Την Πέμπτη 3 Αυγούστου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, μετέβησαν στην Αίγυπτο όπου εν προκειμένω είχαν επαφές με τον Αιγύπτιο πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ Ελ-Σίσι και με τον υπουργό Εξωτερικών της Αραβικής χώρας, Σάμεχ Σούκρι.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η ατζέντα των συνομιλιών δεν ήσαν τόσο δύσκολη και ‘βαριά,’[1] όσο στην πρόσφατη συνάντηση του πρωθυπουργό με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά την διάρκεια της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας. Mε τους δύο πολιτικούς ηγέτες να σπεύδουν να επιβεβαιώσουν την στρατηγική συναντίληψη που έχουν πλέον οι δύο χώρες επί σειρά θεμάτων, εκεί όπου, ένα από τα κυριότερα εξ αυτών, να είναι η ενίσχυση της ενεργειακής συνεργασίας, με την μεν Αίγυπτο σε ρόλο παραγωγού ενέργειας και την δε Ελλάδα σε ρόλο διαμετακομιστικού κόμβου.
Ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, δήλωσε σχετικά με την συνάντηση του με τον Αιγύπτιο πρόεδρο πως οι σχέσεις των δύο χωρών «είναι αυτοτελείς, ισχυρές. Δεν ετεροπροσδιορίζονται και δεν εξαρτώνται από τις όποιες σχέσεις μπορεί να έχουμε με άλλες χώρες στην Ανατολική Μεσόγειο».[2]
Εμείς, κινούμαστε στον αντίποδα αυτής της άποψης ή αλλιώς, της αντίληψης, εκτιμώντας πως ένας εκ των κυριότερων λόγων πραγματοποίησης της επίσκεψης, μέσα σε αυτή την συγκυρία (περισσότερο την εσωτερική και όχι την περιφερειακή ή την εξωτερική), είναι η βαθύτερη επιθυμία της ελληνικής κυβέρνησης, όχι να εμποδίσει την εξελισσόμενη Τουρκο-Αιγυπτιακή προσέγγιση, η οποία προσλαμβάνει ποιοτικά χαρακτηριστικά μετά την τοποθέτηση του Χακάν Φιντάν στην θέση του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, αλλά, αντιθέτως, να προλάβει ενδεχόμενες αρνητικές εξελίξεις, ως απόρροια μίας θετικής έκβασης της Τουρκο-Αιγυπτιακής προσέγγισης.
Για παράδειγμα, η Ελλάδα θα ήθελε πρωταρχικά να ενημερωθεί από την Αίγυπτο για τις κινήσεις και τις πρωτοβουλίες και ειδικά, για το ενδεχόμενο επίτευξης μίας συμφωνίας οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας.
Ο καθηγητής Διονύσης Τσιριγώτης, επισημαίνει πως η «συνάντηση του έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον αιγύπτιο πρόεδρο Αλ Σίσι έχει ως πρώτιστο στόχο ν’ αναστείλει μια επερχόμενη Αιγύπτου-Τουρκίας για οριοθέτηση αποκλειστικών οικονομικών ζωνών (ΑΟΖ) στην Ανατολική Μεσόγειο, επαναφέροντας στο προσκήνιο τον «πόλεμο» των ΑΟΖ».[3]
Υπό αυτό το πρίσμα, εκτιμούμε πως μία τέτοια άποψη είναι απλοϊκή και μονολιθική. Πως γίνεται η ελληνική κυβέρνηση να αποτρέψει το ενδεχόμενο υπογραφής μίας Τουρκο-Αιγυπτιακής συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ;
Ποια διπλωματικά ‘εργαλεία’ μπορεί να χρησιμοποιήσει δίχως να θέσει εν κινδύνω την διαδικασία εξομάλυνσης των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων, και επίσης, την εξέλιξη της στρατηγικής της συμμαχίας με την Αίγυπτο;[4]
Επένδυσε συμβολικούς και στρατηγικούς πόρους η Τουρκία προς την κατεύθυνση αποτροπής επίτευξης μίας τμηματικής συμφωνίας οριοθέτησης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου; Όχι, είναι η απάντηση μας.
Ελλάδα και Αίγυπτος, εκφράζονται με παρόμοια θετικό τρόπο υπέρ της συνέχισης της λειτουργίας των περιφερειακών συμμαχιών τύπου ’3+1’ στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, θέτοντας από κοινού τις βάσεις για την διαμόρφωση μίας στρατηγικής οργανωμένης «μετακίνησης πληθυσμών»,[5] σύμφωνα με τους Myron & Κολοβό.
Δηλαδή, για την διαμόρφωση μίας στρατηγικής μετακίνησης Αιγύπτιων εργαζομένων στην Ελλάδα, προκειμένου να απασχοληθούν σε εποχιακές, αγροτικές εργασίας. Το γεγονός αυτό χρήζει επισήμανσης, από την στιγμή μάλιστα όπου η Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει σε παρόμοιου τύπου ‘συμφωνίες’ με άλλες γειτονικές χώρες,[6] (πολλώ δε μάλλον με Αραβικές-Αραβόφωνες), έχοντας να διαχειριστεί τις πολλαπλές προκλήσεις που θέτει η διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος.
Όμως, από έναν πρωθυπουργό και μία κυβέρνηση που ομνύουν διαρκώς στην έννοια του φιλελευθερισμού, θα περιμέναμε περισσότερες αναφορές σχετικά με το πως αντιμετωπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα από ένα ημι-αυταρχικό καθεστώς[7]. Σχετικά με την ύπαρξη μορφών λογοκρισίας και μη υιοθέτησης των στοιχειωδών Δημοκρατικών-φιλελεύθερων αξιών και προτύπων.
[1] Αυτό που συνήθως παραβλέπουν αρκετοί, αναλυτές και πολιτικοί, είναι πως με την Αίγυπτο δεν προκύπτει κατ’ ουσίαν ουδεμία διμερής διαφορά, εξέλιξη η οποία προσδίδει μία ιδιαίτερη δυναμική στις Ελληνο-Αιγυπτιακές σχέσεις. Αυτό που εξέλιπε, ήσαν μία κυβέρνηση η οποία θα δώσει έμφαση στην εμβάθυνση της ελληνο-αιγυπτιακής συνεργασίας σε μία σειρά από τομείς, με την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, βοηθούσης και της συγκυρίας, να είναι αυτό που το επιχείρησε από το 2019 ακόμη. Βέβαια, δεν γίνεται να ξεχνάμε, θεωρητικώ τω τρόπω, και τις διπλωματικές προσπάθειες των προηγούμενων κυβερνήσεων και ειδικά αυτής του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος υπό τον Γιώργο Παπανδρέου το 2009-2011, που όμως δεν προχώρησε όσο θα έπρεπε και θα μπορούσε, δεδομένων των διπλωματικών ικανοτήτων του επικεφαλής της, διότι προσέκρουσε σε έναν πολύ σημαντικό ‘σκόπελο’: Στην εκδήλωση της περιώνυμης ‘Αραβικής άνοιξης,’ με τις κοινωνικοπολιτικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στην Αίγυπτο (ας θυμηθούμε την πλατεία Ταχρίρ), να καθίστανται αρκούντως μαζικές. Ο αντίκτυπος τους στο πολιτικό σύστημα της χώρας και στο καλά εδραιωμένο ημι-αυταρχικό καθεστώς του προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ, δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις προσπάθειες της τότε ελληνικής κυβέρνησης να προσεγγίσει το Αιγυπτιακό καθεστώς με τον τρόπο που το πράττει τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, στο εγκάρσιο σημείο όπου την στιγμή που προσπαθούσε να αποκτήσει διαύλους επικοινωνίας με το καθεστώς, ήρθε αντιμέτωπη με ένα πρόσκαιρο ‘κενό εξουσίας’ που προκλήθηκε λόγω της παραίτησης Μουμπάρακ και της φυγής του στο εξωτερικό. Είναι εσφαλμένο να επιχειρούμε να συνδέσουμε αυτή την Ελληνο-Αιγυπτιακή προσέγγιση με την αντίστοιχη προσέγγιση με το Ισραήλ το 2009-2010, η οποία υπήρξε πολύ περισσότερο οργανωμένη και συγκροτημένη, δεν επηρεάστηκε από εξωγενείς παράγοντες, και απέφερε συγκεκριμένα και πολύ θετικά αποτελέσματα.
[2] Βλέπε σχετικά, Φωτάκη, Αλεξάνδρα, ‘Οι ενεργειακοί σχεδιασμοί Αθήνας και Καϊρου,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 04/08/2023, σελ. 14. Οι διμερείς σχέσεις της Ελλάδας και της Αιγύπτου, μπορεί να μην ετεροπροσδιορίζονται ακριβώς, όπως τονίζει ο πρωθυπουργός, όμως δεν παύουν να ‘συναντούν’ τα συμφέροντα ασφαλείας της Τουρκίας στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, κάτι που έχει ως συνέπεια την συγκρότηση ενός άτυπου άξονα μεταξύ Ελλάδας, Αιγύπτου και Τουρκίας, εκεί όπου οι ενέργειες του ενός ή των δύο μερών στη συγκεκριμένη θαλάσσια ζώνη (ως προς την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και Υφαλοκρηπίδας), μπορούν να επηρεάσουν την στρατηγική και τις κινήσεις του τρίτου μέρους, που είναι η Τουρκία. Και ως προς αυτό, χαρακτηριστικό παράδειγμα από την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου δεν υπάρχει. Η τμηματική οριοθέτηση στην οποία (πολύ ορθώς) συμφώνησαν οι δύο χώρες το 2020, μετά από διαπραγματεύσεις, διαμόρφωσε ‘χώρο’ και δη θαλάσσιο χώρο, αλλά και τις προϋποθέσεις ώστε να προκύψει μία μελλοντική συμφωνία οριοθέτησης μεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα ισχυρισθούμε πως ένας εκ των θεμέλιων λίθων της πρόσφατης Τουρκο-Αιγυπτιακής προσέγγισης, ήσαν ακριβώς το ‘πνεύμα’ της συμφωνίας οριοθέτησης που υπέγραψαν η Ελλάδα με την Τουρκία, που έγινε με τέτοιον τρόπο, ώστε και να μην θιγούν τα Τουρκικά συμφέροντα, και μην αισθανθεί ‘απομονωμένη’ και ‘αποκλεισμένη’ η Τουρκία. Σε ένα σύνθετο και ευρύτερο πλαίσιο περιφερειακών αλληλεπιδράσεων όπου απαιτούνται ενίοτε κινήσεις «υψηλής στρατηγικής», σύμφωνα με την διατύπωση του Φακιολά, η έκφραση οι ‘σχέσεις μας δεν ετεροπροσδιορίζονται’ προσλαμβάνει σχετική αξία και όχι απόλυτη. Βλέπε και, Φακιολάς, Ευστάθιος., ‘Ασφάλεια, στρατηγική και διαλεκτικός ρεαλισμός: οντολογικά και επιστημονολογικά ζητήματα στη συγκρότηση μιας διαφορετικής προσέγγισης της διεθνούς πολιτικής,’ Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, Volume 100, 1999, Διαθέσιμο στο: 7335-193-13014-1-10-20150612.pdf Για μία περιεκτική και μία μη στενής οπτικής ανάλυση της συμφωνίας οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, βλέπε και, Μαγκριώτης, Γιάννης., ‘Τι σημαίνει ισορροπημένη και μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ Ελλάδας-Αίγυπτου;’, Ιστοσελίδα ‘Μεταρρύθμιση,’ 10/08/2020, Τι σημαίνει ισορροπημένη και μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ Ελλάδας-Αίγυπτου; | Μεταρρύθμιση (metarithmisi.gr)
[3] Βλέπε και, Τσιριγώτης, Διονύσιος., ‘Η αντανακλαστική διπλωματία,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα…ό.π., σελ. 14.
[4] Ένα σημείο απόκλισης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου είναι η στάση που έχουν υιοθετήσει απέναντι στην απρόκλητη Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία. Η Ελλάδα, πολύ σωστά, έχει ταχθεί αναφανδόν υπέρ της Ουκρανίας, δίχως αστερίσκους και υπεκφυγές, συμμετέχοντας στην Δυτική συμμαχία που υποστηρίζει ποικιλοτρόπως την Ουκρανία (ακόμη ηχεί στα αυτιά μας η ιστορική φράση του πρωθυπουργού η ‘Ελλάδα βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας’) ενώ η Αίγυπτος εμφανίζεται πιο αποστασιοποιημένη, αποφεύγοντας να καταδικάσει την Ρωσική εισβολή ανοιχτά και ρίχνοντας ‘κλεφτές ματιές’ προς το αυταρχικό, Πουτινικό καθεστώς αλά Τουρκία.
[5] Βλέπε σχετικά, Myron, Weiner., ‘Stability, and International Migration,’ International Security, Volume 17, No. 3, 1992-1993. Και, Κολοβός, Αλέξανδρος., ‘Κρίση στον Έβρο: Η Ολιστική Προσέγγιση και οι Προκλήσεις για Ολοκληρωμένη Δράση,’ Κείμενο Εργασίας, Ιούνιος 2020, σελ. 9, Διαθέσιμο στο: Το Ισοζύγιο Στρατιωτικής Ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Απειλή των S-400 και Πρόταση Αντιμετώπισης (ikaros.net.gr) Η προσέγγιση μεταξύ Αιγύπτου και Κυπριακής Δημοκρατίας (η Αίγυπτος δεν έχει ουσιαστικές δυνατότητες διπλωματικής παρέμβασης ως προς την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος), προηγήθηκε αυτής μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, καλλιεργώντας το έδαφος ώστε αυτή η δεύτερη προσέγγιση να αποκτήσει πολύ νωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο και χαρακτηριστικά (εστίαση στην περιφερειακή-γεω-πολιτική σταθερότητα). Δίχως τις πρωτοβουλίες της Κυπριακής Δημοκρατίας, σήμερα το πιθανότερο θα ήταν πως οι σχέσεις Ελλάδας-Αιγύπτου θα ήταν σχέσεις μεταξύ δύο γειτόνων, και όχι εταίρων, φίλων (στο στάδιο αυτό ήμασταν την περίοδο 2012-2019), και συμμάχων. Στενών συμμάχων.
[6] Λαμβάνοντας υπόψιν, θεωρητικά, την τυπολογική προσέγγιση του Margolis, θα επισημάνουμε πως η μετανάστευση Αιγύπτιων προς την Ελλάδα, θα είναι μετανάστευση «χωρίς πρόθεση μόνιμης εγκατάστασης» (ήδη διαβούν χιλιάδες Αιγύπτιοι στην Ελλάδα), στη χώρα. Μετά το πέρας της περιόδου των εργασιών, το πιθανότερο είναι να επιστρέψουν πίσω στη χώρα τους, εκτός και αν επιλέξουν να ‘ενωθούν’ με Αιγύπτιους που διαμένουν ήδη στην Ελλάδα. Αυτό όμως κατά κύριο λόγο αφορά Αιγύπτιους μετανάστες που έχουν συγγενείς και φίλους στην Ελλάδα. Βλέπε σχετικά, Margolis, M., ‘Transnationalism and popular culture: The case of Brazilian immigrants in the United States,’ Journal of Popular Culture, 29, 1995, σελ. 29-41. Το κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης που έχει διαμορφωθεί μεταξύ των δύο χωρών, διευκολύνει μία τέτοια εξέλιξη.
[7] Το καθεστώς του Αιγύπτιου προέδρου δεν είναι λιγότερο αυταρχικό από αυτό του Τούρκου προέδρου Ερντογάν. Ότι γράψαμε παραπάνω, δεν σημαίνει πως είμαστε ενάντιοι στην ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι είναι το ίδιο ισχυρογνώμων με τον πρώην πρόεδρο της χώρας, Χόσνι Μουμπάρακ. Επ’ ουδενί ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι ισχυρογνώμων.