Η Ελληνική οικονομία και η απασχόληση

Φίλιππος Σαχινίδης 04 Ιουλ 2024

Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οι πολίτες είδαν τη μία κρίση να διαδέχεται την προηγούμενη, το βιοτικό επίπεδο τους να υποβαθμίζεται. Τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα πέρασαν κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ τα μεσαία έχασαν έδαφος. Το κατά κεφαλή εισόδημα σε όρους αγοραστικής ισοδυναμίας ήταν το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ-27 το 2023.

Μετά την ανάκαμψη της τριετίας 2021-2023 οι πολίτες αναρωτιούνται:

  • αν η χώρα αν μπορεί να ανταποκριθεί πιο αποτελεσματικά σε μια νέα κρίση καθώς εισήλθαμε στην περίοδο των πολυκρίσεων,
  • αν η οικονομία θα έχει τη απαιτούμενη δυναμική ώστε να αναπληρώσει τις απώλειες της δεκαπενταετίας και να επιταχύνει την πορεία για την πραγματική σύγκλιση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ και
  • αν οι πολιτικές που ακολουθούνται διασφαλίζουν την συμπερίληψη προκειμένου η χώρα να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις που απορρέουν από τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων.

Ξεκινώ με το κρίσιμο ερώτημα αν θα έχουμε αντοχές στην επόμενη κρίση; Το θεωρώ καίριο γιατί με την εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης η Ελλάδα είχε την δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση στην ευρωζώνη μαζί με την Κροατία. Η ταχεία ανάκαμψη του 2021 και 2022 ήταν σε μεγάλο βαθμό και το αποτέλεσμα της μεγάλης δημοσιονομικής επέκτασης.

Το ερώτημα που θέτω είναι: έλαβε χώρα η αναγκαία αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας;

Η Ελλάδα για τέσσερα συνεχόμενα χρόνια έχει έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που υπερβαίνει το 6% του ΑΕΠ. Στηρίζεται υπερβολικά στα έσοδα από τον τουρισμό - κλάδος ευάλωτος σε υγειονομικές κρίσεις - και επηρεάζεται σημαντικά από την κλιματική κρίση. Η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη στην ενεργειακή κρίση εξαιτίας των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων. 

Τα εξαγόμενα αγαθά εξακολουθούν να ενσωματώνουν σε σημαντικό ποσοστό εισαγόμενα ενδιάμεσα αγαθά. Κάθε ανατροπή στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα ή αύξηση του κόστους των εισαγομένων επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών μας και δημιουργούν προϋποθέσεις για διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος που αφαιρεί από την οικονομική μεγέθυνση.

Χρειάζεται σημαντική αναδιάρθρωση στη διακλαδική ολοκλήρωση της ελληνικής οικονομίας με υποκατάσταση εισαγωγών και ταυτόχρονη ενίσχυση της εξωστρέφειάς της, έτσι ώστε να μεταβεί σε μια κατάσταση βιώσιμης και διατηρήσιμα υψηλής παραγωγικότητας και μεγέθυνσης.

Άλλο ένα στοιχείο που καθιστά την ελληνική οικονομία ευάλωτη σε κοινές εξωγενείς διαταραχές είναι το δημόσιο χρέος που παρά τα θετικά χαρακτηριστικά του παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ. Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί το 2024 στο 153,9%, ενώ για το 2025 προβλέπεται περαιτέρω μείωσή του στο 149,3%.  

Σε αυτά τα επίπεδα χρέους η ελληνική οικονομία θα είναι ευάλωτη για αρκετά χρόνια σε εξωγενείς διαταραχές. Η κυβέρνηση της ΝΔ υποστηρίζει ότι χωρίς ουσιαστική αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής μπορεί να εξασφαλίζει μελλοντικά μέσο ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2,2% του ΑΕΠ.

Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων μας υποχρεώνει να αξιολογήσουμε την επίδραση των αβεβαιοτήτων οι οποίες είναι πολλές (γεωπολιτικές ανατροπές, κλιματική κρίση) και δεν νοείται η κυβέρνηση να τις υποβαθμίζει.

Μια ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους είναι αναγκαία για μια πιο ανθεκτική οικονομία και για να έχουμε τα δημοσιονομικά περιθώρια να στηρίξουμε ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε μια μελλοντική κρίση. Η επιτάχυνση αυτή μπορεί να επιτευχθεί:

α) με μεγαλύτερο και κοινωνικά βιώσιμο ρυθμό μεγέθυνσης – ο πληθωρισμός δεν θα μας βοηθήσει στο μέλλον,

β) με μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα.

Η επιθυμητή επιλογή είναι η επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης μέσω της ενίσχυσης της παραγωγικής ικανότητας της χώρας με κριτήριο την φιλικότητα στο περιβάλλον.

Η παραπάνω επισήμανση μας οδηγεί στο δεύτερο κρίσιμο ερώτημα. Έχουμε τις προϋποθέσεις για μια βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία;

Διεθνείς οργανισμοί με βάση προβλέψεις για τις επενδύσεις,  την απασχόληση και την παραγωγικότητα εκτιμούν έναν μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα 1%-1,25%.

Προχωράμε με τις αναγκαίες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν την χώρα πόλο έλξης ξένων αλλά και εγχώριων επενδύσεων σε δυναμικούς και παγκόσμια ανταγωνιστικούς τομείς της οικονομίας για να αυξήσουμε περαιτέρω την δυναμικότητα της οικονομίας, τον πράσινο μετασχηματισμό και την πλήρη απασχόληση;

Για τη διετία 2024-2025 η Ελλάδα θα έχει ικανοποιητική μεγέθυνση κυρίως λόγω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Μετά οι επιδόσεις θα εξαρτηθούν από τις επενδύσεις που γίνονται ή σχεδιάζονται.

Οι επενδύσεις αυξήθηκαν μετά το 2019 αλλά αφορούν σε σημαντικό βαθμό κατασκευές. Η χώρα χρειάζεται πολύ περισσότερες επενδύσεις στο μηχανολογικό εξοπλισμό και εξοπλισμό τεχνολογίας και πληροφορικής για να αυξήσει τη παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές και την παραγωγή και προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.

Η ανεργία μειώθηκε και το ποσοστό συμμετοχής αυξήθηκε. Αυτές είναι θετικές εξελίξεις. Εξακολουθούμε όμως να είμαστε σε μη ικανοποιητικά επίπεδα, αρκετά πίσω σε σχέση με το μ.ό. της ΕΕ. Η συμμετοχή των γυναικών και των νέων κάτω των 25 ετών στο εργατικό δυναμικό παραμένει πολύ χαμηλότερη.

Τα ποιοτικά στοιχεία της απασχόλησης δείχνουν ότι χρόνιες αδυναμίες (χαμηλά αμειβόμενες και επισφαλείς οι νέες θέσεις εργασίας, υψηλότερη ανεργία γυναικών και νέων, γεωγραφική διάρθρωση της ανεργίας και της απασχόλησης) εξακολουθούν να  είναι παρούσες. Ταυτόχρονα οξύνονται τα προβλήματα αντιστοίχισης εργατικού δυναμικού με ανάγκες της αγοράς.

Είναι ορατό ότι υστερούμε στις πολιτικές που αποσκοπούν στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων ώστε όσοι χάνουν τη δουλειά τους εξαιτίας της ψηφιακής ή πράσινης μετάβασης να μην μένουν πίσω, αλλά να υποστηρίζονται προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην νέα εποχή των φιλόδοξων πράσινων στόχων και της τεχνητής νοημοσύνης.

Το αφήγημα της κυβέρνησης της ΝΔ για την πορεία της χώρας εστιάζει στο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Ένα κρίσιμο ερώτημα όμως, είναι αν η ανάπτυξη αυτή αφορά όλες τις περιφέρειες της Ελλάδας ή κάποιες περιφέρειες χάνουν έδαφος σε σχέση με άλλες, που τρέχουν γρηγορότερα.

Οι περιφερειακές ανισότητες διαιωνίζονται, με την οικονομική δραστηριότητα να επικεντρώνεται κυρίως στην Αττική και σε μικρότερο βαθμό στην Κεντρική Μακεδονία. Σχεδόν το 50% του ονομαστικού ΑΕΠ παράγεται στην Αττική, με την Κεντρική Μακεδονία να ακολουθεί με 15%. Οι υπόλοιπες 11 περιφέρειες μοιράζονται το υπόλοιπο, με τα νησιά του Ιονίου, την Ανατολική Μακεδονία & Θράκη, τη Δυτική Μακεδονία να βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις, με ουραγό το Βόρειο Αιγαίο που παράγει μόλις το 1% του ετήσιου ΑΕΠ.

Σε ότι αφορά την συμπερίληψη τα ευρήματα πολλών από τους δείκτες κοινωνικής βιωσιμότητας στην Ελλάδα δείχνουν μια επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών μετά το 2020 ως αποτέλεσμα της επίδρασης της πανδημικής κρίσης, της κρίσης κόστους ζωής αλλά και της αναποτελεσματικότητας της ασκούμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Τα ευρήματα των δεικτών κοινωνικής βιωσιμότητας δείχνουν την ανάγκη εφαρμογής αποτελεσματικών μέτρων στήριξης της αγοράς εργασίας, του εισοδήματος των εργαζομένων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Οι παρεμβάσεις αυτές είναι αναγκαίες για την ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της οικοδόμησης ενός κοινωνικά βιώσιμου υποδείγματος ανάπτυξης.

Συμπερασματικά, η χώρα έχει κάνει βήματα προόδου. Δεν έχει διασφαλιστεί όμως ότι θα είναι πιο ανθεκτική στις κρίσεις, πιο δυναμική και πιο συμπεριληπτική. Χρειάζεται ένα νέο όραμα. Απαιτείται αλλαγή παραδείγματος πολιτικής και νέα αναπτυξιακή στρατηγική ώστε οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης να κατευθυνθούν σε επενδύσεις που θα διασφαλίσουν την ανθεκτικότητα και την δυναμικότητα. Προοδευτικές μεταρρυθμίσεις ώστε ο νέος πλούτος και τα νέα εισοδήματα να κατανέμονται πιο δίκαια και να αφορούν όλους τους Έλληνες ανεξάρτητα από την γεωγραφική τους κατοικία ή την κοινωνική τους θέση.

Είναι αναγκαίο να δείξουμε ότι έχουμε διδαχτεί από τα λάθη του παρελθόντος. Διαφορετικά η Ελλάδα θα παραμείνει στις τελευταίες θέσεις συγκρινόμενη με άλλες χώρες της ΕΕ. Αυτή η προοπτική δεν είναι επιθυμητή από κανένα Έλληνα πολίτη.  

¨

Ομιλια στην εκδηλωση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ