Η ώρα της υποχρέωσης για δημόσια συζήτηση και όχι "κλείσιμο ματιού" σε ειδικά ακροατήρια, για λόγους εκλογικής πελατείας.
“…Τα υπερπλεονάσματα στραγγίζουν την οικονομία…” έλεγε το 2018 ο σημερινός πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης και είχε δίκιο, καθώς η λύση είναι: οι επενδύσεις και η δημιουργία ισχυρής παραγωγικής βάσης με ενδυνάμωση κοινωνικού του κράτους.
“… ο κος Τσίπρας διέλυσε φορολογικά την μεσαία τάξη για να δημιουργήσει μεγαλύτερα πλεονάσματα από αυτά που χρειάζονται, ώστε να έχει την δυνατότητα να μοιράζει επιδόματα σ' αυτούς που θεωρεί εκλογική πελατεία. Είναι μια ταξική πολιτική ισοπέδωσης προς τα κάτω…” είχε αντιστοίχως τουιτάρει στις 3 Απριλίου του 2018 για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Ήταν τότε που η κριτική της Νέας Δημοκρατίας και το επικοινωνιακό της cluster, εστίαζε στη φορολογική “αφαίμαξη” της κοινωνίας, με ειδική αναφορά στην ανάγκη στήριξης της μεσαίας τάξης και στη προοπτική στοχευμένων δράσεων ενίσχυσης της παραγωγής…
Αυτά τότε…
Ενδιαμέσως ξεχάσαμε την πολυδιαφημισμένη "έκθεση Πισσαρίδη" και την σχετική "Eπιτροπή", εκ προσωπικοτήτων, παρακολούθησης της πορείας υλοποίησης των στόχων…
Προφανώς και δεν βρέθηκε ξαφνικά κάποιο «λεφτόδεντρο», που οι φιλοκυβερνητικοί κήνσορες ξέχασαν να χρησιμοποιούν, ως αναφορά εντυπωσιασμού, τελευταία…
Το Πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης για το 2024 καταγράφηκε στο 4,8% του ΑΕΠ. Αυτό ήταν η ανακοίνωση.
Πρέπει να είναι το υψηλότερο ποσοστό πλεονάσματος, σε σχέση με το ΑΕΠ που είχαμε τα τελευταία 45 – 50 χρόνια.
Είναι κατάκτηση της οικονομίας μας και κυβερνητική επιτυχία ή ανεπάρκεια υλοποίησης του κρατικού προϋπολογισμού;
Εάν και εφόσον αυτά τα πλεονάσματα δημιουργήθηκαν από την μείωση της φοροδιαφυγής ( λειτουργία ελεγκτικών μηχανισμών, POS κλπ.) , κατάσταση με μακροπρόθεσμη ισχύ, είναι καλοδεχούμενα και προφανώς αποτελούν επιτυχία.
Αν όμως στη πλειονότητά τους αποτελούν έσοδα από υπερφορολογήσεις, τότε θα πρέπει να επιστραφούν εκεί που εντοπίζεται υπερφορολόγηση ή, σε κάθε περίπτωση, να ανοίξει μια δημόσια συζήτηση για την επιλογή και την καλύτερη δυνατή στόχευση της διοχέτευσή τους, για τα καλύτερα δυνατά, εθνικά μετρήσιμα, όμως, αποτελέσματα.
Η υπερφορολόγηση, όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε, έχει ημερομηνία λήξης και πολύ δε περισσότερο η "στρέβλωση" της σχέσης μεταξύ "άμεσων και έμμεσων" φόρων στη χώρα μας, όπου εμφανώς μας κρίνει ως ακραία αρνητική περίπτωση στη μελέτη του ο ΟΟΣΑ.
Για εκείνο που δύσκολα μπορεί κάποιος να διαφωνήσει είναι η επιλογή των 500 εκ. στο ΠΔΕ. Η ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), με αυτά τα κεφάλαια, για να ξεπαγώσουν δεκάδες μικρά και μεσαία έργα ανά την επικράτεια, που έχουν σταματήσει και δημιουργούν μεγάλα προβλήματα σε τοπικές κοινωνίες και μικρούς εργολάβους, φαίνεται ως μια σημαντική επιλογή, μιας και δυστυχώς, εδώ και κάμπους μήνες τα κρατικά ταμεία έχουν ξεμείνει από ρευστότητα κι έχουν πάψει να πληρώνουν...
Σε αντίστοιχους στόχους θα έπρεπε να διοχετεύεται το μεγαλύτερο μέρος των όποιων πλεονασμάτων, με σχέδιο όμως που να συζητείται στις σχετικές επιτροπές της Βουλής ώστε να υπάρχει δημόσια τεκμηρίωση των επιλογών και γιατί όχι, πολιτική συναίνεση, ώστε να διοχετεύονται οι πόροι σε ανάγκες που κρίνονται, όσο είναι δυνατόν, ως κοινές και ενδιαφέρουν όλους…
Δεν μπορεί δηλαδή να μένει η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους εκτός επιλογών. Στη δεύτερη χειρότερη θέση, μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε., πίσω μόνον από την Εσθονία, κατατάσσεται η Ελλάδα με κριτήριο τις μη καλυπτόμενες ανάγκες Υγείας, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο Ν. Πολύζος, καθηγητής του Δημοκρίτειου Παν/μιου. Η δημόσια δαπάνη για την Υγεία, βρίσκεται στο 5,9% του ΑΕΠ, πολύ κάτω από το 8,8 του μέσου όρου των 27. Για δε τις δαπάνες Παιδείας έχουμε αναλυτικά, πρόσφατα, καταγράψει το έλλειμα. Η συζήτηση λοιπόν για την ταχύτερη βελτίωση των υπηρεσιών του κράτους και της καθημερινότητας στις πόλεις, η ανάγκη για περισσότερες τεχνικές και κοινωνικές υποδομές, η φροντίδα για την ασφάλεια μας είναι θέματα δημόσιου διαλόγου και πολιτικής αντιπαράθεσης ουσίας, για τις επιλογές και τις προτεραιότητες της χώρας.
Αν προσθέσουμε και την ανάγκη ένα μέρος από το πλεόνασμα αυτό να μεριμνήσουμε να διοχετευθεί στοχευμένα για την ενίσχυση του παραγωγικού τομέα και της απασχόλησης στη χώρα, μαζί με μέριμνα για την περαιτέρω μείωση του εξωτερικού χρέους της χώρας, κανείς υπεύθυνος πολιτικά δεν μπορεί να παραγνωρίσει την προστιθέμενη αξία ενός τέτοιου σχετικού δημόσιου διαλόγου.
Αντί αυτού η κυβέρνηση επέλεξε να διαχειριστεί το πλεόνασμα αυτό με "ιδιοκτησιακή" αντίληψη και να προκρίνει επιλογές που είναι δύσκολο κανείς να τις εξηγήσει με βάση τις δηλώσεις τους στο πρόσφατο παρελθόν, παρά μόνο εαν θεωρήσουμε ότι διερχόμαστε φάση κυβερνητικού λαϊκισμού.
Αγνόησε την πάγια υποχρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους και επέλεξε αντ' αυτού επιλογές “ελεημοσύνης” και “χαρτζιλικώματος”.
Πράγματι είναι πολλές οι μελέτες που καταγράφουν, ήδη, ότι το πλεόνασμα αυτό προήλθε κυρίως από την υπερφορολόγηση. Η φορολόγηση που καταντάει υπερφορολόγηση, μέσω της διατήρησης των ίδιων φορολογικών συντελεστών στις αυξημένες από τον πληθωρισμό τιμές, τα νέα τεκμήρια κερδοφορίας κοκ.
Το πλεόνασμα αυτό δημιουργήθηκε, εκτός από την αύξηση των εσόδων από αυτούς που πάντοτε δήλωναν το εισόδημα τους και από τον πληθωρισμό, που οδήγησε σε μεγαλύτερο ονομαστικό εισόδημα για πολλούς, που σημαίνει υψηλότερο φορολογικό συντελεστή, ενώ η πραγματική αγοραστική τους, λόγω πληθωρισμού, μειώθηκε.
Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να προβεί σε κάποια μείωση φόρων της συγκεκριμένης κατηγορίας μισθωτών ή να ενισχύσει το κοινωνικό κράτος και τις επενδυτικές δραστηριότητες χορηγώντας αναπτυξιακά κίνητρα, επιλέγει να μοιράσει το χρήμα σε μορφή επιδομάτων.
Η κυβέρνηση επιλέγει, αντί διαλόγου στη Βουλή, μέτρα πρόσκαιρης αντιμετώπισης της φτώχειας σε κατηγορίες πολιτών με επιδοματικού χαρακτήρα επιλογές, χωρίς όμως να αντιμετωπίζει και την γενεσιουργό αιτία των προβλημάτων αυτών.
Τα 250 ευρώ είναι σημαντικά για τα φτωχά νοικοκυριά, παρότι πόρρω απέχουν από το να τα ανακουφίσουν. Είναι ένα μέτρο που δεν διαφέρει από την επιδοματική πολιτική που κατήγγειλε η ΝΔ, ως αντιπολίτευση. Θυμίζουμε ότι την άνοιξη 2019 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε νομοθετήσει ετήσιο επίδομα κλιμακωτά μέχρι 500 ευρώ στις χαμηλότερες συντάξεις, με συμφωνία της τρόικας, ως μόνιμο μέτρο. Το κατήργησε μόλις έγινε κυβέρνηση η ΝΔ, διότι τότε υποστήριζε την προβληματικότητα στις επιδόσεις των επιδοματικών επιλογών.
Είναι δε χαρακτηριστικό της κυβερνητικής πολιτικής, ότι συχνά πυκνά πλέον είτε με τα διάφορα something pass, στο πρόσφατο παρελθόν, είτε με τα πρόσφατα μέτρα, τελικά επιλέγει να ενισχύει τη "Ζήτηση" αντί να οργανώσει την συνδρομή στο τομέα της "Προσφοράς".
Το παράδειγμα της ενίσχυσης του ενοικίου, αλλά γενικότερα στο πρόβλημα της στέγης, για το θέμα αυτό, είναι χαρακτηριστικό.
Καταλήγουν να τροφοδοτούν την αύξηση των τιμών κατοικίας και των ενοικίων…
Την τελευταία διετία οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν 24%, έναντι αύξησης 14% των εισοδημάτων.
Το δε μέτρο με την επιστροφή ενός ενοικίου είναι αδιανόητο, καθώς θα οδηγήσει σε νέα αύξηση των μισθωμάτων…
Και αν βάλουμε από δίπλα την αστοχία του προγράμματος «Σπίτι μου», που ανεβάζει τις τιμές παλιών κατοικιών, βρισκόμαστε μπροστά στο εξής εξωφρενικό: η κυβέρνηση με τα μέτρα της επιδεινώνει το στεγαστικό πρόβλημα της οικιστικής φούσκας. Μια φούσκα που έχει τροφοδοτηθεί από τα στεγαστικά προγράμματα «Σπίτι μου 1» και «Σπίτι μου 2», όπου μέσω των δανείων που χορηγούν βγάζουν στην ουσία τα σπίτια σε πλειστηριασμό, για να τα πάρει όποιος δίνει τα περισσότερα.
Μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Ιταλία κ.λπ.) βάζουν στην εξίσωση και την κοινωνική κατοικία, με σπίτια που χτίζει το κράτος και χορηγεί μετά σε ενδιαφερόμενους.
Αυτό που χρειάζεται λοιπόν είναι η παραγωγή κοινωνικής κατοικίας.
Σε μια δημόσια συζήτηση εκτιμούμε πως θα "ηγεμόνευε" η επιλογή για επενδύσεις σε κοινωνική κατοικία, για πρωτοβουλίες προς αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και για πιο ευέλικτο νομοθετικό πλαίσιο για τα κενά ακίνητα με το ομιχλώδες ιδιοκτησιακό καθεστώς και κάποιον εξορθολογισμό του καθεστώτος της golden visa, όπως και κάποια προσπάθεια υπολογισμού της φέρουσας τουριστικής ικανότητας κάθε περιοχής...
Και σε κάθε περίπτωση αν προκρινόταν μια επιλογή επιδομάτων θα άξιζε να συζητήσουμε κάποια επιδόματα ενοικίου σε αναπληρωτές δασκάλους, καθηγητές, γιατρούς και νοσηλευτές σε παραμεθόριες και απόμακρες ορεινές και νησιωτικές περιοχές που μαραζώνουν.