Όταν βλέπω τη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στα περισσότερα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας, κυρίως όμως στο ΑΠΘ, θλίβομαι. Τα τελευταία επεισόδια, με τις βαριοπούλες, δεν ήρθαν ως αστραπές εν αιθρία, αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης πορείας με κύριο χαρακτηριστικό την αδιαφορία, τόσο από την πολιτεία, όσο και από την ίδια την πανεπιστημιακή κοινότητα.
Αναζητούμε τις ευθύνες αυτής της παρακμής. Όσοι υπήρξαμε φοιτητές την περίοδο της δικτατορίας, αλλά και αμέσως μετά την μεταπολίτευση, έχουμε την εικόνα κάποιων νοσηρών φαινόμενων που εμφανίστηκαν. Και σίγουρα έχουμε ευθύνες όσοι συμμετείχαμε στα κοινά ως φοιτητές την πρώτη αυτή περίοδο. Αυτό όμως που θέλω να τονίσω είναι ότι πολλοί από μας είχαμε από τις πρώτες εκείνες μέρες μια χοντρική αντίληψη για το τι πρέπει να γίνει.
Πράγματι, όταν δημιουργούνταν οι νέοι φοιτητικοί σύλλογοι τον Οκτώβριο του 1974, πολλοί από μας προσπαθήσαμε να αποφύγουμε την πολυδιάσπαση του φοιτητικού χώρου με την άμεση είσοδο των πολιτικών κομμάτων και τον συνακόλουθο ανταγωνισμό που αυτή συνεπάγεται. Ορισμένοι είχαμε ακόμη και επιφυλάξεις για τη θέσπιση της απλής αναλογικής, που οδηγούσε ευθέως στην δημιουργία κομματικών παρατάξεων. Προσπαθήσαμε να αναδείξουμε τα πλεονεκτήματα της ατομικής ευθύνης του κάθε συμμετέχοντα, ώστε να μη καλύπτεται πίσω από μια απρόσωπη κομματική γραμμή. Δώσαμε μάχες επίσης για τον εκλογίκευση της αποχουντοποίησης, διαδικασία που έτεινε να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, πλήττοντας άδικα πολλούς αξιόλογους καθηγητές.
Στις προσπάθειές μας αυτές -δυστυχώς- ηττηθήκαμε. Ο άνεμος ελευθερίας που έπνευσε, σε συνδυασμό με την μεγάλη κοινωνική αποδοχή που απολάμβανε τότε το φοιτητικό κίνημα, συνετέλεσε στην ανάπτυξη φαινόμενων ανομίας και ασυδοσίας, καθώς και σε μια ρηχή -άγαρμπη θα έλεγα- ριζοσπαστικοποίηση μεγάλης μερίδας των φοιτητών. Δημιουργήθηκε μια νέα κουλτούρα καταλήψεων και άλλων δυναμικών παρεμβάσεων, δράσεις που ο αείμνηστος Σταύρος Τσακυράκης ορθά τις χαρακτήρισε ως «σύμπλεγμα της μη αντίστασης». Εξιδανίκευση του κάθε «αγώνα», άσχετα αν αυτός είναι δίκαιος, αν στρέφεται εναντίον του κοινωνικού συνόλου.
Την περίοδο αυτή υπήρξαν ακόμη και περιπτώσεις καθηγητών που διευκόλυναν την είσοδο νέων πτυχιούχων, συνδικαλιστών από τα φοιτητικά αμφιθέατρα, στην εκπαιδευτική κοινότητα, προκειμένου να αποκτήσουν προσβάσεις στο τότε ισχυρό φοιτητικό κίνημα. Έτσι εισήλθαν στην πανεπιστημιακή κοινότητα αρκετοί νέοι επιστήμονες, χωρίς όμως να υπάρξει ουσιαστικός έλεγχος των ακαδημαϊκών τους προσόντων. Μεταγενέστεροι νόμοι, της δεκαετίας του 80, διευκόλυναν την εξέλιξή τους σε ανώτερες βαθμίδες.
Στη συνέχεια, η συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με τον τρόπο που εφαρμόστηκε, λειτούργησε επίσης αρνητικά για την ορθή λειτουργία των ιδρυμάτων. Υποβοήθησε στην ανάπτυξη ανάρμοστων σχέσεων μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων. Επάνω σε αυτό το υπόστρωμα βρήκε πρόσφορο έδαφος και η επανεμφάνιση του νεποτισμού. Νεποτισμός υπήρχε και σε παλαιότερες περιόδους, ζητούμενο όμως της νέας εποχής θα έπρεπε να είναι ο δραστικός περιορισμός του.
Σήμερα, σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει με ακρίβεια πόσοι και ποιοι ακριβώς είναι οι φοιτητικοί σύλλογοι, αν υφίστανται νόμιμα, πόσοι συμμετέχουν σε αυτούς, πώς λειτουργούν, πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις, αν τηρούνται οι καταστατικές διαδικασίες. Παράλληλα δρουν και αναπτύσσονται ανεξέλεγκτα κάθε μορφής συλλογικότητες με τη μορφή «ταγμάτων εφόδου», που επιτρέπουν σε ετερόκλητα στοιχεία να λυμαίνονται τους πανεπιστημιακούς χώρους. Όλα αυτά υποβοηθήθηκαν και υποβοηθούνται από μια καταχρηστική και στρεβλή ερμηνεία της έννοιας του πανεπιστημιακού ασύλου. Αν την περίοδο της δικτατορίας οι φοιτητές αγωνίστηκαν υπέρ της ελεύθερης διακίνησης ιδεών και γνώσης, σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η ελεύθερη διακίνηση ιδεών και γνώσης παρεμποδίζεται από ομάδες που φορούν τον μανδύα του φοιτητικού κινήματος.
Πριν από 30 χρόνια περίπου, οι πρυτανικές αρχές του ΑΠΘ αποφάσισαν την περίφραξη όλης της έκτασης που καταλαμβάνουν τα πανεπιστημιακά κτίρια με κακόγουστα κιγκλιδώματα για τη δημιουργία ενός πανεπιστημιακού campus, αποκόπτοντας έτσι μια ευρύτατη περιοχή του αστικού ιστού της πόλης, από την πόλη. Βοήθησε αυτό στην εύρυθμη λειτουργία του ΑΠΘ;
Εκτιμώ πως συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Δημιουργήθηκε ένα ιδιόμορφο γκέτο χωρίς αστυνόμευση, που υποβοήθησε στην αύξηση της παραβατικότητας και εγκληματικότητας στην περιοχή αυτή, δημιουργώντας μια μαύρη τρύπα στην καρδιά της πόλης. Το παράδοξο είναι ότι στις επιφυλάξεις που είχα προβάλει -τότε- για την αναγκαιότητα του έργου, είχα εισπράξει από πανεπιστημιακούς εκ διαμέτρου αντίθετες απαντήσεις, όπως «θα περιφρουρηθεί η αυτονομία του ΑΠΘ» ή «θα δημιουργηθεί ένας χώρος αναψυχής για τους φοιτητές», έως και αυτό: «αν είναι προσβάσιμοι οι ακάλυπτοι χώροι του πανεπιστήμιου, που θα παρκάρουμε εμείς τα αυτοκίνητά μας;».
Συζητώντας επίσης με φίλους πανεπιστημιακούς, εδώ και χρόνια, για την κακή κατάσταση που επικρατεί στα πανεπιστήμια, τους επεσήμανα την ανάγκη να δραστηριοποιηθούν, να περιφρουρήσουν οι ίδιοι τον χώρο τους. Τους έθετα ένα απλό ερώτημα, το ίδιο θέτω και σήμερα: πόσες φορές, από το 1974 και μετέπειτα, ασχολήθηκε το πειθαρχικό συμβούλιο του πανεπιστήμιου για να τιμωρήσει έκνομες, ακραίες ενέργειες; Δεν εισέπραττα απαντήσεις, επικρατούσε σιωπή. Διέκρινα κάποια αμηχανία. Άρνηση από πεποίθηση ή από φόβο να διαφυλάξουν την ακαδημαϊκή τους αξιοπρέπεια. Τον ίδιο φόβο παρατηρώ και σήμερα στα μάτια πολλών.
Δύο φορές επιχειρήθηκε τα τελευταία χρόνια κάποιος εξορθολογισμός της λειτουργίας των ΑΕΙ. Μία επί υπουργίας Γιαννάκου, δεύτερη επί Διαμαντοπούλου, που ήταν και η σοβαρότερη προσπάθεια. Και τις 2 φορές μεγάλο μέρος των πανεπιστημιακών -σχεδόν η πλειοψηφία- στάθηκε απέναντι. Διερωτώμαι λοιπόν, μήπως η μπαχαλοποίηση των ΑΕΙ είναι επιθυμητή από κάποιους; Γιατί με την μπαχαλοποίηση αμβλύνονται τα κριτήρια της επιστημονικής επάρκειας και περιορίζεται ο διδακτικός κάματος.
Αν θα μπορούσα να διατυπώσω μια πρόταση για το σήμερα, ειδικά για το ΑΠΘ που είναι το πανεπιστήμιο που σπούδασα και αγάπησα, είναι αυτή: κ. Πρύτανη, αγαπητό πρυτανικό συμβούλιο, πάρτε την απόφαση να γκρεμίσετε αυτές τις κακόγουστες περιφράξεις. Αποδώστε ξανά στην πόλη αυτούς τους υπέροχους χώρους, ώστε να επανενταχθούν στον ιστό της. Να αποκτήσουν ζωή, να κυκλοφορούν χωρίς φόβο οι κάτοικοι, να παίζουν παιδιά. Να αποκατασταθεί η ονοματοθεσία των οδών, να υπάρχει αστική συγκοινωνία και συγχρόνως επαρκής αστυνόμευση, δημοτική ή κανονική.
Είναι ντροπή για την πόλη μας μια μαύρη τρύπα στην καρδιά της!
(από ανάρτηση στο facebook, 17.05.2022)