Ο Μάριο Ντράγκι καλεί με την έκθεσή του την Ε.Ε. να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Να συνειδητοποιήσει τα περιορισμένα μεγέθη και τα διαρθρωτικά της προβλήματα τοποθετώντας τον εαυτό της στα παγκόσμια συμφραζόμενα. Να παύσει να λειτουργεί αυτοαναφορικά εκλαμβάνοντας τον εαυτό της ως σύμπαν και μάλιστα πρωτίστως ως νομικό σύμπαν, καθώς το πεδίο στο οποίο πρωτοπορεί η Ε.Ε. είναι αυτό των ρυθμίσεων.
Η έκθεση τονίζει το αυτονόητο ότι «ποτέ στο παρελθόν η κλίμακα των χωρών μας δεν φαινόταν τόσο μικρή και ανεπαρκής σε σχέση με το μέγεθος των προκλήσεων». Πρόκειται για την κοινή παραδοχή στην οποία θεμελιώνεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εδώ και εξήντα επτά χρόνια. Αυτό που προσθέτει η έκθεση είναι ότι τώρα πλέον και η κλίμακα της Ε.Ε. έχει καταστεί μικρή και ανεπαρκής σε σχέση με το μέγεθος των σημερινών και των επικείμενων προκλήσεων που αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο σε όλα τα πεδία. Αλλά και σε σχέση με το μέγεθος των ΗΠΑ, της Κίνας και όλων των άλλων παικτών που διαθέτουν πληθυσμιακό όγκο και φυσικούς πόρους. Έχοντας μια τόσο φιλόδοξη στόχευση η έκθεση Ντράγκι επιστρέφει στα βασικά. Θέτει κατά βάθος το ζήτημα της κυριαρχίας και της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών - μελών και προτείνει να καταστεί ο δημόσιος τομέας μοχλός των δημοσιονομικών καταρχάς εξελίξεων, δηλαδή μιας εντυπωσιακής αύξησης του κοινού δανεισμού ώστε σε συνεργασία προφανώς με τον ιδιωτικό τομέα να επιτευχθεί ο προτεινόμενος στόχος: «το μερίδιο των επενδύσεων στην Ευρώπη να αυξηθεί κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, σε επίπεδα που τελευταία φορά υπήρξαν στις 10ετίες του 1960 και 1970. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης: Οι πρόσθετες επενδύσεις που προέβλεπε το Σχέδιο Μάρσαλ τα χρόνια 1948-51 αντιστοιχούσαν σε περίπου 1-2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως.»
Μόνο με τον τρόπο αυτό, κατά την έκθεση, μπορεί να γεφυρωθεί το χάσμα καινοτομίας που χωρίζει την Ε.Ε. από τις ΗΠΑ και την Κίνα, ιδίως στις προηγμένες τεχνολογίες, να τεθεί σε εφαρμογή ένα κοινό ευρωπαϊκό σχέδιο για την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα και για την ανταγωνιστικότητα, να ενισχύσει η Ε.Ε. την ασφάλειά της και να μειώσει τις εξαρτήσεις της σε όλους τους τομείς, πρωτίστως αυτόν της ενέργειας.
Κατά την έκθεση, η Ευρώπη στερείται εστίασης, σπαταλά τους κοινούς πόρους της και δεν συντονίζεται εκεί που έχει σημασία. Αναδεικνύεται συνεπώς η ανάγκη να επαναχαραχθούν όλες οι ευρωπαϊκές πολιτικές και πρωτίστως η πολιτική συνοχής, η βιομηχανική πολιτική και η ενεργειακή πολιτική. Η δε ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας γίνεται αντιληπτή ως ζεύγος με τους μεγάλους στόχους για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.Ο Μ. Ντράγκι γνωρίζει προφανώς ότι όλα αυτά πρέπει να καταστούν αντικείμενο συμφωνίας των κρατών μελών, στην πλήρη μορφή τους προϋποθέτουν την αναθεώρηση των Συνθηκών και την κύρωση των αναθεωρημένων Συνθηκών από τα κράτη - μέλη κατά τους συνταγματικούς κανόνες του καθένα από αυτά και για πολλά από αυτά με δημοψήφισμα. Στο μεταξύ, η ευρωπαϊκή φιλελεύθερη δημοκρατία, οι αξίες και τα αυτονόητά της δοκιμάζονται λίγο ή πολύ σε όλα τα κράτη μέλη καθώς οι ευρωπαϊκές κοινωνίες νιώθουν να ύπο-αντιπροσωπεύονται πολιτικά και διάφορες εκδοχές της Ακροδεξιάς και του αντιευρωπαϊκού αντισυστημικού λαϊκισμού βρίσκουν πρόσφορο έδαφος.
Η ρεαλιστική πρόβλεψη είναι ότι κάποιες από τις επιμέρους προτάσεις της έκθεσης θα υιοθετηθούν μέσα από διεργασίες παρόμοιες με αυτές που οδήγησαν στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης και στο Ταμείο Ανάκαμψης, είναι όμως μικρές οι πιθανότητες να γίνει αποδεκτό το κεντρικό μήνυμα της έκθεσης που επιδιώκει την αφύπνιση της Ε.Ε. από την υπνοβασία της γραμμικής πορείας μέσα στο γραφειοκρατικό της πλαίσιο και την υιοθέτηση ενός γενναίου άλματος στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η Ελλάδα, όπως και όλα τα μεσαία και μικρά κράτη - μέλη, καλείται να αναγνώσει την έκθεση Ντράγκι και όλες τις συναφείς εκθέσεις (Λέτα, Ινστιτούτου Bruegel) ως διπλή επείγουσα πρόκληση:
Πρώτον, να τοποθετηθεί ορθά εντός των ευρωπαϊκών συσχετισμών που είναι πρωτίστως διακυβερνητικοί.
Δεύτερον, να διαμορφώσει τη δική της εθνική στρατηγική, γιατί παρότι η εθνική κλίμακα είναι μικρή και ανεπαρκής και έχουμε καθήκον «ευρωπαϊκής νομιμοφροσύνης», η ενωσιακή αμηχανία αναγκάζει τα κράτη μέλη να αναλάβουν περισσότερες πρωτοβουλίες μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον πολύπλοκο και υψηλής διακινδύνευσης.
Πηγή: www.kathimerini.gr