Η Διαρκής Υποχώρηση του Ελληνικού Νηολογίου

Κώστας Χλωμούδης 26 Φεβ 2025

Αποδυνάμωση του ελληνικού νηολογίου καταγράφουν τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), επιβεβαιώνοντας τη σταθερή μείωση των τελευταίων ετών, τόσο σε όρους χωρητικότητας όσο και σε αριθμό ποντοπόρων πλοίων.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Επιτροπής Ναυτιλιακής Συνεργασίας του Λονδίνου – Committee, σε αριθμό πλοίων η ελληνική σημαία είναι η τέταρτη επιλογή του ελληνικού εφοπλισμού με ποσοστό 11,8%, μετά τα νηολόγια της Λιβερίας (27,5%), των Νήσων Μάρσαλ (26%) και της Μάλτας (12,7%).

Συνολικά, τον Δεκέμβριο του 2024 η δύναμη του ελληνικού νηολογίου διαμορφώθηκε στα 1.832 πλοία (άνω των 100 κοχ), με συνολική χωρητικότητα 35.586.905 κοχ. Εξ αυτών, τα 378 ήταν μεγάλα ποντοπόρα πλοία άνω των 30.000 κοχ.

Η διαφορά σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2023 και του 2022, άγγιξε το 3% και το 7% αντίστοιχα.

Το πρόβλημα έχει παρελθόν τουλάχιστον δυο δεκαετιών. Ενδεικτικά, στις αρχές του 21ου αιώνα το ποσοστό του υπό ελληνική σημαία στόλου ξεπερνούσε το 30% των ελληνόκτητων πλοίων.

Πολλά χρόνια παρακολουθούμε τη συζήτηση σε μια προσπάθεια ερμηνείας του ερωτήματος “…γιατί ένας εφοπλιστής, Έλληνας ή και ξένος, να επιλέξει ή όχι να υψώσει την ελληνική σημαία στο/στα πλοία του?..”.

Είναι αλήθεια ότι οι κυρίαρχες και ηγεμονεύουσες απόψεις, που επιχείρησαν να απαντήσουν το ερώτημα αυτό, κατά τεκμήριο αποτέλεσαν περισσότερο φαρέτρα “τεκμηρίωσης και υποστήριξης συμφερόντων” και λιγότερο ή καθόλου, απάντηση στο θέμα.

Προφανώς και πρέπει η ελληνική σημαία να είναι τουλάχιστον εξίσου ανταγωνιστική με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Είτε λέγεται Μάλτα, είτε λέγεται Κύπρος, είτε λέγεται Ολλανδία, είτε Γερμανία.

Το ερώτημα λοιπόν είναι αν θα χαμηλώσουμε και περιορίσουμε τις “ρυθμίσεις”, για να γίνουμε μία από αυτές ή να συγκροτήσουμε και να προτείνει η χώρα, ένα “πλαίσιο κοινών κανόνων” για όλα τα μέλη της ΕΕ, ώστε να διασφαλίζεται από τη μια η ανταγωνιστικότητα και από την άλλη η ποιότητα των θαλασσίων μεταφορών, προς όφελος όλων των εμπλεκομένων μερών?.

Θυμόμαστε αναφορές του προηγούμενου Υπουργού επί της Ναυτιλίας κου Πλακιωτάκη με μονοδιάστατη αναφορά και στόχευση «… Αν μπορέσουμε και φέρουμε τα μισθολόγια των κατώτερων πληρωμάτων, από ανθυποπλοίαρχο και κάτω, από τρίτο μηχανικό και κάτω, στα μισθολόγιο του ITF, στη διεθνή ναυτεργατική σύμβαση που επικρατεί, τότε θα βρεθεί ο δρόμος για την ενίσχυση της ελληνικής σημαίας…».

Θυμόμαστε και αναφορές εκπροσώπων της πλοιοκτησίας, θεσμικών και άλλων παραγόντων με ιδιαίτερη επισήμανση στο ότι «… Έχει πολλά βάρη η ελληνική σημαία. Όπως η σύνθεση του πληρώματος. Είναι πεπαλαιωμένο σύστημα αυτό. Πολλοί θέλουν να βάλουν ελληνική σημαία αλλά δεν βρίσκουν Έλληνες αξιωματικούς, όπως απαιτεί η ελληνική νομοθεσία που προβλέπει συγκεκριμένο αριθμό…».

Ήταν Ιανουάριος του 2021 όταν ο κος Πλακιωτάκης, εκφράζοντας και εκπροσωπώντας αυτό το αφήγημα, κατέθεσε νομοσχέδιο προς αυτή την κατεύθυνση.

Θυμάμαι ακόμη αναφορές για το συγκεκριμένο Νομοσχέδιο. “…Κωδικός «Ενίσχυσης της ελληνικής σημαίας»…” το είχε ονομάσει ο επικοινωνιακός μηχανισμός και οι σχετικοί «λειτουργοί» υποστήριξης αυτών των απόψεων.

“Θα δώσουμε επιτέλους νέα πνοή στο ελληνικό νηολόγιο, ώστε να ανακόψουμε την πτωτική του πορεία…” παρουσίαζεi το σχετικό νομοθέτημα του ο κος Πλακιωτάκης. Με μέτρα όπως

  • το μισθολογικό των ναυτικών-κατώτερα πληρώματα στα υπό ελληνική σημαία πλοία το εξισώνεται με τα διεθνή ισχύοντα όπως προβλέπει η ITF-Διεθνής Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές,
  • την απάντηση της διπλής φορολόγησης για τους αλλοδαπούς ναυτικούς
  • ναυτικούς των ναυτικών Λυκείων ώστε να φθάνουν ως τα υψηλά αξιώματα της γέφυρας και της μηχανής “…προάγοντας τη ναυτική εκπαίδευση…”.
  • με ενσωμάτωση “…του υφιστάμενου σταθερού και συνταγματικά κατοχυρωμένου θεσμικού πλαισίου νηολόγησης ποντοπόρων πλοίων.
  • και άλλα σχετικά αντίστοιχα…

Θεωρούσαν ότι με αυτό τον τρόπο θα κατάφερναν να εγγραφούν νέων ποντοπόρων πλοίων, ελληνόκτητα αλλά και όχι, ώστε να ανακοπεί η πτωτική πορεία των τελευταίων δεκαετιών…

Ήταν τότε που ο τέως πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, πίστευε και δήλωνε ικανοποιημένος από τη μέριμνα για αυτά που το νομοθέτημα αντιμετώπιζε. «… Μέχρι το επόμενο έτος, υπό το νέο καθεστώς, η ελληνική σημαία μπορεί να είναι ανταγωνιστική σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές σημειώσεις. Και είμαι σίγουρος ότι την επόμενη δεκαετία θα δούμε την πλειονότητα των ελληνόκτητων πλοίων να επιστρέφουν στην ελληνική σημαία. Εάν πετύχουμε την αναγέννηση της ναυτοσύνης, τότε η ελληνική ναυτιλία μπορεί να προσβλέπει σε ακόμη πιο καλύτερα χρόνια…» δήλωνε ο αξιότιμος κος Θεόδωρος Βενιάμης.

Γιατί λοιπόν, μετά από την νομοθετική τακτοποίηση όλων αυτών, οι εφοπλιστές, Έλληνες ή και ξένοι, δεν επιλέγουν την ελληνική σημαία;

Η απώλειες της ελληνικής σημαίας είναι εμφανείς και από το γεγονός ότι τα τελευταία τρία χρόνια η ελληνική σημαία έχει κατρακυλήσει στη δεύτερη θέση στην Ευρώπη, αισθητά πίσω από τη Μάλτα, ενώ πλέον απειλείται και από την Κύπρο που αυξάνει εντυπωσιακά τον αριθμό πλοίων στο κυπριακό νηολόγιο.

Σύμφωνα με έρευνα που έγινε σε ελληνικές ναυτιλιακές, οι βασικές αιτίες συρρίκνωσης του ελληνικού νηολογίου και οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι τέσσερις:

1.  οι γραφειοκρατικές και χρονοβόρες διαδικασίες, για τις οποίες υπόλογο είναι το σχετικό Υπουργείο,

2.  η έλλειψη άμεσα διαθέσιμου πληρώματος,

3.  η έλλειψη ψηφιοποίησης του ελληνικού νηολογίου,

4.  αλλά και ο μεγάλος χρόνος απόκρισης των υπηρεσιών του αρμοδίων υπηρεσιών, στις ανάγκες των πλοίων σε 24ωρη βάση, όπως δηλαδή λειτουργεί η ναυτιλία στις παγκόσμιες θάλασσες, καιρούς και ώρες.

Με βάση αυτά και μόνο, φαίνεται ότι αλλού ήταν το πρόβλημα και άλλα τα προτάγματα των stakeholders και των κυβερνητικών επιλογών της προηγούμενης περιόδου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η πτωτική τάση είναι ιδιαίτερα εμφανής το 2023, όταν και ο αριθμός των πλοίων με ελληνική σημαία έπεσε κάτω από το ψυχολογικό όριο των 500 πλοίων (άνω των 1.000 gt), βάσει έρευνας του Greek Shipping Cooperation Committee.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία από το τελευταίο δελτίο που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, μέσα στη τελευταία δεκαετία ο στόλος ελληνικής σημαίας έχει περιοριστεί κατά 25%.

Τον Δεκέμβριο του 2024 και σε ό,τι αφορά τις μεγάλες χωρητικότητες, η ψαλίδα είναι σαφώς πιο ευδιάκριτη. Στην κατηγορία των πλοίων άνω των 30.000 κοχ η ελληνική σημαία τον Δεκέμβριο του 2024 μετρούσε 378 πλοία και 32,2 εκατ. κοχ, έναντι 392 πλοίων και 33,2 εκατ. κοχ τον Δεκέμβριο του 2023 (πτώση 3,5% και 3% αντίστοιχα).

Αλλά και στην κατηγορία από 20.000 μέχρι 30.000 κοχ η ελληνική σημαία τον Δεκέμβριο του 2024 μετρούσε 52 πλοία και 1,36 εκατ. κοχ, από 56 πλοία και 1,48 εκατ. κοχ τον ίδιο μήνα του 2023 (πτώση 7,1% και 8% αντίστοιχα).

Συγκριτικά με τον Δεκέμβριο του 2022 η διαφορά σε πλοία ήταν 17,4% και σε κοχ 18,4%.

Στα επιμέρους στοιχεία, τα φορτηγά πλοία μειώθηκαν από 357 (10,2 εκατ. κοχ) τον Δεκέμβριο του 2023 σε 353 (9,6 εκατ. κοχ) το 2024. Η μείωση αυτή μεταφράζεται σε απώλεια τεσσάρων πλοίων και 600 χιλ. κοχ.

Παρόμοια η εικόνα και στα δεξαμενόπλοια, όπου καταγράφηκε μείωση από 416 (25,03 εκατ. κοχ) το 2023 σε 409 (24,6 εκατ. κοχ) το 2024, με τον υπό ελληνική σημαία στόλο να χάνει επτά πλοία και περίπου 450.000 κοχ σε χωρητικότητα.

Είναι, κατά τη γνώμη μας, προφανές ότι το προαναφερόμενο νομοσχέδιο δεν επηρέασε την ελκυστικότητα του ελληνικού νηολογίου. Κάθε άλλο, θα μπορούσε να πει κανείς, επιβεβαίωσε τις παθογένειες απώθησης της επιλογής του, από όλο και περισσότερους πλοιοκτήτες.

Σε αντιδιαστολή με το παρελθόν σημερινή ηγεσία του σχετικού Υπουργείου επιχειρεί μια πρωτόγνωρη και ενδιαφέρουσα προσπάθεια για τα ελληνικά ναυτιλιακά πράγματα.

Με διπλωματική δεινότητα, χωρίς εντάσεις και μεθοδικά, οδηγεί σε σύγκλιση της απόψεις θεσμικών φορέων της πλοιοκτησίας με βασικές επιλογές της ΕΕ, σε μια προσπάθεια εναρμόνισης τους με τις τελικές ρυθμίσεις στον ΙΜΟ.

Είναι πράγματι η πρώτη φορά που δεν ακούμε, επιτέλους, τις ακατανόητες μουρμούρες ή και φωνές, από τη μεριά της Ναυτιλίας της χώρας, να υβρίζουν και να ενοχοποιούν για τα όποια προβλήματα την ΕΕ, όπως κατά κανόνα τους ακούγαμε τα τελευταία 30 χρόνια…

Υπό αυτή την έννοια θα είχε ενδιαφέρον να συμβάλουμε σε μια κατεύθυνση δημιουργίας πολιτικών για τη ναυτιλία, με αναφορά στο μέλλον και στη χώρα.

Προτεραιότητες και εθνικές επιλογές που θα σφραγίσουν το μέλλον.

Δεν μπορείς π.χ. να μιλάς, τα τελευταία χρόνια, για σχολές εκπαίδευσης κατώτερου προσωπικού ή αξιωματικών πλοίων, με βάση αναφοράς το παρελθόν και τα ξεπερασμένα προγράμματα σπουδών των ΑΕΝ.

Η καταξίωση του ναυτικού επαγγέλματος δεν θα έχει καμιά σχέση, ακόμη και με αυτά που γνωρίζαμε πριν μια πενταετία. 

Αναφερόμαστε σε μια χώρα που ο αριθμός των καταγεγραμμένων ναυτικών της δεν υπερβαίνει τις 20.000, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος αριθμός στην ακτοπλοΐα, ενώ αντιστοίχως, οι εργαζόμενοι στα γραφεία, της ποντοπόρου, ξεπερνούν κατά πολύ τις 20.000.

Μια χώρα κατ’ εξοχήν ναυτιλιακή δεν μπορεί να στηριχθεί από κεκτημένη ταχύτητα μόνον στη παραδοσιακή ναυτική παιδεία. Είναι αδύνατον, εξοπλισμός εκατομμυρίων (πλοία- σκάφη, εξέδρες πλωτές κλπ) να τα διαχειριστούν εργαζόμενοι με την παιδεία από τα ναυτικά λύκεια λ.χ. όσο συνεπείς και υπεύθυνοι και αν είναι οι απόφοιτοί τους, αν δεν αποκτήσουν γνώση με πιστοποιημένη ανώτερη εκπαίδευση. Στην εποχή των αυτόνομων πλοίων ο μικρότερος έτσι και αλλιώς αριθμός πληρώματος, θα αποτελείται από “ναυτικούς” επιστήμονες, με πάνω από το μέσο όρο εκπαίδευση και εξειδίκευση από ότι άλλες κατηγορίες επιστημόνων.

Συνεπώς ριζικός εκσυγχρονισμός της ναυτικής εκπαίδευσης, με την αιγίδα και προδιαγραφές πανεπιστημιακών δεδομένων.

Δεν αρκεί να απευθυνόμαστε στο, όποιο, πατριωτικό καθήκον των πλοιοκτητών, αλλά, επειδή απευθυνόμαστε σε διεθνείς και Έλληνες επιχειρηματίες, είναι απαραίτητη η αναδιοργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, δημόσιου και ιδιωτικού, ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις για ποιοτικά εκπαιδευμένους εργαζόμενους στα πλοία, τόσο σε επίπεδο αξιωματικών όσο και σε επίπεδο άλλων κατηγοριών πληρώματος.

Η ελληνική πολιτεία πρέπει και μπορεί, να δημιουργήσει προοπτικές αύξησης του νηολογίου, με σύγχρονους, πραγματιστικούς και ορθολογικούς τρόπους και επιλογές.

Είναι υποτιμητική και ατελέσφορος (για τους Έλληνες πλοιοκτήτες και για τη χώρα μας) η “παρακλητική” προς αυτούς αναφορά, για νηολόγηση των σκαφών τους στην ελληνική σημαία. Όσο πατριώτες και αν είναι, κάτι που δεν μπορεί να μετρηθεί ούτε να τους δημιουργήσει καν ενοχές, δεν παύουν να είναι επιχειρηματίες που ανταγωνίζονται τους ομότεχνούς τους σε παγκόσμιο περιβάλλον.

Να τους περάσουμε λοιπόν το μήνυμα: “… Όπως καταφέραμε και γεμίσαμε τα γραφεία των επιχειρήσεών σας με υψηλής εξειδίκευσης ικανά στελέχη, από τα πανεπιστημιακά μας Τμήματα τα σχετικά με τη ναυτιλία, που και οι ίδιοι το βλέπουν και το αναγνωρίζουν, όπως και η παγκόσμια αγορά το έχει ήδη εντοπίσει και αξιοποιεί, έτσι θα στοχεύσουμε και για των εκπαίδευση υψηλών προδιαγραφών εργαζόμενων στα πλοία…»

Φαίνεται ότι η παρούσα ηγεσία του υπουργείου επί τη Ναυτιλία μπορεί να ακούσει και να αντιληφθεί.

  •    Τις ανάγκες για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά στην εκπαίδευση των ναυτικών
  •    Τη σημασία για διαμόρφωση, όσο γίνεται πιο κοινού, ευρωπαϊκού πλαισίου για το επιχειρείν στην Ναυτιλία, έτσι ώστε ό πλοιοκτήτης που επιλέγει ελληνική σημαία, να έχει το ίδιο σημείο εκκίνησης με αυτό όποιου επιλέγει σημαία Γερμανίας, Δανίας, Μάλτας, Κύπρου η άλλη ευρωπαϊκή.

Τότε η Ελληνική σημαία θα αποτελεί μια αξιόπιστη επιλογή για τον κάθε πλοιοκτήτη, που θα πρέπει κατά κύριο λόγο να νοιώθει ασφάλεια να επιχειρεί από την Ελλάδα (ατομική, οικογενειακή και των συνεργατών του) αλλά και γιατί θα υπάρχει ικανό και εξειδικευμένο δυναμικό εργαζομένων για τα γραφεία και για τα πλοία τους.

Μια τέτοια επιλογή απαιτεί εθνικό σχεδιασμό και πολιτική συναίνεση. Δεν μπορεί να είναι ούτε συγκυριακή ούτε καιροσκοπική. Θα είναι μακράς πνοής για να αποδώσει. Μια συνευθύνη και της πολιτείας αλλά και του θεσμικού φορέα εκπροσώπησης της πλοιοκτησίας, που θα πρέπει να ξεφύγει από τα παρελθόντα όπως αυτά που περιγράψαμε.

Απαιτείται μια συνολική ενεργοποίηση της ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας, πλοιοκτησίας, ναυτεργασίας, επιμελητηρίων, σχετικών πανεπιστημίων και του συνόλου του ναυτιλιακού cluster, ώστε σε μία εποχή προκλήσεων να επιτευχθεί ένα σημαντικός εθνικός στόχος: Η αύξηση και μεγέθυνση του ελληνικού νηολογίου.

Τότε θα μπορούμε να εκφράσουμε το παράπονο σε πολιτικό, κοινωνικό αλλά και εθνικό επίπεδο “…πως είναι δυνατόν η ελληνική πλοιοκτησία να διατηρεί μια ισχυρή παγκόσμια θέση και σήμερα μόνο το 16,7% της ελληνόκτητης χωρητικότητας να φέρει την ελληνική σημαία;..”.

Είναι η στιγμή νομίζω που μπορούμε στη χώρα να δημιουργήσουμε, σε αυτό το πεδίο, όραμα, σχέδιο και ελπίδα. Αυτό θα μπορεί να έχει εκπληκτικές συνέπειες τόσο για την εικόνα της χώρας, όσο και για τη ναυτική και ναυτιλιακή απασχόληση, αλλά και ναυτιλιακή τεχνογνωσία και ενδυνάμωση του ελληνικού ναυτιλιακού cluster με παγκόσμια αναφορά και στόχο.

Είναι σημαντικός ο σκοπός και ξεφεύγει από την συνήθη πολιτικολογία. Αφορά, αφενός στην ενδυνάμωση του οικονομικού οφέλους, εργαζομένων και επιχειρηματιών στον τομέα, αλλά και του κοινωνικού μερίσματος για τη χώρα και την ελληνική κοινωνία.