Και ξαφνικά το «μαύρο πρόβατο» της δεκαετίας του 2010, ο απόκληρος της κρίσης τη ευρωζώνης, η Ελλάδα δηλαδή, φαντάζει σαν τόπος πολιτικής σταθερότητας και σχετικής ηρεμίας! Μακριά από την αναθέρμανση του τραμπισμού, την προκλητικότητα του μπολσοναρισμού, που δοκιμάζουν την Αμερική και τη Βραζιλία. Μακριά από τη Λεπέν ή τους Σουηδούς Δημοκράτες, αφού απαλλαγήκαμε από τη Χρυσή Αυγή και τους Καμένους. Μακριά από τα ευτράπελα της Γηραιάς Αλβιώνος με την εμμονή της στα ξεθυμασμένα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού. Χωρίς την κυβερνητική αστάθεια της Βουλγαρίας που έκανε και τέταρτη εκλογή το τελευταίο δεκαοκτάμηνο. Χωρίς την αστάθεια του ιταλικού κομματικού συστήματος που αναζητά τις λειτουργικές ισορροπίες του και δεν τις βρίσκει. Έναντι όλων αυτών των καταστάσεων, η Ελλάδα φαντάζει λοιπόν «κανονική» χώρα, μόνο που η «κανονικότητα» της εποχής που διανύει ο Κόσμος είναι η αλληλουχία των κρίσεων και η δομική αστάθεια του διεθνούς περιβάλλοντος. Τα παθήματα των άλλων χωρών, πόσω μάλλον όταν αυτές ήταν κάποτε χώρες-υποδείγματα, όπως η Αμερική και η Βρετανία, μάς θυμίζουν ότι η Ιστορία στις μέρες μας παίρνει απότομες στροφές και ο κίνδυνος του εκτροχιασμού καραδοκεί. Το ασφαλέστερο σωσίβιο είναι η αυτογνωσία και ο στοχασμός της πρόσφατης εθνικής περιπέτειας.
Πράγματι, η Ελλάδα υπέστη το δικό της ιδιαίτερο εθνικό «ιστορικό σοκ» την προηγούμενη δεκαετία. Η σημερινή πολιτική κατάσταση και η κοινωνική ψυχολογία καθορίζονται ακόμα από τα βιώματα εκείνης της εμπειρίας. Το ίδιο το κομματικό σύστημα είναι απότοκο των μετώπων που αντιπαρατέθηκαν στην εποχή της οιονεί χρεοκοπίας και των ανακατατάξεων που τότε έγιναν. Από τη μια, η Ελλάδα που υποστήριζε την υπέρβαση της ελληνικής κρίσης εντός της Ευρώπης και εντός του ευρώ. Από την άλλη, η Ελλάδα που στο όνομα του «αντιμνημόνιου» ρίσκαρε και την επιστροφή στη δραχμή. Το 2015 ήταν η κορύφωση της μετωπικής αντιπαράθεσης και το σημείο που η αντιμνημονιακή πλειοψηφία άρχισε να υποχωρεί μετά την «κωλοτούμπα» του Τσίπρα και εν συνεχεία την απομυθοποιητική διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Οι εκλογές του 2019 πιστοποίησαν τη μεταστροφή και οι δημοσκοπήσεις έκτοτε καταγράφουν τη σταθερότητα των κομματικών συσχετισμών που προέκυψαν. Το γεγονός οφείλεται στο ότι η κυβέρνηση αντιμετώπισε με επάρκεια τις επόμενες κρίσεις που ενέσκηψαν, κυρίως όμως εξηγείται από το ότι οι συσχετισμοί και η δομή του κομματικού συστήματος αντανακλούν τα «μέτωπα», τις «διαιρετικές τομές» (cleavages) όπως τις ονομάζει η Πολιτική Επιστήμη, που διαμορφώθηκαν στη δεκαετία του 2010. Τέτοιων ιστορικών διαστάσεων αντιπαραθέσεις, με κρίσιμα διακυβεύματα, κάθετη πόλωση και υψηλή συναισθηματική ένταση, προκαλούν μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, παγιώνουν τις μαζικές επιλογές και συμπεριφορές. ΓΙ’ αυτό σε προηγούμενο άρθρο (ΝΕΑ 24/9/2022) μίλησα για νέο κομματικό σύστημα και όχι για ρέπλικα του μεταπολιτευτικού που δομήθηκε με βάση την αντιπαράθεση (κεντρο)αριστεράς – (κεντρο)δεξιάς. Έχει αλλάξει η ιστορική εποχή, έχει αλλάξει το πλαίσιο της Πολιτικής στις δυτικές κοινωνίες, έχουν αλλάξει τα κομματικά συστήματα με κύριο μοχλό την ανάδυση λαϊκιστικών δυνάμεων κατά κανόνα της Δεξιάς και δευτερευόντως της Αριστεράς. Η τάση είναι γενική αλλά όπως πάντα παίρνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά προσαρμοζόμενη στις εθνικές συνθήκες κάθε χώρας. Στην Ελλάδα οι συγκρούσεις της περιόδου της χρεοκοπίας και των μνημονίων έχουν αποκρυσταλλωθεί σε ένα σύστημα το οποίο εύστοχα έχει χαρακτηριστεί «ένα και μισό κόμμα εξουσίας», που στην ουσία προκύπτει από την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να εξελιχθεί σε κόμμα της ευρωπαϊκής δημοκρατικής αριστεράς. Θα ξεπεραστεί το πρόβλημα στο μέλλον οπότε το πιθανότερο είναι να διαμορφωθεί ένας νέος δικομματισμός; Θα παραταθεί για καιρό ένας «ατελής δικομματισμός» που ανοίγει το παιχνίδι νέων ανακατατάξεων στον αριστερό και κεντρώο χώρο; Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό και μαζί η δομή και η δυναμική του νέου κομματικού συστήματος.
Πάντως και στο παλιό και στο νέο κομματικό σύστημα, τα κόμματα εξουσίας κρίνονται από το ίδιο κατά βάθος ερώτημα: πώς αντιλαμβάνονται και πώς διαχειρίζονται τη σχέση εθνικού-υπερεθνικού στην σημερινή φάση. Πώς δηλαδή βλέπουν τη θέση, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες της Ελλάδας στην Ευρώπη, στη Μεσόγειο και στον Κόσμο. Πώς μεταφράζουν αυτή τους την αντίληψη σε κεντρικό εθνικό στόχο ισχυροποίησης της χώρας. Το ίδιο ερώτημα τέθηκε στη διάρκεια των μνημονίων. Μέσα από τη σύγκρουση, επιβεβαιώθηκε τελικά η «Ευρώπη» ως οικονομική, γεωπολιτική, πολιτισμική και ταυτοτική αναφορά της Ελλάδας. Αυτή η επιλογή παραμένει σταθερή και κεκτημένη για το ορατό μέλλον. Αλλά η επιστροφή του Πολέμου και της γεωπολιτικής αναταραχής ανοίγει νέα διλήμματα για τον ρόλο της Ευρώπης και της Δύσης στον διεθνή ανταγωνισμό. Οι απαντήσεις που δίνονται από τα διάφορα εθνικά κόμματα εξαρτώνται από την πολιτική κουλτούρα και τον προσανατολισμό τους, και κατά τούτο αποκτούν ταυτοτικό χαρακτήρα. Το ζήσαμε και το ζούμε μετά την εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία. Πέρα όμως από τη διεθνή αναταραχή, η Ελλάδα διατρέχει τον κίνδυνο να παγιωθεί η οικονομική και κοινωνική υποβάθμισή της στον ευρωπαϊκό και διεθνή καταμερισμό εργασίας. Τείνουμε να ξεχνάμε στον δημόσιο λόγο ότι κατά την περασμένη δεκαετία η Ελλάδα κύλισε στα χαμηλότερα σκαλοπάτια της ευρωπαϊκής κλίμακας, το ΑΕΠ της χώρας από 239 δις ευρώ το 2008 έπεσε στα 184 δις το 2019, σαν να χάσαμε έναν πόλεμο, και η πανδημία εμπόδισε την ανάκαμψη που περιμέναμε. Το πρόβλημα όμως δεν είναι ποσοτικό. Όλοι οι ειδικοί προειδοποιούν ότι αντιμετωπίζουμε δομικό πρόβλημα ανάπτυξης, ότι κινδυνεύουμε να παγιδευτούμε σε μια χαμηλή πτήση, που ουσιαστικά θα σημαίνει εθνική παρακμή ως προς τον διεθνή περίγυρό μας.
Κοντολογίς, βρισκόμαστε σε εκείνα τα ιστορικά σταυροδρόμια όπου Γεωπολιτική και Οικονομία συμπλέκονται και απαιτούν μια εθνική κινητοποίηση για την αναβάθμιση της χώρας. Τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης γίνονταν κυβέρνηση όταν κατόρθωναν να εκφράσουν το κεντρικό εθνικό ζητούμενο της περιόδου, είτε ήταν η «Δημοκρατία και η ΕΟΚ», είτε η «Αλλαγή», είτε ο «Εκσυγχρονισμός». Και κρίνονταν ιστορικά από τον βαθμό που προσέγγιζαν τον εθνικό στόχο που είχαν προτάξει δρώντας ως πολιτικοί ταγοί ευρέων πολυσυλλεκτικών κοινωνικών παρατάξεων. Σήμερα, χρειαζόμαστε και πάλι στρατηγικές που να έχουν αίσθηση του ιστορικού διακυβεύματος, προτάσεις ικανές να κινητοποιήσουν την κοινωνία και τις παραγωγικές δυνάμεις. Πόσω μάλλον που ζούμε την εποχή των διαρκών κρίσεων ή της «μονιμοκρίσης» (permacrisis) κατά τον νεολογισμό του βρετανικού λεξικού Collins, άρα στον Κόσμο του απρόοπτου. Σημαίνει αυτό ότι η Πολιτική γίνεται επιφανειακή και ευμετάβλητη, ότι εξαντλείται στην επικοινωνία και τις προεκλογικές εντυπώσεις; Μάλλον το αντίθετο. Η αβεβαιότητα απαιτεί και επιβραβεύει την Πολιτική που χαρακτηρίζεται από τη σταθερότητα στην εθνική στόχευση, τη μεθοδικότητα της πολιτικής πράξης και την προσήλωση στις αξίες που εμπνέουν τη δράση.
Ας ελπίσουμε ότι η προεκλογική περίοδος που έχει ανοίξει να μην μάς πάει τελείως πίσω, και μάλιστα την ώρα που βλέποντας τι γίνεται γύρω, είπαμε «είδες η Ελλάδα, καλά τα πηγαίνει».
Πηγή: www.tanea.gr