Η Εβδόμη Μέρα της Δημιουργίας

Δημήτρης Καλουδιώτης 19 Απρ 2023

Την μεγάλη Παρασκευή 14 Απρίλη είδα ξανά, τυχαία, στην ΕΡΤ2 την ταινία «Η Εβδόμη μέρα της Δημιουργίας». Ο καθένας μας ίσως έχει την δική του μέρα της Δημιουργίας.

Το 1966-67 είμαι πρωτοετής φοιτητής στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο Πατρών. Την Τετάρτη 19 Απρίλη πριν τη μεγάλη εβδομάδα του Πάσχα το 1967 γυρίζω, αφού μείνω το βράδυ στην Ναύπακτο, στο χωριό μου το Καλούδι. Το βράδυ εκείνο , ως μέλος της ΕΔΗΝ της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου, μαζί με τον κολλητό φίλο μου και ομοϊδεάτη από το Γυμνάσιο, το Δημήτρη Ράπτη, που είχαμε περάσει στην ίδια σχολή, δε ζει πια εδώ και περίπου δέκα χρόνια, και άλλους βάζαμε προεκλογικές αφίσες στην πόλη . Επακολούθησαν οι τότε αψιμαχίες με την αστυνομία, συνηθισμένα πράγματα. Θα τα βρίσκαμε μπροστά μας αργότερα…

Την άλλη μέρα την Πέμπτη το πρωί πηγαίνω στο χωριό . Μεγάλη απόσταση τότε, τριάντα χιλιόμετρα χωματόδρομος. Την Παρασκευή 21η Απρίλη επιβάλλεται η δικτατορία. Μου ήλθε ο ουρανός σφοντύλι. Βρέθηκα και μόνος μου στο χωριό. Ένα χωριό πενήντα οικογενειών με ένα ραδιόφωνο όλο κι όλο στο καφενείο. Μεγάλα ζόρια. Έτσι μέσα στην δυστυχία πέρναγαν οι μέρες ως το Πάσχα όπου επεδίωξα να μεθύσω για να διασκεδάσω την απελπισία μου. Με ακολούθησε κι ο αγαπημένος μου και πολύ μεγαλύτερος εξάδελφός μου ο Κώστας που όμως είχε σχετική πείρα και κάπου έβαλε τέλος. Αντίθετα εγώ συνέχισα να πίνω ώσπου κατέληξα σε ένα διαρκές παραλήρημα για το κακό που μας βρήκε με τη χούντα, για την δημοκρατία και τη χώρα. Το παραλήρημα αυτό, συνοδευόμενο με κλάμα και παράπονο, συνεχίζονταν αμείωτο ως αργά το βράδυ. ΟΙ γονείς μου φοβούμενοι και την χούντα με ανέβασαν στο πάνω σπίτι όπου και συνέχισα απτόητος να μονολογώ. Τέλος πάντων κάποτε κοιμήθηκα. Την άλλη μέρα ξύπνησα με ένα κεφάλι καζάνι, κακή διάθεση, απελπισία. Ορκίστηκα ότι δεν πρόκειται να πιώ ξανά κρασί. Αργότερα το μετέβαλα σε δεν θα ξανά μεθύσω γεγονός που τηρώ ακόμα.

Έτσι πέρασαν δέκα δεκαπέντε μέρες δύσκολες με ενημέρωση από το ελεγχόμενο ραδιόφωνο και συζητήσεις κυρίως με τον εξάδελφό μου και κάποιους άλλους αντιχουντικούς στο μικρό χωριό.

Άνοιξε και το Πανεπιστήμιο. Και με τον φίλο μου πήγαμε στην Πάτρα. Άνοιξαν και τα σινεμά και μια από τις πρώτες μέρες, κάπου ο πρώτο δεκαήμερου του Μαΐου 1967, πήγαμε να δούμε την Εβδόμη Μέρα της Δημιουργίας σε σενάριο του αγαπημένου μας Ιάκωβου Καμπανέλλη, σκηνοθεσία του Β. Γεωργιάδη με τον Γιώργο Τζώρτζη πρωταγωνιστή κλπ. Η ταινία, ιδωμένη τότε και υπό το γεγονός της δικτατορίας, με συγκλόνισε. Με πήραν τα κλάματα στα κρυφά μες στο σκοτάδι. Όταν όμως βγήκαμε από το σινεμά δεν μπόρεσα να το αποφύγω. Άρχισα να κλαίω με λυγμούς μέσα στην πόλη, μπροστά στον κόσμο, μη μπορώντας να συγκρατηθώ. Παρά της προσπάθειες του άλλου Δημήτρη. Το κλάμα αυτό πρέπει να κράτησε πάνω από ώρα. Ώσπου κάποια στιγμή απόσωσα και δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω.

Ήμουν είκοσι χρονών. Την άλλη μέρα και τις μέρες που ακολούθησαν πήρα βαθμιαία αποφάσεις για την Χούντα και τις προσωπικές μου ευθύνες στην οικογένεια , την κοινωνία, την χώρα μου. Την μέρα εκείνη την αντιμετώπισα έκτοτε ως την μέρα ενηλικίωσής μου. Ήταν η δική μου μέρα της δημιουργίας.

Το κλάμα εκείνο είναι για μένα ένα εναρκτήριο γεγονός της ενήλικης ζωής μου. Και το παράδοξο είναι πως κάθε φορά που βλέπω αυτή την ταινία, συνήθως τυχαία, κλαίω , θρηνώ χωρίς να μπορώ να συγκρατηθώ. Ίσως κλαίω όχι για την νιότη μου, που δεν τη θεωρώ χαμένη αλλά για την νιότη όλων μας που χρειάζεται κάποιο ορόσημο, για να περάσει στις ευθύνες της ζωής. Η ταινία, παρά τα σχεδόν εξήντα χρόνια της, λίγο προκατειλημμένος, μου αρέσει και νομίζω ότι αντέχει στο χρόνο.

Υστερόγραφο: Βρίσκομαι ως Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, τριάντα χρόνια μετά, κάπου το Σεπτέμβριο του 1997 στην Νάξο. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι με διάφορους Ναξιώτες της Αυτοδιοίκησης, με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και τον Μανώλη Γλέζο Κοινοτάρχη τότε της Απειράνθου ο οποίος με πιέζει να πάμε στην Κοινότητά του όπου μας περίμεναν… Προσπαθώ να του εξηγήσω ότι θέλω να μιλήσω πριν με τον Καμπανέλλη. Αυτός μου αντιτείνει ότι θα τον δω όταν γυρίσουμε και με την γνωστή επιμονή του με αναγκάζει, με πείθει. Η συνάντηση με τον Καμπανέλλη δεν έγινε ποτέ και έχασα την ευκαιρία να τον ευχαριστήσω για το ρόλο που έπαιξε στη ζωή μου. Μου μένει πάντα μια πίκρα που δεν κατάφερα να του το πω.

Ας είναι το κείμενο αυτό φόρος τιμής και μνημόσυνο στον Ιάκωβο Καμπανέλλη αλλά και στον αγαπημένο φίλο μου Δημήτρη Ράπτη.