Η εκλογική επικράτηση Χριστοδουλίδη στον πρώτο γύρο

Σίμος Ανδρονίδης 10 Φεβ 2023

Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών που πραγματοποιήθηκαν στην Κύπρο την Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023,[1] o άλλοτε υπουργός Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης, κατέλαβε την πρώτη θέση λαμβάνοντας το 32,04% των ψήφων.

Ας δούμε τι γράφει σχετικά με το εκλογικό αποτέλεσμα η δημοσιογράφος της εφημερίδας ‘Τα Νέα’ Αλεξάνδρα Φωτάκη: «Την θέση του ως φαβορί επιβεβαίωσε ο Νίκος Χριστοδουλίδης, ο οποίος κέρδισε τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στην Κυπριακή Δημοκρατία, με 32%. Δεύτερος τερμάτισε ο Ανδρέας Μαυρογιάννης, με 29, 6%, ο οποίος και θα βρεθεί απέναντι του στις επαναληπτικές κάλπες την επόμενη Κυριακή, ενώ εκτός μάχης μένει ο πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού, Αβέρωφ Νεοφύτου, με 26,1%».[2]

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η μη είσοδος στο δεύτερο και τελικό εκλογικό γύρο του υποψηφίου του Δημοκρατικού Συναγερμού συνιστά έκπληξη. Ίσως όμως, όχι τέτοιου βαθμού έκπληξη όσο αφήνουν να εννοηθεί διάφορες αναλύσεις, καθότι το 26,1% δεν μπορεί επ’ ουδενί να θεωρηθεί χαμηλό ποσοστό.

Αντιθέτως, ένα τέτοιο ποσοστό, επιτρέπει στο κόμμα και στα στελέχη του να αυτο-προσδιορισθούν ως ο τρίτος πόλος, να διαμορφώσουν ένα αφήγημα ρυθμιστή των εκλογών και του εκλογικού αποτελέσματος στον β’ γύρο, και, να επενδύσουν στην έννοια της ‘αξιοπρεπούς ήττας.’[3] Εάν εστιάσουμε την ανάλυση μας στους λόγους (ή στις μεταβλητές) που διαδραμάτισαν ρόλο στην εκλογική πρωτιά του Νίκου Χριστοδουλίδη (μία τέτοια προσέγγιση δεν προδικάζει τίποτε σχετικά με το εκλογικό αποτέλεσμα της δεύτερης Κυριακής), θα αναφέρουμε τα εξής.

 Ο πρώτος λόγος που εντοπίζουμε, άπτεται της αίσθησης που αποκόμισαν αρκετοί ψηφοφόροι πως είναι ο πλέον κατάλληλος υποψήφιος για να διαχειρισθεί, λόγω της πρότερης θητείας του στο υπουργείο Εξωτερικών, μία ενδεχόμενη αρνητική εξέλιξη όσον αφορά το Κυπριακό πρόβλημα (‘λύση’ δύο κρατών, ενός ελληνοκυπριακού και ενός τουρκοκυπριακού), προσφέροντας ασφάλεια, εγγυώμενος πως δεν θα απειληθούν οι περιφερειακές συμμαχίες της Κυπριακής Δημοκρατίας[4] και η εν γένει γεω-πολιτική της θέση, απορροφώντας τις ευρύτερες συνέπειες μίας τέτοιας εξέλιξης[5] και, ει δυνατόν, αποτρέποντας αυτό το ενδεχόμενο (δύο ξεχωριστά κράτη στο νησί).

Αυτή η παράμετρος, σε συνδυασμό με την γενικότερη αίσθηση ή αντίληψη πως υπήρξε ένας επιτυχημένος υπουργός Εξωτερικών, προσέδωσε δυναμική στην υποψηφιότητα του, με τον ίδιο να κερδίζει την υποστήριξη και μίας κρίσιμης μερίδας ψηφοφόρων του ‘Δημοκρατικού Συναγερμού’, ιδίως αυτών που αποδίδουν έμφαση στο Κυπριακό και στις συναφείς με αυτό εξελίξεις, στερώντας από τον Αβέρωφ Νεοφύτου το κάτι παραπάνω που χρειαζόταν προκειμένου να εισέλθει στο δεύτερο εκλογικό γύρο.

Ο δεύτερος λόγος που συνέδραμε στην εκλογική πρωτιά Χριστοδουλίδη, έχει σχέση με το εν γένει πολιτικό του προφίλ, το οποίο θεωρήθηκε και πιο τεχνοκρατικό από αυτό του Αβέρωφ Νεοφύτου, ο οποίος δεν κατάφερε ποτέ να υπερβεί την ‘ετικέτα’ του κομματικού υποψηφίου, αλλά και πιο ανοιχτό και κοσμοπολίτικο από αυτό του Ανδρέα Μαυρογιάννη, ο οποίος στερείται του κύκλου γνωριμιών και της απήχησης που απολαμβάνει ο Νίκος Χριστοδουλίδης εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το γεγονός αυτό τον κατέστησε περισσότερο ‘προεδρικό,’ ‘πιο έτοιμο’ να αναλάβει προεδρικά καθήκοντα, εκεί όπου τέθηκαν οι βάσεις για να αποσπάσει την ψήφο μετριοπαθών ψηφοφόρων που έχουν σχέση με Ελληνοκυπριακές διασπορικές κοινότητες.[6]

Ο τρίτος λόγος ή παράγοντας που οδήγησε στην υπερψήφιση Χριστοδουλίδη, ήσαν το γεγονός (γεγονός-καταλύτη μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε), πως ο άλλοτε κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν δίστασε να παραιτηθεί από την θέση του υπουργού Εξωτερικών έγκαιρα, ‘αποποιούμενος’ των προνομίων και του κύρους που συνοδεύει την θέση αυτή, διαθέτοντας την επίγνωση πως μία τέτοια επιλογή μπορεί να τον καταστήσει στόχο επιθέσεων από πολιτικούς διαφορετικών παρατάξεων ως προς τα κίνητρα.

Με την απόφαση αυτή, ο Νίκος Χριστοδουλίδης εισήλθε οικειοθελώς σε μία ‘γκρίζα ζώνη’ εντός της οποίας δεν υπήρχε ουδεμία πολιτική σιγουριά.

Είναι αυτό ακριβώς το ρίσκο που εκτιμήθηκε από αρκετούς ψηφοφόρους (και νέους), όπως επίσης και το ό,τι διεφάνη πως ο υποψήφιος για την προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν φαίνεται να υπολογίζει το πολιτικό κόστος των επιλογών του (γιατί να μην μείνει έως το τέλος στην θέση του υπουργού Εξωτερικών; ), στοιχεία που ώθησαν αυτούς τους ψηφοφόρους να του δώσουν «ψήφο συμπάθειας»,[7] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση των Marsh & Franklin.

 Και συνάμα, ψήφο πολιτικής επιδοκιμασίας μέσα στην οποία εμπεριέχεται η παράμετρος της σύγκρουσης: ‘Εάν ο Νίκος Χριστοδουλίδης δεν διστάζει από τώρα να ρισκάρει και να συγκρουσθεί και με το κόμμα του, να αναλάβει το κόστος των επιλογών του,  τότε είναι πολύ πιθανό να πράξει κάτι τέτοιο και ως πρόεδρος. Είναι διαθέσιμοι οι συνυποψήφιοι του να πράξουν κάτι τέτοιο;'

Ο τέταρτος λόγος που κατέστησε εφικτή την υπερψήφιση του πρώην υπουργού Εξωτερικών, είναι το ό,τι αρκετοί ψηφοφόροι προσήλθαν στις κάλπες, δίχως να έχει προηγηθεί κάποια ιδιαίτερη αμφιταλάντευση εδώ (εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα λέγαμε πως αρκετοί αμφιταλαντευόμενοι μέχρι την τελευταία ημέρα εκλογείς, στράφηκαν προς τον Ανδρέα Μαυρογιάννη),[8] με στόχο το να αποκτήσει ο Νίκος Χριστοδουλίδης ένα καθαρό προβάδισμα νίκης εν όψει του δευτέρου γύρου, θέτοντας από τώρα τις βάσεις ώστε όχι μόνο να καταφέρει να επικρατήσει, αλλά, να σχηματίσει μία κυβέρνηση όπως ο ίδιος την επιθυμεί, χωρίς σημαντικές κομματικές παρεμβολές. Άρα, η ψήφος που έλαβε ο Νίκος Χριστοδουλίδης από εκλογείς αυτής της κατηγορίας, είναι ψήφος «τακτικής», κατά τη διατύπωση του Marsh.[9]

Οι Κυπριακές προεδρικές εκλογές υπήρξαν πολύ σημαντικές, όχι όμως και «εκλογές-βαρόμετρο»,[10] από την στιγμή όπου οι «αλλαγές σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο» την δεύτερη πενταετία Αναστασιάδη, δεν ήταν τόσο ριζικές.

 

[1] Οι Κυπριακές προεδρικές εκλογές είναι οι δεύτερες που πραγματοποιήθηκαν το νέο έτος σε χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είχαν προηγηθεί στα τέλη του Ιανουαρίου, οι προεδρικές εκλογές στην Τσεχία, στις οποίες επικράτησε λαμβάνοντας άνω του 55% των ψήφων, ο στρατηγός Πετρ Πάβελ.

[2] Βλέπε σχετικά, Γιωτάκη, Αλεξάνδρα, ‘Ο Χριστοδουλίδης την πρωτιά, ο Μαυρογιάννης την έκπληξη,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 06/02/2023, σελ. 8. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης, άλλοτε σημαντικό στέλεχος του ‘Δημοκρατικού Συναγερμού,’ υποστηρίχθηκε από το ΔΗΚΟ, τη ΔΗΠΑ  και την ΕΔΕΚ. Άρα, δεν ήσαν τόσο ‘ανεξάρτητος’ όσο άφησε να διαφανεί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Όμως, η επένδυση συμβολικών-πολιτικών πόρων στην ‘ανεξάρτητη’ υποψηφιότητα του, αποδείχθηκε μία αρκούντως έξυπνη, πολιτικά-εκλογικά, επιλογή, καθότι την κατάλληλη χρονική στιγμή, αποτραβήχθηκε και απομακρύνθηκε από το περιβάλλον του ‘Δημοκρατικού Συναγερμού’ που είχε υποστεί φθορά λόγω της πολυετούς παραμονής του στην εξουσία, με αποτέλεσμα να εκτεθεί ακόμη περισσότερο ο πρόεδρος του κόμματος και υποψήφιος για την προεδρία Αβέρωφ Νεοφύτου, ο οποίος, για μία μερίδα εκλογέων, δεν υπήρξε απλά συνδεδεμένος πολιτικά-ιδεολογικά με τον ‘Δημοκρατικό Συναγερμό,’ αλλά ταυτισμένος μαζί του. Η υποψηφιότητα του Νίκου Χριστοδουλίδη δεν υπήρξε ακομμάτιστη, αλλά, αρκετά απομακρυσμένη από τα δύο πολιτικά κόμματα που ιστορικά συγκροτούν τον Κυπριακό δικομματισμό, κάτι που του επέτρεψε να διεισδύσει σε εκείνες τις κατηγορίες των ψηφοφόρων που εξ αρχής αναζητούσαν μία εναλλακτική λύση πέραν των υποψηφίων του 'Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζόμενου Λαού’ (ΑΚΕΛ) και του ΔΗΣΥ, βρίσκοντας στον Νίκο Χριστοδουλίδη τον υποψήφιο που αναζητούσαν.

[3] Ένα τέτοιο ποσοστό αφήνει υποθήκες ως προς την οργανωτική ανασυγκρότηση και την ανανέωση των πολιτικών-ιδεολογικών θέσεων του κόμματος μετά την δεκαετή παραμονή του Νίκου Αναστασιάδη στην προεδρία, αρκεί να αξιοποιηθεί σωστά. Σαφώς, κινούμενοι σε ένα θεωρητικό επίπεδο, δεν θα πούμε πως η ήττα Νεοφύτου ήταν απαραίτητη ή αναπόφευκτη. Όμως, δεν θα διστάσουμε να τονίσουμε πως μπορεί να αποτελέσει την ευκαιρία ανασυγκρότησης (ο αντίκτυπος της αποχώρησης του Νίκου Χριστοδουλίδη υπήρξε και οργανωτικός, από την στιγμή όπου στελέχη του κόμματος συμπαρατάχθηκαν μαζί του, στηρίζοντας στην προσπάθεια διεκδίκησης της προεδρίας), του κόμματος που υπό άλλες συνθήκες δεν θα παρουσιάζονταν τόσο εύκολα. Το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ και της ήττας του στις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου του 2004, πρέπει να λειτουργήσει διδακτικά για τα μέλη του κόμματος, εάν υποτεθεί πως παρακολουθούν τις εν Ελλάδι πολιτικές εξελίξεις και μελετούν την ελληνική πολιτική-εκλογική ιστορία. H ήττα του κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του 2007, δεν αποτέλεσε τροχοπέδη και δεν συνέβαλε στο να πραγματοποιήσει το κόμμα βήματα προς τα πίσω, καθότι βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη και με τάσεις ολοκλήρωσης η διαδικασία της αναμόρφωσης του, με αποτέλεσμα δύο χρόνια αργότερα, το κόμμα υπό την ηγεσία του Γιώργου Παπανδρέου, να καταγάγει σημαντική εκλογική νίκη.

[4] Ο Νίκος Χριστοδουλίδης, δεν ήσαν, από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών, ο ‘αρχιτέκτονας’ της συμμετοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας στο σύστημα περιφερειακών συμμαχιών της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, υπήρξε όμως ο πολιτικός που συνετέλεσε στην περαιτέρω ενίσχυση των συμμαχιών της, σε ένα λεπτό σημείο όπου επί θητείας του η χώρα κατέστη πραγματικά ‘ορατή’ από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία συνειδητοποίησε την οιονεί γεω-πολιτική αξία και σημαντικότητα της.

[5] Η Αλεξάνδρα Φωτάκη επισημαίνει πως ενώ ο Ανδρέας Μαυρογιάννης που υποστηρίχθηκε από το ΑΚΕΛ και «υπήρξε ο διαπραγματευτής για το Κυπριακό στις δύο θητείες της κυβέρνησης Αναστασιάδη, έδειξε να κερδίζει την ψήφο των προσφύγων», ο Νίκος Χριστοδουλίδης υποστηρίχθηκε κατά κύριο λόγο από μη πρόσφυγες Ελληνοκύπριους. Ο ίδιος ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Αρχικά, μπορούμε να πούμε πως έλαβε χώρα η συγκρότηση μίας διαιρετικής, όχι όμως συγκρουσιακής τομής, που επηρέασε τη διαμόρφωση της εκλογικής συμπεριφοράς Ελληνοκύπριων πολιτών. Όμως, η διαπίστωση αυτή προσφέρει ένα ακόμη πλεονέκτημα: Δηλαδή, μας προσφέρει την ευκαιρία να διεισδύσουμε περισσότερο εντός της εκλογικής βάσης Χριστοδουλίδη, λέγοντας πως μεταξύ των μη προσφύγων που τον στήριξαν, βρίσκονται και αρκετοί που επιθυμούν, ιδίως σε περίπτωση που δεν προκύψει κάποια θετική εξέλιξη ως προς το Κυπριακό, την διατήρηση του status quo (εν είδει υποθέσεως εργασίας θα πούμε πως μεταξύ αυτών που τον στήριξαν βρίσκονται και άτομα που δεν επιθυμούν βιαστικές επιλογές και αποφάσεις),  εκτιμώντας πως ‘μόνο’ ο Νίκος Χριστοδουλίδης, λόγω απήχησης στο εξωτερικό, μπορεί να εγγυηθεί κάτι τέτοιο και όχι ο Ανδρέας Μαυρογιάννης που ναι μεν υπήρξε διαπραγματευτής του Κυπριακού, όχι όμως και πολιτικός ‘διαχειριστής’ των επιπτώσεων που μπορεί να είχε για την Κυπριακή Δημοκρατία η μη επίλυση του Κυπριακού το 2017, στο Κραν Μοντανά. Αυτήν ακριβώς την διαχείριση πιστώνουν στον Νίκο Χριστοδουλίδη.

[6] «Στο 28% έφτασε το ποσοστό της αποχής, παραμένοντας για μία ακόμα φορά σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, όπως και το 2018, ενώ τη δύναμη του σταθεροποιεί και ενισχύει ελαφρώς το ΕΛΑΜ, το οποίο πήρε ποσοστό 6% έναντι 5,65% στις εκλογές του 2018». Σε ό,τι έχει να κάνει με την αποχή, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν εξαιρείται από την σύγχρονη ευρωπαϊκή εκλογική ιστορία, εντός της οποίας η αποχή με αυξομειώσεις, έχει σταθεροποιηθεί σε υψηλά ποσοστά, με την αντιμετώπιση και δη την αποτελεσματική αντιμετώπιση της, να υπερβαίνει έναν και ίσως και δύο εκλογικούς κύκλους. Το φαινόμενο είναι εξόχως σύνθετο για να αποδοθεί απλοϊκά και μονοσήμαντα σε προσδιοριστικές μεταβλητές όπως είναι η ηλικία, το φύλο και η κομματική-πολιτική αποστοίχιση των τελευταίων ετών. Όπως ψύχραιμα και τεκμηριωμένα υπογραμμίζουν η Ευτυχία Τεπέρογλου και ο Σταύρος Σκρίνης, «προσδιοριστικοί παράγοντες της αποχής αναδεικνύονται τόσο ατομικοί λόγοι (individual level determinants of turnout), όσο και το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο (systemic and contextual determinants of turnout)». Bλέπε σχετικά, Τεπέρογλου, Ευτυχία., & Σκρίνης, Σταύρος., ‘Το μοντέλο των εκλογών δεύτερης τάξης και οι Ευρωεκλογές της 13ης Ιουνίου 2004 στην Ελλάδα,’ Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τόμος 27, 2006, σελ. 10, Διαθέσιμο στο: Teperoglou.pdf (auth.gr)

[7] Βλέπε σχετικά, Marsh, M., & Franklin, M., ‘The Foundations: Unanswered questions from the study of European Elections, 1974-1994,’ στο: Eijk, Van der Cees., Franklin, M., (επιμ.), ‘The European Electorate and national politics in the face of union,’ Ann Arbor, The University of Michigan Press, 1996. Συνεπεία αυτής της επιλογής, ο Νίκος Χριστοδουλίδης θεωρείται ως ο πιο κατάλληλος να ηγηθεί της χώρας και της νέας κυβέρνησης.

[8] Ο Ανδρέας Μαυρογιάννης, λόγω του ό,τι ήταν λιγότερο γνωστός από τους κυριότερους αντιπάλους του, είχε περισσότερο ανάγκη την πραγματοποίηση μίας καλής και πετυχημένης προεκλογικής εκστρατείας.

[9] Bλέπε σχετικά, Marsh, M., ‘What voters teach us about Europe-wide elections; What Europe-wide elections teach us about voters,’ Electoral Studies, Τόμος 15, Τεύχος 2, 1996, σελ. 152. Ο Υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδη, όταν αναφέρθηκε  στο ενδεχόμενο πραγματοποίησης συνεχόμενων εκλογών, σε περίπτωση που δεν θα προκύψει ούτε αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ούτε θα σχηματισθεί κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, παρέβλεψε τον κίνδυνο της «εκλογικής κόπωσης» (electoral fatigue/Από «εκλογική κόπωση» σίγουρα δεν πάσχουν οι κάτοικοι της Λιβύης), με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο και ως προς το εύρος της αποχής και ως προς το εύρος της ψήφου διαμαρτυρίας (για τον επικοινωνιολόγο Γιώργο Σεφερτζή, ο Χριστοδουλίδης εισέπραξε τμήμα της αντι-συστημικής ψήφου).

[10] Bλέπε σχετικά, Τεπέρογλου, Ευτυχία., & Σκρίνης, Σταύρος., ‘Το μοντέλο των εκλογών δεύτερης τάξης και οι Ευρωεκλογές της 13ης Ιουνίου 2004 στην Ελλάδα…ό.π., σελ. 3. «Εκλογές-βαρόμετρο» ήσαν οι βουλευτικές εκλογές του 1985, στις οποίες επικράτησε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.