Δεν απομένει πολύς χρόνος για να δούμε αν οι διεργασίες που εξελίσσονται στα κόμματα της αντιπολίτευσης, το ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, είναι ικανές να δώσουν λύση σε ένα πρωτόγνωρο πρόβλημα της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας. Και το πρόβλημα δεν είναι άλλο από την έλλειψη εναλλακτικού, εν δυνάμει κυβερνητικού, πόλου απέναντι στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Και αναφέρω τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς με οποιονδήποτε άλλο αρχηγό η ΝΔ θα ήταν ένα διαφορετικό κόμμα που δε θα είχε εισχωρήσει τόσο στο χώρο του μεταρρυθμιστικού κέντρου. Του χώρου για τον οποίο τόσο υποτιμητικά μίλησε στη γνωστή εκδήλωση ο κ. Σαμαράς. Χωρίς αυτόν δε θα είχαν βρει μαζικά έκφραση στη ΝΔ, οι πολίτες που στήριξαν το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του 2015 και λοιδωρήθηκαν γι’ αυτό. Μπορεί μια μερίδα ψηφοφόρων της ΝΔ να μην αποδέχεται τις βαριές ευθύνες των κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή στο ξέσπασμα της κρίσης και να δυσανασχετεί βλέποντας υπουργούς το Φλωρίδη, το Χρυσοχοΐδη, τη Μενδώνη. Όμως, μόνο με τους παραδοσιακούς νεοδημοκράτες, χωρίς τους ψηφοφόρους της κοινής λογικής που απαιτούν μεταρρυθμίσεις και έχουν θέσει ψηλά τον πήχη για τους Έλληνες και την Ελλάδα, η κυβέρνηση θα ήταν τουλάχιστον ανίσχυρη. Βέβαια, αυτοί οι ψηφοφόροι είναι απαιτητικοί και δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένοι. Και καθώς τα συσσωρευμένα προβλήματα (που κάποια έχουν να κάνουν και με νοοτροπίες) είναι πολλά, με πρώτο το δημογραφικό, δεν αρκούν μικρές βελτιώσεις. Η κυβέρνηση και ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να πάρουν φωτιά.
Ποιες εξελίξεις όμως στο ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια αξιόπιστη αντιπολίτευση και κατ’ επέκταση σε μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση;
Από το ΣΥΡΙΖΑ, κακά τα ψέματα, δεν έχουμε να περιμένουμε κάτι. Τα ίδια τα στελέχη του αδυνατούν να κατανοήσουν την πραγματικότητα. Δεν αντιλαμβάνονται ή δε θέλουν να αντιληφθούν τι ήταν αυτό που οδήγησε το κόμμα τους από το 5% στο 36%. Ενώ η ανώμαλη κατάσταση, από το 2010 και μετά, ήταν αυτή που δημιούργησε το κύμα αγανακτισμένων που βρήκε έκφραση στον αριστερόστροφο λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και στους ΑΝΕΛ και τη Χρυσή Αυγή) εξακολουθούν να πιστεύουν ότι είναι ένα κόμμα εξουσίας και σε κανονικές συνθήκες. Ίσως θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε ένα τέτοιο στο διάστημα 2019-2023, που ήταν στην αξιωματική αντιπολίτευση με ποσοστό πάνω από 30%. Όμως αυτό δεν έγινε, με ευθύνη του κ. Τσίπρα. Δυστυχώς η μοίρα το έφερε, την ανανεωτική αριστερά που αγωνιζόταν κόντρα στο λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ και της Αυριανής, να τη διαδεχτεί ένα ακραίο, αντιθεσμικό, λαϊκιστικό κίνημα διαμαρτυρίας. Και πολιτικούς όπως ο Ηλιού, ο Κύρκος, ο Παπαγιαννάκης, ο Γιάνναρος, να τους διαδεχτούν πολιτικοί χωρίς ευρύτητα σκέψης και με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, με πρωτοπόρο τον πρώην πρωθυπουργό.
Από το ΠΑΣΟΚ μπορούμε να περιμένουμε κάτι; Ίσως, με κάποιες προϋποθέσεις:
- Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να απογαλακτιστεί από τον Αντρέα και να πάψει να προσδοκά από αυτόν να φέρει τη νίκη σε ανάμνηση της τετραετίας 1981-1985; Τότε που «περνούσαμε καλά», ενώ αυτή η τετραετία απετέλεσε την απαρχή πολλών κακοδαιμονιών μας στην οικονομία, στο δημόσιο τομέα και πάνω απ’ όλα στις νοοτροπίες.
- Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να ενσωματώσει την περίοδο Σημίτη και τα επιτεύγματά της, χωρίς βέβαια να διαγράψει τα λάθη και τις στρεβλώσεις της; Δύσκολο, αν σκεφτούμε ότι ο ίδιος ο Σημίτης έμεινε εκτός ψηφοδελτίων στις εκλογές του 2009, με το σκεπτικό ότι έτσι θα γινόταν πιο ελκυστικό το ΠΑΣΟΚ που έκλινε πάλι, και σε αντιδιαστολή με τις πολλές και εμβληματικές ιδιωτικοποιήσεις που είχε κάνει, προς τον κρατισμό (υπόσχεση για επανακρατικοποίηση του ΟΤΕ, αντίδραση για την εκχώρηση τμήματος του λιμένος Πειραιώς στους Κινέζους). Με παρόμοιο τρόπο σπρώχθηκε προς την έξοδο και ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Κι ακόμα και σήμερα από ανθρώπους του ΠΑΣΟΚ ακούς πιο εύκολα καλά λόγια για το Γιώργο Παπανδρέου, παρά την αφελή αντιμετώπιση της κρίσης και τη ζημιά που έκανε ιδρύοντας άλλο κόμμα παρά για το Σημίτη που παρεμβαίνει ενισχυτικά για το ΠΑΣΟΚ είτε με τις δηλώσεις του είτε με τα συγγράμματά του. Είναι αλήθεια ότι είμαστε ευάλωτοι στο μεσσιανισμό, με αποτέλεσμα να πιστεύουμε στις Αγίες Οικογένειες Καραμανλή και Παπανδρέου.
Το ερώτημα είναι ποιος από τους υποψήφιους προέδρους μπορεί να υπηρετήσει καλύτερα τις παραπάνω προϋποθέσεις;
- Ο Νίκος Ανδρουλάκης σίγουρα όχι. Αν ήθελε θα το είχε κάνει. Ίσα ίσα κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Επιπλέον δεν εμπνέει ως εν δυνάμει πρωθυπουργός και μόνο για τα αγγλικά του. Είναι απογοητευτικό ένας πολιτικός που ήταν τόσα χρόνια ευρωβουλευτής να μιλά τόσο φτωχά αγγλικά.
- Για το Χάρη Δούκα δε γνωρίζουμε πολλά για να τον κρίνουμε. Δείχνει πάντως να εμπνέεται από το ΠΑΣΟΚ του κρατισμού, πιστεύοντας απλά ότι με τη συνένωση δυνάμεων από ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά και ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα μπορέσει να αντιμετωπίσει έναν διαρκώς κινούμενο πτωτικά Μητσοτάκη. Σίγουρα δε δείχνει ο πολιτικός που μπορεί να εμπνεύσει.
- Μένουν Γερουλάνος και Διαμαντοπούλου. Περισσότερο η Διαμαντοπούλου με την εμπειρία της σε ελληνικές κυβερνήσεις και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και τη συνεχή επαφή της με τις διεθνείς εξελίξεις μέσω του «Δικτύου για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη», μπορεί να δώσει ελπίδες στο λαό και στο ΠΑΣΟΚ για τη μεγάλη υπέρβαση. Πάντως είναι δύσκολο να εκλεγεί καθώς μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ τη θεωρεί ξένο σώμα ενώ ακόμα και θετικά της έργα, όπως ο νόμος για την ανώτατη εκπαίδευση, έχουν φτάσει με ιδιαίτερα αρνητικό απόηχο στους σημερινούς φοιτητές.
Ένα είναι βέβαιο. Το διακύβευμα είναι μεγάλο. Είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξει εναλλακτικός κυβερνητικός πόλος ο οποίος θα λειτουργεί δημοκρατικά, θεσμικά, προοδευτικά, μεταρρυθμιστικά, εθνικά, προγραμματικά και ευρωπαϊκά, χωρίς λαϊκισμό. Αυτό θα αυξήσει τη συμμετοχή των πολιτών, θα βελτιώσει την ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης και θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα της δημοκρατίας μας.