιτερότητα» που μας ταλαιπώρησε στη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης. Οι πολυκρίσεις που ακολούθησαν έδειξαν ότι δεν ζήσαμε ένα κακό όνειρο αλλά μια νέα πλανητική κατάσταση που μας περιλαμβάνει. Δεν επιστρέφουμε στα γνωστά αλλά αναγκαζόμαστε να προσαρμοστούμε και να αντέξουμε το ανησυχητικό άγνωστο που ήδη έχει έλθει. Αλλά και στον δικό μας εθνικό μικρόκοσμο, μεσούντος του καλοκαιριού, οι φωτιές, οι εκτεθειμένες βόμβες της αεροπορίας, οι παρανομίες στις παραλίες του υπερτουρισμού, οι χουλιγκανοί υπάνθρωποι, θύμισαν ότι το σαράκι της ανικανότητας και της ανευθυνότητας συνεχίζει να τρώει τους κρατικούς και αυτοδιοικητικούς μηχανισμούς. Η καθημερινότητα στην Ελλάδα σπάνια είναι κανονική. Να μια χρήσιμη υπενθύμιση τόσο για τη ΝΔ που αρχίζει άσχημα τη νέα θητεία, όσο και για τον ΣΥΡΙΖΑ που ψάχνεται - δεν είναι ανάγκη να ελπίζει σε μια εθνική καταστροφή «γιατί η κανονικότητα δεν τον ευνοεί».
Υπάρχει όμως κάτι νέο σε όλα αυτά. Η ταχύτητα με την οποία η κλιματική κρίση πλήττει τη Μεσόγειο και τη Νότια Ευρώπη – από δίπλα βεβαίως και ο Καναδάς, οι ΗΠΑ, η Λατινική Αμερική, η Κίνα. Το ζούμε έντονα αυτό το καλοκαίρι, αλλά το πρόβλημα ήρθε για να μείνει και θα εκδηλώνεται με όλο και πιο άγρια. Μας το έλεγε η πλειονότητα των επιστημόνων, μας προειδοποιούσε ότι αργούμε, και τώρα διαπιστώνουμε ότι όντως αργήσαμε. Οι αναγκαίες παρεμβάσεις είναι απλώς διορθωτικές όχι αποτρεπτικές, μετριάζουν το φαινόμενο και τις επιπτώσεις, δεν τις μηδενίζουν. Τουλάχιστον ξεκαθάρισε το πολιτικό τοπίο, η κλιματική απειλή δεν είναι πια ένα ζήτημα που διχάζει κάποιους «οικολόγους» και κάποιους «αρνητές», συνήθως ακροδεξιούς λαϊκιστές και εθνικιστές. «Τέλειωσε η εποχή της υπερθέρμανσης, έχει αρχίσει η εποχή του βρασμού», ανακοίνωσε ο ΓΓ του ΟΗΕ Α. Γκουτέρες.Τα κράτη, οι θεσμοί και τα βασικά κόμματα, πρωτίστως στην Ευρώπη,προτάσσουν την πράσινη μετάβαση και τη βιώσιμη ανάπτυξη, όμως τα βήματα υπολείπονται και τα μέτρα μένουν συχνά στα λόγια.
Υπό μία έννοια, με την κλιματική κρίση συμβαίνει ότι και με τις προηγούμενες πολυκρίσεις. Αφήνουν το πολιτικό-ιδεολογικό αποτύπωμά τους στις κοινωνίες, χωρίς αυτό να είναι τόσο ισχυρό ώστε να μετασχηματίσει την κατάσταση. Παραμένουν ως προειδοποιήσεις, ως βιώματα, ως δυνατότητες, χωρίς όμως να έχουν συντεθεί σε μια μεταρρυθμιστική στρατηγική. Κινδυνεύουν έτσι να υποχωρήσουν και να σκεπαστούν από τις αντίπαλες τάσεις της συντήρησης και της οπισθοχώρησης. Η οικονομική κρίση του 2008 απομυθοποίησε τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, ανέδειξε τους πολιτικούς κινδύνους από τη αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, και υπογράμμισε την ανάγκη για «περισσότερη Ευρώπη». Η πανδημία του Κορωνοϊού θύμισε τη σημασία της συλλογικής ζωήςκαι των δημόσιων υπηρεσιών Υγείας. Ο πόλεμος της Ουκρανίας έπεισε την κοινή γνώμη για τη σημασία που έχουν η Δύση και η Ευρώπη στη γεωπολιτική μας ασφάλεια. Η ενεργειακή και επισιτιστική κρίση που ακολούθησε προειδοποιεί για τη νέα θέση που πρέπει να αναζητήσουμε στην αναμόρφωση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη λόγω της κλιμακούμενης αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Κίνας. Κοντολογίς, οι πολυκρίσεις στην Ευρώπη έχουν απομυθοποιήσει προηγούμενες ιδεολογικές-κομματικές πολώσεις τύπου κράτος ή αγορά, δημόσιο ή ιδιωτικό, ατομικότητα ή συλλογικότητα, εθνική κυριαρχία ή υπερεθνική συνεργασία, έχουν καταλήξει σε έναν πολιτικό πραγματισμό που απειλείται όμως από δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η ενδεχόμενη αναποτελεσματικότητα και το ανέμπνευστο μιας τρέχουσας διαχείρισης που αφήνει ανεκμετάλλευτες τις ευκαιρίες μετασχηματισμού που προέκυψαν στη διάρκεια των πολυκρίσεων. Η δεύτερη είναι η απειλή από τις λαϊκιστικές και ακραίες δυνάμεις που περιμένουν «με το όπλο παραπόδα», όπως ο Τραμπ στην Αμερική και η Λεπέν στη Γαλλία. Και όμως, η «πράσινη μετάβαση» θα μπορούσε να ανανεώσει τη δημοκρατική κουλτούρα και τη δημοκρατική ταυτότητα, καθώς διαψεύδει τη δυνατότητα εθνικής εσωστρέφειας, και ενθαρρύνει την παγκόσμια αλληλεξάρτηση, τη συλλογικήσυνυπευθυνότητα.
Η πράσινη μετάβαση και η βιώσιμη ανάπτυξη μακροπρόθεσμα ωφελούν όλους, αλλά βραχυπρόθεσμα χωρίζουν τις κοινωνίες σε κερδισμένους και χαμένους, όπως κάθε μεγάλο διακύβευμα σε μεταιχμιακές εποχές. Ωστόσο, το μεγαλύτερο εμπόδιο για την διαμόρφωση μιας τολμηρής μεταρρυθμιστικής στρατηγικής όπως απαιτούν οι καιροί, είναι η επικρατούσα μορφή Πολιτικής. Όχι της μιας ή της άλλης παράταξης, αλλά αυτός καθαυτός ο τρόπος άσκησης της δημοκρατικής Πολιτικής στη σημερινή εποχή. Τα προβλήματα είναι γνωστά. Οι αλλεπάλληλοι εκλογική κύκλοι έχουν συντομεύσει τον ορίζοντα των κυβερνήσεων. Τα σύγχρονα ΜΜΕ τον έχουν εκμηδενίσει. Τα κοινωνικά δίκτυα παρήγαγαν ένα νέο πολιτικό στιλ που έγινε πλέον πολιτική κουλτούρα της πόλωσης, της εχθροπάθειας, της απλούστευσης και της σαχλαμάρας. Τα βασικά εργαλεία της μαζικής δημοκρατίας, δηλαδή τα κόμματα και τα συνδικάτα, έχουν αποδυναμωθεί πλήρως και αδυνατούν να παραγάγουν ένα επαρκές πολιτικό προσωπικό. Οι μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες έχουν απομυθοποιηθεί. Αποτέλεσμα όλων αυτών, η ραγδαία μείωση της εμπιστοσύνης στους εθνικούς και υπερεθνικούς θεσμούς και κατά συνέπεια η διάχυση συναισθημάτων ανασφάλειας, επισφάλειας και αβεβαιότητας για το αύριο.
Η κλιματική κρίση, η «εποχή του βρασμού», δεν θέτει μεμονωμένα «καθημερινά» προβλήματα που αντιμετωπίζονται με μεμονωμένα «μέτρα». Είπαμε, η καθημερινότητα δεν είναι πια κανονική. Απαιτεί μια άλλη μορφή Πολιτικής που θέτει ερωτήματα και θέλει να αλλάξει τον τρόπο ζωής της σύγχρονης κοινωνίας, που αναζητά μια νέα σχέση καπιταλισμού, δημοκρατίας και περιβάλλοντος. Απαιτεί επίσης τη συμβολή των ιδεολογιών, των θρησκειών, της ηθικής και της φιλοσοφίας, ώστε να αναστοχαστούμε τη σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, καθώς τα κόμματα έχουν σχεδόν πάψει να είναι χώροι παραγωγής ιδεών και αξιών.
Και η Ελλάδα; Η Ελλάδα έλαβε ένα ηχηρό σήμα κινδύνου. Για τις φωτιές θα συνεχίσουμε να τσακωνόμαστε αναφορικά με τις ευθύνες της Διοίκησης, της ΔΕΗ, των Δήμων, των πυρομανών, και μάλλον θα συνεχίσουμε να παράγουμε θεωρίες συνομωσίας. Όμως δεν ζήσαμε απλώς άλλο ένα καλοκαίρι πυρκαγιών. Όταν η Μεσόγειος βράζει, όλα αυτά αποκτούν άλλη διάσταση. Κλιματική κρίση σημαίνει ότι το τοπικό και το παγκόσμιο έχουν συμπλεχτεί αξεδιάλυτα. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αδιαφορήσει λέγοντας ότι είναι πολύ μικρή και η κλιματική κρίση θα αντιμετωπιστεί από τους μεγάλους -δεν υπάρχουν πια «τζαμπατζήδες» στο λεωφορείο του Κόσμου. Αντιθέτως, στη χώρα μας μπορεί να πάρει διαστάσεις υπαρξιακής εθνικής κρίσης, που θα χτυπήσει ταυτόχρονα την οικονομία αλλά και την εθνική αυτοσυνείδηση που έχει δομηθεί με βάση το εύκρατο, θαλασσινό και μεσογειακό τοπίο.
«Είμαστε σε πόλεμο» δήλωσε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης τις μέρες που καιγόταν η Ρόδος. Σωστά. Μένει να δούμε αν η δήλωση είναι διαρκείας ή θα ξεχαστεί με τις πρώτες βροχές. Όπως μένει να δούμε πώς τα άλλα δύο κόμματα, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, θα συμβάλλουν στην εθνική στρατηγική πράσινης μετάβασης. Γιατί όχι μόνο η Ελλάδα είναι μία, αλλά και ο Κόσμος είναι ένας.