Στην επιστολή της, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προς τους ηγέτες των Κρατών-μελών της Ε.Ε., ενόψει της συνόδου κορυφής που πραγματοποιείται στις Βρυξέλλες, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «θα πρέπει να συνεχίσουμε να διερευνούμε πιθανές λύσεις όσον αφορά την ιδέα της ανάπτυξης κέντρων επιστροφής εκτός Ε.Ε., ιδίως ενόψει μιας νέας νομοθετικής πρότασης επιστροφών. Με την έναρξη λειτουργίας του πρωτοκόλλου Ιταλίας-Αλβανίας, θα μπορέσουμε επίσης να αντλήσουμε διδάγματα από αυτή την εμπειρία στην πράξη». Πέραν του πραγματικού προβλήματος, στα περισσότερα Κράτη-μέλη της Ε.Ε., της επιστροφής μεταναστών στις χώρες καταγωγής ή προέλευσης και της ανάγκης δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Οργανισμού Επιστροφών, η αναφορά της Προέδρου της Κομισιόν στην εγκατάσταση κέντρων επιστροφής εκτός Ε.Ε. αποτελεί μια σημαντική οπισθοδρόμηση από το ευρωπαϊκό κεκτημένο της ενωσιακής μεταναστευτικής πολιτικής και κυρίως μια πολιτική υποχώρηση στις διεκδικήσεις των πλέον ακραίων ηγετών στην Ε.Ε..
Η Ε.Ε. δεν πρέπει να αυτοαναιρεθεί στη διακυβέρνηση της μετανάστευσης. Δεν πρέπει να δικαιώσει την πολιτική του Όρμπαν και της Μελόνι. Όταν τον Ιούνιο του 2024, η Ε.Ε. επικύρωσε το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, μετά από χρόνια διαβουλεύσεων, αποφάσισε ήδη μια νέα αρχιτεκτονική διακυβέρνησης της μετανάστευσης, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την αποτελεσματικότερη προστασία των εξωτερικών συνόρων, την εξωτερική διαχείριση της μετανάστευσης και τη νέα νομοθεσία για τις επιστροφές.
Τι άλλαξε από τον περασμένο Ιούνιο για να υπάρχει η σημερινή οπισθοδρόμηση και η αναφορά στα «διαδάγματα» της ιταλικής εμπειρίας, αφού το νέο Σύμφωνο θα αρχίσει να εφαρμόζεται σε δύο χρόνια; Άλλαξαν οι πολιτικοί συσχετισμοί στην Ευρώπη; Ναι, εν μέρει άλλαξαν με την άνοδο στις ευρωεκλογές των υπερδεξιών, ακροδεξιών και ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων. Άλλαξε η ένταση των πιέσεων από νέες μεταναστευτικές ροές λόγω της εμπόλεμης κατάστασης στην Ουκρανία, στη Γάζα και στον Λίβανο; Ναι, αυξήθηκαν σημαντικά οι ροές στις θαλάσσιες οδούς της ανατολικής και δυτικής Μεσογείου, ενώ στον Λίβανο μετακινούνται αναγκαστικά πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι διωγμένοι από τον πόλεμο. Η διακυβέρνηση της μετανάστευσης στην Ε.Ε. δημιουργήθηκε ακριβώς για να προβλέπει και να διαχειρίζεται τέτοιες κρίσεις. Οι κρίσεις του μεταναστευτικού/προσφυγικού είναι διαδοχικές τα τελευταία τριάντα χρόνια και γι αυτό η πολιτική Μετανάστευσης και Ασύλου συνιστά πλέον κυρίως ενωσιακή και όχι εθνική αρμοδιότητα.
Τι άλλο άλλαξε σε πολλά Κράτη-μέλη της Ε.Ε..; Μα φυσικά άλλαξε η πολιτική κατεύθυνση ορισμένων κυβερνήσεων και ο υπολογισμός του πολιτικού κόστους από τη διαχείριση της μετανάστευσης. Όταν στην προσφυγική κρίση του 2015 είχαν καταρρεύσει τα ελληνικά σύνορα και η Κυβέρνηση Τσίπρα θεωρούσε, με αδιανόητη πολιτική ελαφρότητα και ωμή άγνοια της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, ότι ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες θα διέλθουν απλά από την Ελλάδα με προορισμό τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, η Ελλάδα μπορεί να απομονώθηκε από τα άλλα Κράτη μέλη που έκλεισαν τα σύνορά τους, αλλά η κεντροδεξιά Καγκελάριος Αγκ. Μέρκελ είχε πει το περίφημο « Wir schaffen das ! », θα τα καταφέρουμε, (μπορούμε να το διαχειριστούμε). Πράγματι, τότε η Γερμανία υποδέχθηκε στο έδαφός της και έδωσε άσυλο σε 850.000 πρόσφυγες και η Ε.Ε. προχώρησε κατόπιν στην Κοινή Δήλωση με την Τουρκία, στην αναδιοργάνωση της FRONTEX, αργότερα στις συμφωνίες με την Τυνησία, την Αίγυπτο και, τέλος, στο νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο.
Τα καταφέραμε τελικά; Όχι απολύτως, αλλά η Ε.Ε. διαμόρφωσε μια νέα αρχιτεκτονική διακυβέρνησης της μετανάστευσης, χωρίς σημαντικές υποχωρήσεις από το δικό της αξιακό σύστημα της Δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σήμερα η Ε.Ε. φαίνεται να πειραματίζεται με σοβαρές οπισθοδρομήσεις στο μεταναστευτικό που οδηγούν στην αναίρεση των προηγούμενων θεσμικών και πολιτικών επιλογών της. Δέκα σχεδόν χρόνια μετά τη μεγάλη προσφυγική κρίση, στην Γερμανία, ο κεντροαριστερός Καγκελάριος Σόλτς, υπό το βάρος της τρομοκρατικής επίθεσης στο Ζόλιγκεν και της ανόδου της ακροδεξιάς προχώρησε στην άρση της Συνθήκης του Σένγκεν, χωρίς καν να ενημερώσει τους εταίρους και γείτονές του, σε μία συμβολική επίδειξη «εθνικής αποφασιστικότητας». Ο κεντροδεξιός Πρωθυπουργός της Γαλλίας Μ. Μπαρνιέ, στις προγραμματικές δηλώσεις της νέας Κυβέρνησης εξήγγειλε την αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου για τη μετανάστευση, έως και την προσωρινή απαγόρευση νέων εισδοχών, ενώ ανέφερε ότι η Γαλλία δεν μπορεί να δεσμεύεται στη μεταναστευτική πολιτική της από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (!). Όσο και αν υιοθετεί ο κεντροδεξιός Μ. Μπαρνιέ την ακροδεξιά ατζέντα στο μεταναστευτικό, δεν μπορεί να γίνει περισσότερο πειστικός από την Λεπέν. Αντίθετα τη δικαιώνει. Στην ίδια κατεύθυνση, ο κεντρώος πολωνός Πρωθυπουργός Ντ. Τούσκ, σε μια άσκηση «ιδεολογικής ισορροπίας» δήλωσε ότι «η επιβίωση της δυτικής φιλελεύθερης Δημοκρατίας εξαρτάται από την αυστηρή προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε.».
Μετά από αυτές τις εξελίξεις, δεν εκπλήσσει κανέναν πλέον ότι οι ultra δεξιές Κυβερνήσεις της Ολλανδίας και της Ουγγαρίας καταγγέλλουν την ενωσιακή πολιτική για τη Μετανάστευση και ζητούν την αυτοεξαίρεσή τους από την εφαρμογή της. Ο Όρμπαν από παρίας της ευρωπαϊκή πολιτικής και του Κράτους Δικαίου «καλωσορίζει» τους άλλους ηγέτες της Ε.Ε. στις ιδέες που αυτός «διακηρύσσει» εδώ και χρόνια, ενώ η Μελόνι θεωρεί ότι «έσυρε» την Ε.Ε. στην αποδοχή της δικής της μεταναστευτικής πολιτικής, αφού η Πρόεδρος της Κομισιόν αναμένει τα «διδάγματα» από την ιταλική εμπειρία της «εξαγωγής» προς επιστροφή μεταναστών σε camps στην Αλβανία. Την ίδια εμπειρία φαίνεται –από τη επιστολή που έχουν στείλει στην Επιτροπή- ότι θέλουν να «μοιραστούν» και άλλα δεκατέσσερα Κράτη-μέλη της Ε.Ε., μεταξύ αυτών και η Ελλάδα.
Ο κίνδυνος της «επανεθνικοποίησης» της μεταναστευτική πολιτικής είναι πλέον ορατός και οι παραπάνω επιλογές ορισμένων Κρατών-μελών μπορούν να οδηγήσουν στην αλλοίωση του ενωσιακού χαρακτήρα της Πολιτικής Μετανάστευσης και Ασύλου, μαζί με τη σταδιακή ακύρωση της ευρωπαϊκής ευθύνης και αλληλεγγύης.
Η Ευρώπη βρίσκεται πολιτικά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η υποχώρηση των ευρωπαϊκών θεσμών και των Κρατών-μελών της Ε.Ε. από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, το οποίο τόσο δύσκολα οικοδομήθηκε, η προσχώρηση σε ξεονοφοβικές και αμυντικές αντιλήψεις που αντιμετωπίζουν συλλήβδην τους μετανάστες ως δυνάμει απειλή, η διολίσθηση στη βαθμιαία υιοθέτηση της ακροδεξιάς ατζέντας περί κλειστών συνόρων, «εξωτερικού εχθρού» και πολιτικών αποκλεισμού των «ξένων» συρρικνώνει σοβαρά την ευρωπαϊκή φιλελεύθερη Δημοκρατία.
Η Ε.Ε. διαθέτει σήμερα τα πολιτικά εργαλεία για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και έχει ήδη αυστηροποιήσει την πολιτική Μετανάστευσης και Ασύλου στην κατεύθυνση του ελέγχου τους. Μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα αυτή τη φορά, αν διαθέτει ισχυρή πολιτική βούληση. Δεν έχει ανάγκη την αυτοαναίρεσή της μέσα από την απαξίωση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του δικού της αξιακού συστήματος για να αποδείξει στις ευρωπαϊκές κοινωνίες ότι ο Όρμπαν, η Λεπέν και η Μελόνι είχαν τελικά τις «βέλτιστες» λύσεις για το μεταναστευτικό, αλλά απλώς οι υπόλοιποι δεν το είχαμε αποδεχθεί τόσα χρόνια… Το σύνδρομο Βαϊμάρης οδηγεί σε μια ανάπηρη Δημοκρατία.
Η Ε.Ε. πρέπει να κινηθεί στο μεταναστευτικό, ταχύτερα, δικαιότερα, με μεγαλύτερη αλληλεγγύη, αλλά κυρίως, όπως έλεγε ο Ζακ Ντελόρ, «η Ευρώπη πρέπει να (ξανα)βρει τη ψυχή της»!