Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στο κατώτερο σκαλοπάτι από την S&P - 11 χρόνια μετά την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους - δημιούργησε ένα κλίμα αισιοδοξίας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Πολλοί μίλησαν για επαναφορά της κανονικότητας.
Ακόμη και αν οι Moody’s και Fitch αποφασίσουν στους επόμενους μήνες να επαναφέρουν την Ελλάδα στο κατώτερο σκαλοπάτι της επενδυτικής βαθμίδας, αναμφίβολα θετική εξέλιξη, η ανάκτηση της βαθμίδας A+ που είχε πριν τη κρίση χρέους είναι μακριά.
Το δημόσιο χρέος παρά τα θετικά χαρακτηριστικά του - μεγάλη μέση διάρκεια, χαμηλό μέσο επιτόκιο, διακράτηση σε μεγάλο ποσοστό από επίσημους δανειστές - παραμένει το υψηλότερο στην Ε.Ε. Σε αυτά τα επίπεδα χρέους η ελληνική οικονομία δεν θα γίνει πιο ανθεκτική σε κοινές εξωγενείς διαταραχές. Ούτε θα γίνει πιο δυναμική ώστε να καλύψει το χαμένο έδαφος της ονομαστικής και πραγματικής απόκλισης από τις άλλες χώρες της Ε.Ε.
Όσο το χρέος διατηρείται σε υψηλά επίπεδα θα δημιουργεί προσκόμματα στη δυνητική μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας και στην αξιολόγηση της χώρας ακόμη και αν σε όλα τα άλλα πεδία, όπως των μεταρρυθμίσεων, προχωρούσαμε ταχύτατα, κατι που προφανώς δεν ισχύει. Τα προσκόμματα θα αυξάνονται όσο ο βαθμός προστασίας από τους επίσημους δανειστές θα μειώνεται μεσοπρόθεσμα.
Επομένως, η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να διασφαλίσει μια πορεία σταθερής μείωσης του χρέους με μειούμενη εξωτερική βοήθεια. Σε ένα περιβάλλον όμως που δεν θα είναι τόσο ευνοϊκό όσο υπήρξε αυτό της τριετίας 2021-2023, που διευκόλυνε στη μείωση του από το 206% το 2020 στο 160% του ΑΕΠ το 2023. Αυτό ήταν το συνδυαστικό αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης του χρέους και των συμφωνιών για μείωση του κόστους δανεισμού. Αυτή η σημαντική μείωση χρέους επιτεύχθηκε όταν ο υψηλός πληθωρισμός συνέβαλε στην αύξηση της μεγέθυνσης του ονομαστικού ΑΕΠ σε σύγκριση με το χαμηλό μέσο επιτόκιο δανεισμού.
Η κυβέρνηση της ΝΔ υποστηρίζει ότι χωρίς ουσιαστική αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής είναι σε θέση να εξασφαλίζει μελλοντικά ένα μέσο ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2,2% του ΑΕΠ. Η εμπειρία όμως των τελευταίων χρόνων μας υποχρεώνει να αξιολογήσουμε την επίδραση των αβεβαιοτήτων οι οποίες είναι πολλές και δεν μπορεί να τις αγνοεί συστηματικά ή να τις υποβαθμίζει. Οφείλει να τις εντάξει στο προγραμματισμό της.
Ένα τυπικό παράδειγμα, οι πρόσφατες καταστροφές στο Θεσσαλικό κάμπο. Θα χρειαστούν δημόσιοι πόροι για πολλά χρόνια για να αποκατασταθούν οι ζημιές και η παραγωγική δραστηριότητα στη Θεσσαλία να επανέλθει στο επίπεδο πριν τις καταστροφές.
Η κλιματική αλλαγή θα οδηγήσει στα επόμενα χρόνια σε αύξηση των δαπανών πέρα από αυτές που έχουν προϋπολογιστεί στο βασικό σενάριο ασκήσεων βιωσιμότητας του χρέους. Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε μελέτη του 2011, βρήκε ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να κοστίσει στην ελληνική οικονομία από 577 δισ. έως 701 δισ. ευρώ έως το 2100. Έκτοτε έχουν αναθεωρηθεί προς το χειρότερο οι εκτιμήσεις για το δυνητικό κόστος της κλιματικής αλλαγής.
Εξίσου σημαντική είναι και η επίδραση στις δαπάνες του δημογραφικού προβλήματος και της γήρανσης του πληθυσμού. Αν δεν καταφέρουμε να επιστρέψουν οι Έλληνες που έφυγαν στο εξωτερικό τα χρόνια της κρίσης και δεν αποκτήσουμε μια σοβαρή μεταναστευτική πολιτική οι δαπάνες αυτές θα αυξηθούν ταχύτερα από όσο έχουν προϋπολογιστεί.
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις αναδεικνύουν πόσο γρήγορα μπορεί να αλλάξει ένα ευνοϊκό οικονομικό κλίμα ως προς την προσέλκυση επενδύσεων, το ενεργειακό κόστος αλλά και την ανάγκη για αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών. Κίνδυνοι μπορεί να προκύψουν και από μια κρίση χρέους στην Ιταλία.
Αλλά και δικαστικές αποφάσεις, όπως αυτές για τις συντάξεις των δικαστών, εξανεμίζουν τον δημοσιονομικό χώρο σε περίπτωση που παραστεί ανάγκη να στηριχτούν ευάλωτα νοικοκυριά σε συνθήκες κρίσης. Σε σημαντικά βάρη για το δημόσιο οδηγούν και άλλες αποφάσεις της κυβέρνησης όπως για παράδειγμα το να ασκήσει πρόωρα τα warrants που κατέχει στην Aegean. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η διασφάλιση αύξησης των δαπανών με χαμηλότερο ρυθμό από το ΑΕΠ.
Τα όποια φορολογικά οφέλη απέφερε ο πληθωρισμός θα αρχίσουν σταδιακά να αποδυναμώνονται. Η συνεισφορά τους στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων θα είναι περιορισμένη ή και αρνητική όσο η φοροδιαφυγή παραμένει ασύλληπτη και η φοροαποφυγή μεγάλων επιχειρήσεων και πολυεθνικών στερεί έσοδα από τον προϋπολογισμό και οδηγεί σε άνιση κατανομή βαρών σε βάρος της φορολογίας εισοδήματος από την εργασία προς όφελος των εισοδημάτων από το κεφάλαιο.
Η χώρα δανείζεται στις αγορές με υψηλότερα επιτόκια εξαιτίας της συσταλτικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης χρέους θα αυξάνεται έστω και περιορισμένα.
Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης εξασφαλίζουν μέχρι το 2026 μια μεγέθυνση που μπορεί να ξεπερνά τοn μέσο όρο της Ε.Ε., αλλά τα επενδυτικά σχέδια στα οποία κατευθύνονται κατ’ επιλογή της κυβέρνησης δεν θα καταστήσουν την οικονομία μελλοντικά πιο ανθεκτική και πιο δυναμική.
Οι πολίτες της χώρας έχασαν πολλά από την χρεοκοπία στην οποία μας οδήγησαν οι αλόγιστες δημοσιονομικές πολιτικές της ΝΔ πριν από το 2009. Σήμερα η χώρα έχει ανάγκη από μια πολιτική που θα εγγυάται μια δίκαιη πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης με δημιουργία βιώσιμων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας ώστε να διασφαλιστεί η σταθερή απομείωση του χρέους. Διαφορετικά διακινδυνεύεται μια νέα κρίση χρέους, η οποία θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις ανισότητες, θα εξωθήσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σε συνθήκες φτώχειας και η χώρα θα καταλήξει να είναι ο παρίας της Ε.Ε.
Πηγή: www.avgi.gr