Σε κύριο άρθρο της η μεγαλύτερη σουηδική εφημερίδα Dagens Nyheter στις 20/3 2023 με τίτλο «Η Σουηδία έχει γίνει μια χώρα όπου τα παιδιά πεινούν» αναφέρει πως το 36% των μονογονικών οικογενειών της Σουηδίας δεν είχουν την οικονομική δυνατότητα να ντύνουν τα παιδιά τους ανάλογα με την εποχή. Τα στοιχεία αυτά βασίζονται σε έρευνες τεσσάρων οργανισμών, από τις οποίες προκύπτει επίσης ότι μία στις τέσσερις δεν είναι σε θέση να πληρώσει όλους τους λογαριασμούς. Και ακόμη χειρότερα, μία στις οκτώ δυσκολεύεται να αγοράσει φαγητό για να μπορεί να χορτάσει όλη η οικογένεια.
Αυτό εξηγεί γιατί το 63% των δήμων της Σουηδίας λένε ότι τα παιδιά σχολικής ηλικίας τρώνε πλέον περισσότερο σχολικό φαγητό, ειδικά την Παρασκευή και τη Δευτέρα για να αντισταθμίσουν τα πιο πεινασμένα Σαββατοκύριακα.
Τα στοιχεία αυτά προκαλούν σόκ, όχι μόνον σε όσους από εμάς ζήσαμε την «χρυσή εποχή», του κοινωνικού κράτους στη Σουηδία τις δεκαετίες του ’70 και ’80, αλλά και όλους όσους άκουγαν για για το «σουηδικό μοντέλο».
Που πήγε, λοιπόν, αυτό το περίφημο «σουηδικό μοντέλο»;. Πώς κατέρρευσε;
Στη Σουηδία –που συχνά θεωρείται το πιο προοδευτικό από όλα τα Σκανδιναβικά κράτη πρόνοιας– κάτι πήγε στραβά. Ή, ανάλογα με το πώς ερμηνεύουμε τα πράγματα, η χώρα έχει τουλάχιστον αλλάξει ριζικά κατεύθυνση και κατευθύνεται κάπου αλλού. Και ο κινητήρας της βελτίωσης έχει σταματήσει – ή, μάλλον, έχει αντιστραφεί κατά κάποιον τρόπο.
Αρκετοί σουηδοί αναλυτές επιχειρούν να εξηγήσουν αυτήν αλλαγή, ουσιαστικά την κατάρρευση του μοντέλου ευημερίας που είχε πετύχει η Σουηδία τις δεκαετίες μετά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο. Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, συμφωνούν, πάντως, πως η κατάρρευση ξεκίνησε την δεκαετία του ’90, με την αλλαγή μοντέλου διοίκησης και αλλαγή των στόχων εξορθολογισμού της λειτουργίας του κράτους και των υπηρεσιών
Ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Ορεμπρού Hans Hasselbladh, διαπιστώνει ότι άλλαξε δραστικά το μοντέλο του κεϋνσιανισμού, ανατράπηκαν οι σχέσεις κράτους και ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά και ισορροπίες μεταξύ συνδικάτων και εργοδοτών Ο εξορθολογισμός περιορίστηκε σε οικονομικούς στόχους, αγνοώντας την ποιότητα υπηρεσιών που προσφέρονται.
Ένας άλλος αναλυτής, ο Sten Widmalm, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, σημειώνει πως «ένα σύστημα που κάποτε κατασκευάστηκε για να υποστηρίξει τους πολίτες του μπορεί να φαίνεται ότι στράφηκε εναντίον τους. Από αυτή την άποψη, το νέο σύστημα είναι αρπακτικό. Παίρνει περισσότερα από όσα δίνει πίσω».
Δύο βασικοί τομείς – οι βασικότεροι- η Υγεία και η Παιδεία επλήγησαν από αυτήν την αλλαγή μοντέλου διοίκησης.
Στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, η απόσταση μεταξύ ασθενών και γιατρών έχει μεγαλώσει πολύ. Η επιμήκυνση των ουρών στα επείγοντα σημαίνει πολλές ώρες αναμονής για θεραπεία και οι ασθενείς σπάνια αντιμετωπίζονται δύο φορές από τον ίδιο γιατρό, ακόμη κι αν η κατάστασή τους είναι πολύ σοβαρή.
Σύμφωνα με τον Widmalm, τα σουηδικά νοσοκομεία σε πολλές πόλεις ανανεώνονται και νέα κτίρια προστίθενται σε αυτά. Και τα νέα εξαρτήματα είναι συχνά εντυπωσιακά – εξωτερικά. Στο εσωτερικό, ωστόσο, οι ασθενείς έκτακτης ανάγκης πρέπει να είναι έτοιμοι να περιμένουν πολλές ώρες για να δουν έναν γιατρό. Όσο μεγαλύτερος είναι ο ασθενής, τόσο περισσότερο χρόνο πρέπει να περιμένει. Ακόμη και στις πτέρυγες καρκινοπαθών, οι ασθενείς δεν λαμβάνουν ανθρώπινη μεταχείριση. Οι νοσοκόμες και οι μαίες στα νοσοκομεία εργάζονται με ξέφρενους ρυθμούς. Οι γιατροί και οι νοσοκόμες δεν κάνουν διακοπές προκειμένου να καλύψουν τα κενά. Τα μέτρα λιτότητας εφαρμόζονται με εκπληκτικά κοντόφθαλμο τρόπο. Τα σημερινά μοντέλα διαχείρισης υπαγορεύουν να απασχολείται μόνο ο ακριβής ελάχιστος αριθμός γιατρών και νοσηλευτών.
Η φροντίδα ηλικιωμένων είναι επίσης υποστελεχωμένη και πάρα πολλοί λαμβάνουν «φροντίδα» χωρίς αξιοπρέπεια. Αρκετά συχνά, στους ανθρώπους που ζούσαν εκεί έδιναν επιθέματα μορφίνης. Κάποιοι σίγουρα το είχαν ανάγκη, γιατί πονούσαν. Ωστόσο, τα τελευταία δέκα χρόνια, ο αριθμός των επιθεμάτων μορφίνης που διανέμονται σε ηλικιωμένους έχει αυξηθεί κατά 100%.. Μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων δείχνουν ότι χρησιμοποιούνται για να γίνουν πιο «διαχειρίσιμες» οι απαιτήσεις εργασίας. Για να γίνουν οι άνθρωποι πιο διαχειρίσιμοι.
Στον τομέα της Παιδείας, τα σχολεία είναι επίσης σοβαρά υποστελεχωμένα, και οι Σουηδοί μαθητές παρουσιάζουν χαμηλή απόδοση εδώ και πολλά χρόνια. Οι καλά εκπαιδευμένοι δάσκαλοι έχουν μεγάλη ζήτηση. Αλλά η δουλειά δεν είναι ελκυστική. Τα προγράμματα καθηγητών στα πανεπιστήμια έχουν, κατά μέσο όρο, έναν υποψήφιο ανά θέση.
Οι δάσκαλοι και καθηγητές τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά σχολεία πρέπει να αγωνιστούν σκληρά και κάτω από δύσκολες συνθήκες λόγω των απάνθρωπων συνθηκών εργασίας. Μεταξύ 2012 και 2016, ο αριθμός των επιθέσεων εναντίον εκπαιδευτικών διπλασιάστηκε. Ταυτόχρονα, το σχολικό σύστημα είναι το πιο «φιλελεύθερο» στον κόσμο τώρα. Η Σουηδία επιτρέπει σε εμπορικές εταιρείες να ιδρύουν και να λειτουργούν σχολεία, με βάση ένα σύστημα Voucher. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μαθητής μπορεί να επιλέξει όποιο σχολείο επιθυμεί, ιδιωτικό ή δημόσιο, το οποίο πληρώνει το κράτος με βάση το Voucher Συνήθως οι ιδιωτικές εταιρείες μειώνουν το κόστος (που σημαίνει λιγότερες ώρες διδασκαλίας ανά μαθητή), μεταφέρουν τα κέρδη που προκύπτουν στους μετόχους τους συμπεριλαμβανομένων εκείνων εκτός Σουηδίας.
Αλλά και τα δημόσια σχολεία, προκειμένου να προσελκύσουν περισσότερους μαθητές, μειώνουν τις απαιτήσεις τους ως προς τις αποδόσεις και βάζουν υψηλότερες βαθμολογίες, απαραίτητες για την είσοδο στα ΑΕΙ.
Τι οδήγησε όμως σε αυτή την κατάσταση;
Το μοντέλο του New Public Management, υποστηρίζουν κάποιοι από τους αναλυτές, σημειώνοντας πως αυτή κυριαρχείται από έναν «οικονομισμό», χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ποιότητα του προϊόντος που προσφέρει, πχ στην Υγεία και την Παιδεία και όχι μόνον
Το σουηδικό κράτος, λένε, έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία τριάντα χρόνια, λόγω της διάδοσης της ιδεολογίας της διαχείρισης, της εισαγωγής μεταρρυθμίσεων για την αποκέντρωση, του εναγκαλισμού του ανταγωνισμού και της εμπορευματοποίησης και της θέσπισης Voucher για τη διασφάλιση της ατομικής επιλογής σε όλο τον τομέα της πρόνοιας. Ομολογουμένως, ορισμένες μεταρρυθμίσεις σε αυτήν την κατεύθυνση ήταν αναμφίβολα χρήσιμες. Χρειάζονταν οπωσδήποτε μεταρρυθμίσεις στη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ο δημοσιονομικός έλεγχος απουσίαζε σαφώς.
Η ιδέα ήταν να μειωθεί το κόστος και να χρησιμοποιηθούν αξιολογήσεις για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας. Αλλά το άγχος για την αποτελεσματικότητα συνεπαγόταν μια μονόπλευρη εστίαση στους προϋπολογισμούς και δημιούργησε στρεβλώσεις, όπως υποστελεχωμένα σχολεία και νοσοκομεία ή αστυνομικούς απασχολημένους με πολλά καθήκοντα εκτός από την καταπολέμηση του εγκλήματος.
Επιπλέον, στις προσπάθειές του να μιμηθεί την αγορά, το κράτος έχει εμπλακεί στενά με τους παράγοντες της αγοράς. Αυτό δημιουργεί σοβαρά προβλήματα λογοδοσίας και όπως διαπιστώνουν αρκετοί μελετητές της δημόσιας διοίκησης, μεταξύ των οποίων ο Michael Power, συγγραφέας του The Audit Society – Rituals of Verification, το New Public Management συχνά στρεβλώνει τις δομές κινήτρων.
Αν και περίπου το 60% των Σουηδών αντιτίθεται στην κερδοσκοπία στον τομέα της πρόνοιας, κανένα από τα μεγάλα κόμματα δεν έχει πρόθεση να το αλλάξει αυτό.