Οι κινέζοι λένε «ενδιαφέροντες καιροί» και εννοούν ότι η κατάσταση είναι χάλια και οι κίνδυνοι μεγάλοι. Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, νέο μέτωπο ανοίγει στη Μέση Ανατολή. «Ενδιαφέροντες καιροί» λοιπόν αυτοί που ζούμε μετά την κτηνώδη επίθεση της Χαμάς με στόχο να υπονομεύσειτην αμυδρή προοπτική προσέγγισης του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο. Όταν το διεθνές περιβάλλον γίνεται τόσο ασταθές, μετράει ακόμα περισσότερο η κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας, η ανθεκτικότητά της στους πιθανούς κραδασμούς των εξωτερικών κρίσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη «ανθεκτικότητα» καθιερώθηκε πλέον στον δημόσιο λόγο για να αποδώσει ακριβώς την ικανότητα μιας χώρας να αντιμετωπίζει επιτυχώς τις «πολυκρίσεις» των τελευταίων χρόνων, να προσαρμόζεται δυναμικά στις νέες καταστάσεις επιστρατεύοντας τις εθνικές, κοινωνικές και ψυχολογικές δυνατότητές της.
Και στην εσωτερική πολιτική της χώρας όμως ζούμε «ενδιαφέροντες καιρούς», ειρηνικούς ευτυχώς αλλά καινοφανείς. Δεν νομίζω ότι έχει υπάρξει στη μεταπολεμική μας ιστορία πολιτικό-κομματικό σκηνικό του είδουςπου προέκυψε από τις εθνικές εκλογές του 2023 και επιβεβαιώθηκε στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές.Περιγράφεται ήδη με διάφορους χαρακτηρισμούς: κυβέρνηση χωρίς αντιπολίτευση, ηγεμονία Μητσοτάκη, πολιτικό σύστημα με κυρίαρχο κόμμα, κλπ.Η περιγραφή συνοδεύεται από ελπίδες ή φόβους για τις συνέπειες: τώρα επιτέλους μπορούν να γίνουν μεταρρυθμίσεις, ή ανάποδα, υπάρχουν κίνδυνοι αυταρχικής διακυβέρνησης.
Προφανώς η εικόνα αυτή προέκυψε από την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και του δικομματισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Πιστεύω όμως ότι για την κατανόηση της νέας πολιτικής πραγματικότητας χρειάζεται να πάμε κάτω από την επιφάνεια των κομματικών μεταβολών και συσχετισμών γιατί αυτοί ήταν απότοκο βαθύτερων αλλαγών και μετατοπίσεων. Πράγματι, αυτό που συνέβη αφορά τις βαθύτερες αντιλήψεις και τα βιώματα μεγάλων τμημάτων της κοινής γνώμης και της κοινωνίας. Σαν μια νέα εποχή να έβγαλε εκτός γηπέδου την προηγούμενη, ή σαν η χώρα να άλλαξε «παράδειγμα»όπως θα έλεγαν οι επιστήμονες. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε κάποια εκλογικά ποσοστά. Αποβλήθηκε από τη νέα εποχή γιατί ήταν ο εκφραστής της προηγούμενης - και αυτό είναι ένα μήνυμα προς το ΠΑΣΟΚ να μην μείνει εγκλωβισμένο στη νοσταλγία της δεκαετίας του 1980. Οι βαθύτερες αλλαγές αντιλήψεων γίνονται στο ρεύμα που ορίζεται από δύο όχθες. Η μία είναι η ήττα και η παρακμή του αριστερόστροφου λαϊκισμού που δέσποσε στην περίοδο της χρεοκοπίας και αντιπροσωπεύτηκε από τον ΣΥΡΙΖΑκαι άλλους μικρότερους παλαιοαριστερούς σχηματισμούς. Η δεύτερη αντίπερα όχθη είναι η ακροδεξιά που παρότι ενισχύθηκε, δεν πέτυχε την ενότητά της ούτε έπεισε για τη σοβαρότητά της. Μπορεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτός ο χώρος να έχει τον αέρα στα πανιά του και αυτό ίσως καταγραφεί στις ερχόμενες ευρωεκλογές, στην Ελλάδα πάντως για διάφορους λόγους δεν έχει φτάσει στο επίπεδο του εθνικού πολιτικού παίκτη.
Ανάμεσα στις δύο όχθες και εξ αιτίας τους, έχει σχηματιστεί μια κοινωνική πλειοψηφία δημοκρατική και πραγματιστική. Έχει αποκληθεί νέο κέντρο, ενδιάμεσος χώρος, αλλά οι όροι μάλλον παραπέμπουν στο παρελθόν. Γιατί αυτή η πλειοψηφία δεν ορίζεται στατικά από την αντίθεση «στα άκρα», ούτε σε αντιδιαστολή με την παλαιά αριστερά και την παλαιά δεξιά. Είναι περισσότερο μια εν εξελίξει και εν κινήσει πολιτική ταυτότητα που διαμορφώνεται αυθόρμητα, σχεδόν «από τα κάτω», υπό την επίδραση των αρνητικών εμπειριών της χρεοκοπίας, αλλά και των εκσυγχρονιστικών τάσεων που γεννώνται στην καθημερινότητα μιας ευρωπαϊκής κοινωνίαςστη νέα ψηφιακή εποχή.
Ίσως συμβαίνει μάλιστα και το εξής παράδοξο. Η επιδείνωση του διεθνούς πλαισίου που παίρνει διαστάσεις νέου ψυχρού πολέμου, δεν έχει μόνο γεωπολιτικές διαστάσεις, αλλά εξελίσσεται σε μια όλο και πιο σαφή σύγκρουση πολιτισμών. Υπό αυτή την έννοια, μια γεωπολιτική επιλογή συνεπάγεται και μια πολιτισμική. Επομένως η γεωπολιτική μας ένταξη ενισχύει αυθορμήτως σε περιόδους γενικευμένης αστάθειας,την πολιτισμική ταύτιση με την «Ευρώπη», και ακόμα με τον «δυτικό πολιτισμό», με ό,τι πολιτικές και ιδεολογικές συνέπειες έχει αυτό στην ελληνική κοινωνία. Τέτοια όμως δεν ήταν πάντα η σχέση Ευρώπης- Ελλάδας; Εν μέρει ναι, αλλά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης η αλληλεπίδραση εθνικού-υπερεθνικού είναι πολύ αμεσότερη και επομένωςη ταύτιση ισχυρότερη.
Η ταύτιση όμως δεν είναι κομματικού χαρακτήρα και ίσως ούτε ιδεολογική με την έννοια των μεγάλων πολιτικών ιδεολογιών του 20ου αιώνα. Είναι περισσότερο πολιτισμική, με την βαριά σημασία που έχει ο όρος, του τρόπου ζωής, της θεώρησης του κόσμου. Ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά του κοινού ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου το οποίο ιστορικά προσπαθεί να ισορροπήσει τα δίπολα ελευθερία-ισότητα, άτομο-κοινωνία, κράτος-αγορά, πατρίδα-διεθνισμός, δικαίωμα-υποχρέωση, οικουμενικότητα-διαφορετικότητα. Οι πολιτικές κουλτούρες που απολυτοποιούσαν τις μονομερείς προσεγγίσεις ξεπεράστηκαν - με τελευταίο τον νεοφιλελευθερισμό.
Αυτός λοιπόν ο δημοκρατικός πραγματισμός ευρωπαϊκής κοπής που ακόμα στην Ελλάδα δεν έχει δηλητηριαστεί από την ακροδεξιά ιδεολογία, διαμορφώνει το κοινό αίσθημα της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτός εξηγεί την επικράτηση της ΝΔ και την απόρριψη του ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα σε αυτόν κολυμπά ο Κυριακός Μητσοτάκης με μια πολυσυλλεκτική δυνατότητα που ξεπερνά το κόμμα του.Άλλωστε βρισκόμαστε στην εποχή της προσωποποίησης της πολιτικής και υποβάθμισης του ρόλου των κομμάτων. Το είδαμε και σε πολλές περιπτώσεις στις δημοτικές εκλογές όπου οι κομματικοίστρατοί είτε δεν υπάρχουν είτε έχουν μικρή πια δύναμη. Εκλέχτηκαν έτσι δήμαρχοι με συντριπτικές πλειοψηφίες από τον πρώτο γύρο, συγκεντρώνοντας την επιδοκιμασία στο πρόσωπό τους πέρα και πάνω από την κομματική τους ένταξη.
Αυτό το καινοφανές πολιτικό τοπίο αναδεικνύει και τα πιθανά προβλήματα μιας κυριαρχίας. Η πολυσυλλεκτικότητα, η συνεχής προσπάθειας εγκατάστασης στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, μπορούν να αντιστοιχούν σε διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές. Μία από αυτές είναι η ιδεολογικοποίηση της εξισορροπητικής και διαχειριστικής αντίληψης ως περιεχόμενο της κυβερνητικής δράσης. Η αδράνεια όχι ως μεταρρυθμιστική «κόπωση», ούτε ως αποτέλεσμα της εύλογης προσπάθειας ικανοποίησης αντιθετικών ομάδων και συμφερόντων. Αλλά ως συνέπεια μιας ιδεολογικής επιλογής που θεωρεί ρεαλιστικότερη για τις συνθήκες της Ελλάδας, την αργόσυρτη παθητική προσαρμογή στους μετασχηματισμούς της νέας εποχής όπως εξελίσσονται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Υπό μία έννοια, αυτή η επιλογή θα ανταποκρινόταν σε μια ιστορική πραγματικότητα: έτσι κινήθηκε η νεώτερη Ελλάδασε μεγάλες περιόδους των διακοσίων χρόνων, με αυτό τον τρόπο δέχτηκε τον εκάστοτε εκσυγχρονισμό. Μόνο που τώρα, η Ελλάδα χρειάζεται να κάνει ένα άλμα, αφενός γιατί έχασε πολύ έδαφος την περασμένη δεκαετία, αφετέρου γιατί αντιμετωπίζει δομικά προβλήματα που μπορεί να την καθηλώσουν, όπως το δημογραφικό.
Βρισκόμαστε σε «ενδιαφέροντες καιρούς», εσωτερικά και εξωτερικά. Θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε μόνο αν αναβαθμίσουμε τις αυθόρμητες τάσεις εκσυγχρονισμού που διατρέχουν την κοινωνική πλειοψηφία σε εθνική στρατηγική η οποία θα στοχεύσει σε μια ποιοτική αλλαγή. Οι αντιπολιτεύσεις θα κάνουν χρόνο να ανασυνταχθούν. Υπάρχουν και οι ευρύτερες δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών και της διανόησης. Χωρίς αμφιβολία όμως η κύρια ευθύνη είναι της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού.
Πηγή: www.tanea.gr