Οι μεγάλες διεθνείς κρίσεις αλλάζουν την αίσθηση του Χρόνου. Αλλαγές που χρειάζονταν δεκαετίες συμβαίνουν σε λίγες μέρες, και ανάποδα, αλλαγές που φαίνονται αναγκαίες, βραδυπορούν σαν κλεισμένες σε χρόνο ακίνητο. Η «Ευρώπη» μετά το ξέσπασμα του Ουκρανικού πολέμου αποτυπώνει ταυτόχρονα και τις δύο αισθήσεις του Χρόνου. Δεν είναι περίεργο γιατί οι δύο αισθήσεις αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικές υποστάσεις της «Ευρώπης». Από τη μια, η θεσμοθετημένη ΕΕ που κινείται με τις αργές διαδικασίες «σύγκλισης», τις ρουτίνες και την αναβλητικότητα που μοιάζουν να αγνοούν την επιτάχυνση της Ιστορίας. Από την άλλη, η «Ευρώπη» ως αδιαμόρφωτος μεν, υπαρκτός όμως παράγοντας της διεθνούς σκηνής, με τη δική της ιστορία, πολιτική κουλτούρα, ήπια ισχύ, και τις δικές της αγωνίες έναντι ενός επικίνδυνου Κόσμου. Αυτή η «Ευρώπη» λειτουργεί ευτυχώς με όρους «ασυνέχειας» σε σχέση με την προηγούμενη. Πραγματοποιεί σε ελάχιστο χρόνο αλλαγές ιστορικής βαρύτητας. Στροφή της γερμανικής πολιτικής στα ζητήματα του πολέμου, ένταξη της Σκανδιναβίας στο ΝΑΤΟ, επιτάχυνση της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα.
Ο πόλεμος του Πούτιν κατά της Ουκρανίας και εμμέσως κατά της Ευρώπης, προκάλεσε αυτή την επιτάχυνση. Επέφερε μια απότομη στρατιωτικοποίηση της διεθνούς πολιτικής. Επανέφερε τη Γεωπολιτική και τους εξοπλισμούς στην επικαιρότητα. Πολιτικοποίησε στο έπακρο τις εθνικές ταυτότητες, τους Πολιτισμούς και τους τρόπους ζωής. Ιστορικά ο Πόλεμος μαζί με τον Καπιταλισμό ήταν οι βασικοί διαμορφωτές των Νεωτερικών θεσμών και κοινωνιών. Πώς θα λειτουργήσουν οι τωρινοί ως προς την διακρατική οντότητα που λέγεται Ευρώπη; Θα είναι ένα «εξωτερικό σοκ» που θα ενεργοποιήσει τα ανακλαστικά της ή θα παραγάγει διάλυση και ιστορική περιθωριοποίηση; Ξέρουμε ποια σενάρια οδηγούν σε διάλυση και παρακμή, τα έχουμε μπροστά μας. Από τη μια, η επικράτηση κάποιου νέου Τραμπ που θα ωθήσει τις ΗΠΑ σε «απομονωτισμό». Από την άλλη, η συνθηκολόγηση των ευρωπαϊκών χωρών με τον πουτινικό εκβιασμό στο όνομα της «κούρασης» των πολιτών. Ας ελπίσουμε ότι αυτά θα αποφευχθούν.
Ο νέος ρόλος της Ευρώπης δεν θα προκύψει από μια «μοναχική» επιλογή, ούτε από την ενίσχυση της λεγόμενης «στρατηγικής αυτονομίας» της που ως τώρα πρακτικά σήμαινε μεγαλύτερη απόσταση από τις ΗΠΑ. Η αναβάθμιση του ρόλου της, αν γίνει, θα είναι αποτέλεσμα μιας συλλογικής ανασύνταξης της Δύση που ως σύνολο θα σταθεί ικανή να διαμορφώσει μια νέα στρατηγική στον πολυκεντρικό και ασταθή Κόσμο του 21ου αιώνα. Και όταν λέω Δύση, δεν εννοώ μόνο τους δύο ιστορικούς πυλώνες του Ατλαντικού (ΗΠΑ, Ευρώπη), αλλά και τις δημοκρατικές χώρες της Ανατολής που συνιστούν πλέον τον τρίτο πυλώνα και έχουν αποκτήσει εξαιρετική στρατηγική σημασία.
Το διεθνές σκηνικό σήμερα είναι αποκαρδιωτικό καθώς επικρατεί η σύγκρουση, ακόμα και η παράκρουση της πυρηνικής απειλής. Παράλληλα όμως διατηρείται η παγκόσμια αλληλεξάρτηση, η πανδημία και ο πόλεμος έχουν προκαλέσει μικρότερη υποχώρηση των διεθνών συναλλαγών από όση η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Σε αυτόν λοιπόν τον Κόσμο, όπου σύγκρουση και συνεργασία, ανταγωνισμός και αλληλεξάρτηση, συνυπάρχουν και αντιπαλεύουν σε αγώνα χωρίς προδιαγεγραμμένη έκβαση, η Δύση αναζητά τον νέο ρόλο της. Αυτός θα είναι ανάλογος της γεωπολιτικής-στρατιωτικής της ισχύος, της ελκτικότητας του κοινωνικού της μοντέλου και της συναίνεσης που θα εξασφαλίζει η πρότασή της για τη ρύθμιση της παγκοσμιοποιημένης Πολιτικής.
Ποια στρατηγική και ποια «εικόνα» της Δύσης μπορεί να συνδυάσει όλα τα προηγούμενα; Ασφαλώς όχι η αυτάρεσκη εικόνα της Δύσης της δεκαετίας 1990, νικήτριας του Ψυχρού Πολέμου. Ούτε η Αμερική από μόνη της, ούτε από κοινού με την Ευρώπη, έχουν πλέον την πολιτική-οικονομική δύναμη να «ηγηθούν» του Κόσμου, και η εκτίμηση ότι μπορούν να ανακτήσουν την αλλοτινή υπεροχή θα είναι καταστροφική αυταπάτη. Δεν μπορεί εξάλλου να είναι η Δύση ως συνώνυμο του «Ελεύθερου Κόσμου» όπως παρουσιαζόταν στη μεταπολεμική εποχή. Η αντίθεση δημοκρατίας-αυταρχισμού είναι μια πραγματικότητα, αλλά η Δύση δεν θα κερδίσει μεταφράζοντάς την σε «ιδεολογικό πόλεμο» ή σε «σύγκρουση πολιτισμών» κατά των αυταρχισμών. Θα ήταν μια επιλογή που δεν θα εύρισκε κατανόηση και ανταπόκριση στις χώρες του «παγκόσμιου Νότου» που έχουν τις δικές τους προτεραιότητες. Τις δικές τους ιεραρχήσεις αξιών. Η δημοκρατία, η ελευθερία, τα ατομικά δικαιώματα διατηρούν την ελκτική και κινητοποιητική τους δύναμη, το βλέπουμε στον εκπληκτικό αγώνα των γυναικών του Ιράν, όχι όμως σαν μάθημα των πλούσιων προς τους φτωχούς.
Για να είναι πειστικές αυτές οι αξίες, η Δύση συνολικά πρέπει αφενός να τις αναζωογονήσει στο εσωτερικό της, και αφετέρου να τις μεταγγίσει ως πολιτισμική κληρονομιά σε μια γενικότερη θεώρηση για τη δημοκρατική διακυβέρνηση του νέου πολυκεντρικού Κόσμου. Είναι εύκολο; Ασφαλώς όχι, αλλά σε αυτή τη βάση μπορούν και αξίζει να ανασυνταχθούν τα ιδεολογικά-πολιτικά μέτωπα σε εθνικό, ευρωπαϊκό και δυτικό επίπεδο ταυτόχρονα. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η Δύση μπορεί να πρωτοστατήσει σε αυτή την κατεύθυνση μόνο αν Αμερική και Ευρώπη βρουν μια κοινή στρατηγική και συναντίληψη. Η διάκριση μεταξύ «ατλαντισμού» και «ευρωπαϊσμού» είναι ξεπερασμένη μπροστά στους νέους παγκόσμιους συσχετισμούς. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε στο προσκήνιο την απόλυτη υπεροχή των ΗΠΑ στο πλαίσιο της Δύσης και του ΝΑΤΟ, νεκρανάστησε ακόμα και την ξεχασμένη πολεμική εμπειρία της «αυτοκρατορικής» Βρετανίας, ενώ έκανε εμφανέστερη τη στρατιωτική υστέρηση της Ευρώπης. Ασφαλώς χρειάζεται να ενισχυθεί ο ευρωπαϊκός πυλώνας εντός του ΝΑΤΟ, αλλά θα ήταν λάθος να εξαντληθεί η έγνοια της ΕΕ στα ζητήματα των εξοπλισμών, πόσω μάλλον όταν αυτά προχωράνε με τη γνωστή βραδυπορία των αμοιβαίων συμβιβασμών.
Η «Ευρώπη» μπορεί να παίξει ουσιαστικότερο ρόλο. Να δώσει τη δική της ιδιαίτερη συμβολή στον γεωπολιτικό, στρατιωτικό, ιδεολογικό επαναπροσδιορισμό της Δύσης, ώστε ως σύνολο η Δύση να γίνει βασικός διαμορφωτής ενός νέου ασφαλέστερου πολυκεντρικού Κόσμου. Σε αυτό συνίσταται πιστεύω η λεγόμενη «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης μετά τον ουκρανικό πόλεμο. Για να ανταποκριθεί η «Ευρώπη» χρειάζεται να αντλήσει από τις καλύτερες ιστορικές πολιτικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητές της, κυρίως εκείνες που τη διαφοροποιούν από την Αμερική, γιατί στο μέτρο αυτό θα προσθέσει, θα εμπλουτίσει και θα κάνει ορθολογικότερη τη δυτική στρατηγική. Εννοώ μεταξύ άλλων, το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, τη μακραίωνη και πολύπλοκη ζύμωση με τον Χριστιανισμό, την κληρονομιά του Σοσιαλισμού, τη συνεχή αγωνία για την εξισορρόπηση δυνάμει αντινομικών αξιών, την εμπειρία της μετακυριαρχικής μορφής Κράτους. Ως τώρα θεωρούσαμε ότι όλα αυτά συγκροτούσαν την «ήπια ισχύ», την ελκτικότητα δηλαδή ενός μεμονωμένου και αυτάρκους παίκτη της διεθνούς σκηνής. Στον σημερινό ασταθή και εμπόλεμο Κόσμο, αυτή η «ήπια ισχύς» έχει αξία μόνο σαν συνιστώσα της ευρύτερης γεωπολιτικής οντότητας της Δύσης. Και χωρίς αμφιβολία, κεντρικό μέλημα της ιδιαίτερης ευρωπαϊκής συμβολής θα πρέπει είναι η αποτροπή ενός νέου διπολισμού μεταξύ Αμερικής – Κίνας, όσο και αν το θέλουν ισχυρές δυνάμεις στις ΗΠΑ. Ο Κόσμος του 21ου αιώνα είναι περισσότερο πολύπλοκος για να κλειστεί σε άλλο ένα διπολικό καλούπι.