Δεν ξέρω αν πάμε καλύτερα ή χειρότερα. Και δεν σκέφτομαι μόνο τις εξελίξεις στην Ιταλία και στη Γαλλία. Πιο πολύ σκέφτομαι εμάς εδώ. Και εδώ δεν μ’ απασχολεί μόνο το πολιτικό πεδίο –που είναι σοβαρά προβληματικό. Μ’ απασχολεί ιδιαίτερα τι τρέχει με μας, τους πολίτες. Και κάτι με σφίγγει στο λαιμό.
Πολλά έχουμε ζήσει τα τελευταία χρόνια στην κοινωνία μας, που δεν τα έχουμε ακόμα μελετήσει σε βάθος. Θα σταθώ στο τελευταίο «επεισόδιο», στις αντιδράσεις πολλών στην υπόθεση Λιγνάδη. Γιατί νομίζω ότι προσφέρεται για σκέψη και για προβληματισμό. Δεν θα σχολιάσω τη δικαστική απόφαση για την ενοχή του και για την αναστολή της έκτισης της ποινής μέχρι την έφεση. Δεν νιώθω ότι έχω τη δυνατότητα να έχω μια υπεύθυνη άποψη. Δεν γνωρίζω τη δικογραφία, δεν παρακολούθησα την ακροαματική διαδικασία, δεν γνωρίζω το σκεπτικό της απόφασης ούτε το σκεπτικό της πρότασης που μειοψήφησε. Το πιο σημαντικό μαζί με τα προηγούμενα είναι ότι δεν διαθέτω τις απαιτούμενες νομικές γνώσεις για να αξιολογήσω τις δικαστικές αποφάσεις. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για την υπόθεση Λιγνάδη. Ισχύει για κάθε δικαστική υπόθεση που πήρε δημοσιότητα.
Το ίδιο βέβαια ισχύει και για όλους του πολίτες που είναι εκτός του πεδίου της δίκης. Κι όμως πολλοί, πάρα πολλοί, είχαν και διατύπωσαν άποψη, οι περισσότεροι αρνητική, για τη δικαστική απόφαση. Πού βασίστηκε η άποψή τους; Όχι στα δεδομένα που ανέφερα ότι μου έλειπαν, όπως έλειπαν και σ’ αυτούς (δικογραφία, κλπ), αλλά σε μια γενική αντίληψη για την υπόθεση. Είχαν ήδη σχηματίσει άποψη πριν γίνει η δίκη. Η δημοσιότητα που είχε δοθεί, τα στοιχεία που παρουσίασε η δημοσιογραφική έρευνα, οι καταγγελίες για τις ενδεχόμενες σχέσεις με την πολιτική εξουσία, είχαν δημιουργήσει ένα κάδρο. Κι αυτό οδηγούσε στο συμπέρασμα: ένοχος. Η συμπόρευση επίσης του Λιγνάδη με τον δικηγόρο Κούγια επιδείνωνε το χρώμα και το κλίμα εις βάρος του. Όμως οι δημοσιογραφικές συνεντεύξεις και τα ρεπορτάζ, η συμπάθεια ή η αντιπάθεια στο πρόσωπο του κατηγορούμενου και του δικηγόρου του δεν αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία της ενοχής και του αποκλεισμού του από το δικαίωμα της αναστολής. Όσο απλό ακούγεται, άλλο τόσο απλά παρακάμφθηκε από όλους εκείνους που τον καταδίκασαν. Δεν χρειάστηκαν τη δικαστική διαδικασία. Την ήθελαν μόνο για να ενισχύσει την ετυμηγορία που είχαν ήδη βγάλει.
Και το πιο επικίνδυνο από τα λεγόμενα και γραφόμενα των περισσότερων στα κοινωνικά δίκτυα και στις διάφορες ιστοσελίδες: δεν είχαν καμία αμφιβολία για την ετυμηγορία τους. Κανένα ερωτηματικό. Αντίθετα διατύπωναν και διατυπώνουν την ετυμηγορία τους με σιγουριά, με πάθος, συχνά στα όρια του φανατισμού.
Προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει στο μυαλό αυτών των ανθρώπων. Για την ώρα δεν ασχολούμαι με την διαχείριση από τα πολιτικά κόμματα. Μ’ ενδιαφέρει περισσότερο πώς σκέφτονται και νιώθουν οι άνθρωποι που λειτούργησαν και λειτουργούν με τον τρόπο που περιέγραψα.
Το τεκμήριο της αθωότητας και η αμφιβολία για την ενοχή
Σε κάποια από τις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου (εξατάξιου τότε), ένας καθηγητής στη συζήτηση μέσα στην τάξη μας είχε πει ότι στον πολιτισμό μας καταχτήσαμε μια αρχή: «καλύτερα να αθωωθούν 100 ένοχοι παρά να καταδικαστεί ένας αθώος». Η φράση αυτή με συγκλόνισε τότε και δεν έπαψε να με συγκλονίζει σε όλη μου τη ζωή. Δεν είχε σημασία ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. Αν ήταν ηθικό μέλος της κοινωνίας ή κακοποιός. Σημασία είχε αν ήταν ένοχος ή αθώος γι’ αυτό που τον κατηγορούσαν. Λίγα χρόνια πριν από τότε, η κοινωνία της Θεσσαλονίκης αλλά και όλης της Ελλάδας ζούσε στον τρόμο του «δράκου του Σέιχ-Σου». Συνέλαβαν τον Παγκρατίδη και τον πήγαν στο δικαστήριο. Ο Παγκρατίδης ποτέ δεν αποδέχτηκε την κατηγορία, παρ’ όλα τα βασανιστήρια που εκείνα τα χρόνια ήταν φριχτά ιδίως στους ποινικούς. Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο και τον καταδίκασε σε θάνατο. Τη στιγμή της εκτέλεσης φώναξε «μάνα μου είμαι αθώος». Πολλά τα ερωτηματικά για την ενοχή του ήδη από τότε, ερωτηματικά που ποτέ, όσο ξέρω, δεν απαντήθηκαν. Κι αν ήταν αθώος;
Αυτά ήταν η αφετηρία στην πορεία της ζωής μου για τη νοηματοδότηση της αρχής του «τεκμηρίου της αθωότητας» μέχρι την τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Δεν είναι κάποιο τυπικό δευτερεύον στοιχείο. Είναι η ζωή και η υπόσταση ενός ανθρώπου που ίσως δεν είναι ένοχος. Κι αυτό το «ίσως» οφείλουμε να το διερευνήσουμε εξονυχιστικά. Να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία. Ο ίδιος ο νόμος προβλέπει ότι σε περίπτωση αμφιβολίας ο κατηγορούμενος αθωώνεται. Είναι κι αυτό μια συγγενής έκφραση του τεκμηρίου της αθωότητας. Πόσο άραγε μας νοιάζει, μας συγκινεί αυτή η αρχή; Και ξαναλέω. Ό,τι κι αν είναι ο κατηγορούμενος.
Αντιλαμβάνομαι το ερώτημα του αναγνώστη που λέει «Και τα θύματα; Γι’ αυτά γιατί δεν μας μιλάς; Δεν φαίνεται να συγκινείσαι. Αυτά δεν έχουν ανάγκη δικαίωσης;» Κι όμως η ίδια η δίκη είναι η διαδικασία που θα δικαιώσει τα θύματα. Η δικαίωση στο δικονομικό επίπεδο θα έρθει με μια δίκαιη δικαστική κρίση. Γι’ αυτό άλλωστε και η διαδικασία προβλέπει τη δυνατότητά τους να συμμετέχουν ως πολιτικώς ενάγοντες στην ακροαματική διαδικασία. Το δικαστήριο οφείλει να επικεντρωθεί στον κατηγορούμενο και να απαντήσει με την απαιτούμενη τεκμηρίωση στο αν είναι ένοχος ή αθώος. Αυτό είναι το κρίσιμο θέμα. Κι αυτό δεν περιέχει συναισθηματική φόρτιση για τον κατηγορούμενο. Αν ο αναγνώστης αντιλήφθηκε ότι το κείμενο στέκεται με θετικό συναισθηματικά τρόπο στον κατηγορούμενο κάνει λάθος. Η φόρτιση υπάρχει αλλά αφορά στην ανάγκη για ασφαλή και τεκμηριωμένη απάντηση στο ερώτημα της ενοχής ή της αθωότητάς του. Κι αυτό όπως είπα, ισχύει ανεξάρτητα από το τι είναι και ποιος είναι ο κατηγορούμενος. Η στάση μου είναι ίδια για όλους. Αντιπαρατέθηκα στο σύνθημα που κυκλοφορούσε πριν και κατά τη διάρκεια της δίκης της «Χρυσής Αυγής» «Δεν είναι αθώοι, οι ναζί στη φυλακή» λέγοντας ότι αυτό θα το κρίνει το δικαστήριο και όχι τα πανό και οι διαδηλώσεις. Κι αυτό, όπως είχα αναφέρει, δίχως καμία υπόνοια συμπάθειας στην «Χρυσή Αυγή». Ο κατηγορούμενος από τη στιγμή που κάθεται στο εδώλιο παύει να μου προκαλεί συναισθηματική φόρτιση, θετική ή αρνητική. Είναι στα μάτια μου ένας απογυμνωμένος, αποδυναμωμένος άνθρωπος στο έλεος της εξουσίας του δικαστηρίου. Έτσι ένιωθα για τον Λιγνάδη, για τον Κασιδιάρη και την παρέα του, για τον Κουφοντίνα και την παρέα του και για όλους τους κατηγορούμενους, όσο ειδεχθή εγκλήματα κι αν τους βάρυναν στο κατηγορητήριο. Ένας αποδυναμωμένος ανίσχυρος άνθρωπος που από την κρίση του δικαστηρίου θα εξαρτηθεί το αύριο της ζωής του. Δεν μισώ τον κατηγορούμενο. Απεχθάνομαι τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται. Γι’ αυτό και οφείλουμε μια δίκαια κρίση.
Υπάρχει εγγύηση για δίκαιη κρίση;
Και είμαστε σίγουροι πως το δικαστήριο θα οδηγηθεί σε δίκαια κρίση; Όχι. Το δικαστήριο αποτελείται από ανθρώπους. Εισαγγελείς και δικαστές είναι ειδικοί επαγγελματίες που έχουν ο καθένας τους την προσωπικότητά του, την όποια νομική κατάρτιση, την όποια ικανότητα ανάλυσης και επεξεργασίας των δεδομένων της υπόθεσης, τις δικές του ψυχικές φορτίσεις, τις δικές του κοινωνικές και πολιτικές αντιλήψεις. Μπορεί να δικάζουν με τους ίδιους νόμους αλλά και οι νόμοι επιδέχονται ερμηνεία και χειρισμό. Και είναι σύνηθες να βγαίνουν για παρόμοιες υποθέσεις αντικρουόμενες αποφάσεις. Αυτό το αναγνωρίζει και το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο, γι’ αυτό και δίνει τη δυνατότητα δεύτερης και τρίτης κρίσης από άλλα δικαστήρια και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και από το ευρωπαϊκό δικαστήριο. Όπως επίσης αναγνωρίζει την ελευθερία στην κριτική των δικαστικών αποφάσεων από τον οποιονδήποτε εκτός από τις άλλες δύο θεσμικές εξουσίες, γιατί τότε υπάρχει ο κίνδυνος της καταπάτησης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.
Δεν είμαστε σίγουροι για τη δίκαια κρίση. Ξέρουμε όμως ότι, επειδή όλα όσα ανέφερα πιο πριν για τα κριτήρια μιας δίκαιας κρίσης είναι ενταγμένα στο δικό μας θεσμικό και νομικό πλαίσιο, όπως και στο ευρωπαϊκό, μπορεί κανείς να τα παλέψει και να τα διεκδικήσει. Μπορεί να επιχειρηματολογήσει, να υπερασπιστεί το δίκαιο του κατηγορουμένου ή του ενάγοντος, ανάλογα ποια πλευρά εκπροσωπεί. Και να επιδιώξει να φτάσει σε μια δίκαια κρίση. Κι αυτό δεν είναι υπόθεση εργασίας. Το έχουμε ζήσει πολλές φορές στη διάρκεια της μεταπολίτευσης.
Ο πολίτης ως «λαϊκός δικαστής»
Η άλλη στάση είναι αυτή που ζούμε από πολλούς συμπολίτες. Η δίκη στη συνείδησή τους έχει γίνει πριν γίνει στη δικαστική αίθουσα. Και η κρίση έχει διαμορφωθεί δίχως την εξαντλητική επεξεργασία των δεδομένων της περίπτωσης. Το κλίμα που δημιούργησε η δημοσιογραφική και πολιτική δραστηριότητα, η επιλεκτική χρήση στοιχείων δίχως τον έλεγχο της εγκυρότητάς τους θεωρούνται αρκετά και ικανά για να βγει η «λαϊκή» ετυμηγορία. Ακούγοντας και διαβάζοντας αυτές τις απόψεις μπορεί να αναγνωρίσει κανείς κοινωνικά στερεότυπα που λειτουργούν ως φίλτρα γι’ αυτή την ετυμηγορία. Ένα τέτοιο φίλτρο είναι η κοινωνική θέση του κατηγορουμένου. Η ενδεχόμενη σχέση του με την οικονομική και πολιτική ελίτ ή εξουσία είναι σχεδόν πάντα ένας επιβαρυντικός παράγοντας. «Πέφτει στα μαλακά αφού είναι ένας από αυτούς». Αυτό δεν έπεσε από τον ουρανό. Πατά πάνω σε εμπειρίες του παρελθόντος. Στην περίπτωση της καταγγελίας για βιασμό την Πρωτοχρονιά στη Θεσσαλονίκη, κανείς δεν διάβασε την πολυσέλιδη εισήγηση της εισαγγελέως για την απαλλαγή του κατηγορουμένου. Δεν χρειαζόταν. Το ότι ήταν άνδρας και γόνος εύπορης οικογένειας ήταν αρκετό για να τον καταδικάσει στη συνείδηση πολλών. Αυτά τα στερεότυπα συνδυάζονται με μια βαθιά έλλειψη εμπιστοσύνης στο θεσμό της δικαιοσύνης. Κι αυτή η αντίληψη δεν είναι αυθαίρετη. Έχει ρίζες σ’ ένα γκρίζο παρελθόν, όχι και πολύ μακρινό, που η ανεξαρτησία του θεσμού ήταν περισσότερο σχήμα λόγου παρά πραγματικότητα. Είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι ανάλογα με την περίπτωση ενεργοποιούνται επιπλέον και άλλα στερεότυπα. Εδώ αναφερθήκαμε ενδεικτικά σε δύο που εμφανίζονται πολύ συχνά.
Σ’ αυτά τα στερεότυπα, τα φίλτρα που οδηγούν τη σκέψη και το συναίσθημα του πολίτη, θα πρέπει να προσθέσουμε και σοβαρές αδυναμίες στον ίδιο τον τρόπο σκέψης. Επιλεκτική χρήση δεδομένων, μη έλεγχος της αλήθειας και της εγκυρότητας των στοιχείων που χρησιμοποιούνται, εύκολες και γρήγορες γενικεύσεις που ταιριάζουν στα στερεότυπα που ήδη διαθέτουμε, είναι μερικά από τα στοιχεία ενός τρόπου σκέψης που μπορεί να εγγυηθεί τη λανθασμένη κατάληξη μιας επεξεργασίας, το λανθασμένο συμπέρασμα. Είναι εντυπωσιακό, πώς, άνθρωποι που στην επιστημονική ή επαγγελματική τους δραστηριότητα εκδηλώνουν μεθοδικότητα, αναλυτική επεξεργασία, αυστηρό έλεγχο της ποιότητας των δεδομένων του προβλήματος που αντιμετωπίζουν, εγκαταλείπουν αυτή τη συμπεριφορά όταν αλλάζουν «δωμάτιο» και μπαίνουν σ’ αυτό των κοινωνικών και πολιτικών θεμάτων.
Αυτά τα χαρακτηριστικά της στάσης και της σκέψης των πολιτών τα συναντούμε οριζόντια σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, σε όλες τις ηλικίες, σε όλους τους πολιτικούς χώρους. Και είναι αξιοποιήσιμα από όποιους επιδιώκουν πολιτικά ή κοινωνικά οφέλη. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι η γενεσιουργός αιτία του λαϊκισμού και όχι η πολιτική ορισμένων κομμάτων ή πολιτικών στελεχών. Γιατί οι πολίτες δεν είναι μαριονέτες που τους κινούν κατά βούληση κάποιοι ηγέτες. Με βάση τα πιστεύω και την αντίληψη που έχουν για τα συμφέροντά τους, με βάση τη γενικότερη κουλτούρα και παράδοση που κουβαλούν μέσα τους, με βάση το πώς σκέφτονται, επιλέγουν να ακολουθούν διστακτικά ή πειθήνια κάποιο κόμμα ή ηγέτη. Τα κόμματα (όσα και όποια από αυτά) εκμεταλλεύονται τις συνήθειες, την κουλτούρα, την ποιότητα σκέψης των πολιτών, ενισχύουν ό,τι αρνητικό υπάρχει σ’ αυτούς για να αποκομίσουν κομματικά και πολιτικά οφέλη. Είναι μια άθλια και καταστροφική συμπεριφορά αλλά δεν είναι η γενεσιουργός αιτία του λαϊκισμού. Σωστά πολλοί αναλυτές και αρθρογράφοι καταγγέλλουν τη λαϊκίστικη συμπεριφορά κομμάτων –ιδίως στις μέρες μας του ΣΥΡΙΖΑ- αλλά είναι λάθος να μη βλέπουμε την πηγή του προβλήματος στην ίδια την κοινωνία, στους ίδιους τους πολίτες. Με μια ουσιώδη διαφορά. Την κοινωνία δεν την καταγγέλλεις. Ανεβάζεις τα μανίκια και μπαίνεις μέσα να δουλέψεις.
Από τον «λαϊκό δικαστή» στον δήμιο
Είναι λάθος και επικίνδυνο έλλειμμα η μονομερής επικέντρωση στα κόμματα. Και το έλλειμμα δεν βρίσκεται μόνο στο γεγονός ότι δεν αντιμετωπίζουμε τα αρνητικά στοιχεία μιας κουλτούρας και ενός τρόπου σκέψης. Είναι επίσης και το γεγονός ότι από αυτή την κουλτούρα απουσιάζουν ουσιώδη στοιχεία ενός πολιτισμού (και όχι μόνο νομικού) που με πολύ κόπο, αίμα και πόνο χτίζονται τους τελευταίους αιώνες στις δυτικές κοινωνίες. Ενός πολιτισμού που έχει στο κέντρο του τον σεβασμό και την αξία της ανθρώπινης ζωής σε όλες της τις εκφάνσεις. Ας σκεφτούμε πού μπορεί να οδηγήσει η κουλτούρα του «λαϊκού δικαστηρίου» και του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» που περιέχει όλα αυτά τα κοινωνικά στερεότυπα στα οποία παραδειγματικά αναφέρθηκα. Τι θα συνέβαινε άραγε αν ανάμεσα στους θεατές της θεατρικής παράστασης που σηκώθηκε το πανό και διαβάστηκε καταχειροκροτούμενη η ανακοίνωση του ΣΕΗ, ήταν ο Λιγνάδης και τον αναγνώριζε το πλήθος; Θα είχε αποφύγει το λιντσάρισμα; Γνωρίζουμε άραγε τι ποσοστό του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» είναι με τον Ζακ και τι με τους δολοφόνους του; Να έχουμε υπόψη μας επίσης ότι ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, περίπου το 50%, σε πρόσφατη σχετικά έρευνα της ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ, τάχθηκε υπέρ της θανατικής ποινής για ειδεχθή εγκλήματα. Πόσο απέχει δηλαδή ο ρόλος του «λαϊκού» δικαστή με τον τρόπο που τον ζούμε από το ρόλο του δημίου; Και το ερώτημα δεν είναι στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Να μη ξεχνάμε την περίπτωση της Ελένης Παπαδάκη. Να μη ξεχνάμε το αριστούργημα του Άρη Αλεξάνδρου «Το κιβώτιο». Να μη ξεχνάμε την ιστορική φράση του Κούντερα για τα κομμουνιστικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης: «ξεκίνησαν επαναστάτες και κατέληξαν εγκληματίες».