Ο πρόεδρος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς Στέφανος Κασσελάκης, προχώρησε στη διαγραφή του συνυποψηφίου του για την προεδρία του κόμματος, Στέφανου Τζουμάκα, μετά από σχόλια του τελευταίου εις βάρος του σε πρωινή, ενημερωτική τηλεοπτική εκπομπή.
Αρχικά, δύναται να αναφέρουμε πως η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μειώνεται αριθμητικά, καθότι ο διαγραφείς πολιτικός δεν κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις.[1]
Τα σχόλια του αποτέλεσαν το έναυσμα για την λήψη της απόφασης διαγραφής του από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ποιοι μπορεί να είναι οι παράγοντες εκείνοι που οδήγησαν όμως τον νέο πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ στο να λάβει μία τέτοια απόφαση;[2] Ο πρώτος παράγοντας που εντοπίζουμε, άπτεται της στάσης και δη της αντιπολιτευτικής στάσης που έχει τηρήσει ο Στέφανος Τζουμάκας από την αρχή της προεδρικής θητείας του Στέφανου Κασσελάκη. Ο Τζουμάκας εξ αρχής διαφώνησε τόσο με την πολιτική πλατφόρμα Κασσελάκη, όσο και με το «πολιτικό στυλ»[3] που λάνσαρε, για να στραφούμε εκ νέου στην ανάλυση του Moffit, ασκώντας έντονη κριτική από την στιγμή μάλιστα όπου κατέθεσε την υποψηφιότητα του για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ.
Κριτική που διατυπώνονταν όχι εντός κομματικών οργάνων (και το στοιχείο αυτό ενόχλησε στελέχη που τάχθηκαν υπέρ της υποψηφιότητας Κασσελάκη για την αρχηγία του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά στα πλατό τηλεοπτικών εκπομπών κατά κύριο λόγο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι προϋποθέσεις για την διαγραφή του είχαν ήδη τεθεί όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, με τις δηλώσεις του στην πρωινή ενημερωτική εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού ‘Σκάι’, να λειτουργούν ως εκείνη η ‘θρυαλλίδα’ που επιτάχυνε τις εξελίξεις και οδήγησε σε μία σχεδόν προειλημμένη απόφαση: Ήτοι, στην διαγραφή του από το κόμμα.
Ο δεύτερος παράγοντας που κατέστησε εφικτή την διαγραφή του από το συγκεκριμένο λαϊκιστικό πολιτικό κόμμα, έχει να κάνει με το γεγονός πως ο νέος πρόεδρος θεώρησε πως ο Στέφανος Τζουμάκας, λόγω ηλικίας (ας δούμε εδώ και τις αναφορές περί ανανέωσης που επιτελείται μέσω αποφάσεων όπως η διαγραφή Τζουμάκα), και πολιτικού background, δεν είναι σε θέση να προσφέρει πολλά στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε δια της συμμετοχής του σε κάποια επιτροπή χάραξης πολιτικής, είτε δια της συμμετοχής του σε κάποιο ανώτατο κομματικό όργανο.
Περαιτέρω, μπορούμε να πούμε πως με αυτή του την απόφαση, ο Στέφανος Κασσελάκης δείχνει πως ο Στέφανος Τζουμάκας δεν μπορεί να προσφέρει κάτι άλλο, όχι μόνο εντός ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στο πολιτικό σύστημα της χώρας.
Με αυτόν τον τρόπο, η απόφαση διαγραφής του θέτει τις βάσεις ώστε ο Στέφανος Τζουμάκας[4] να αποχωρήσει οριστικά από την κεντρική πολιτική σκηνή (‘πολιτική αποστρατεία’), με τον ‘νέο’ (Κασσελάκης) να ονομάζει τον ‘παλαιό’ (Τζουμάκας), απλά ‘περιττό’. Και η κακή του εκλογική επίδοση στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ, δεν τον βοήθησε στο να αποκτήσει ερείσματα που θα μπορούσαν να του φανούν χρήσιμα και απαραίτητα σε μία τέτοια περίπτωση.
Ο τρίτος παράγοντας που εντοπίζουμε, είναι κλασικός ή αλλιώς, συμβατικός. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως ο Στέφανος Κασσελάκης προχώρησε στη διαγραφή του Στέφανου Τζουμάκα[5] προκειμένου, μέσω αυτής, να ‘προειδοποιήσει’ όσα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σκέφτονται να τον αμφισβητήσουν ανοιχτά, τώρα ή στο άμεσο μέλλον: ‘Δείτε τι έπαθε ο Τζουμάκας, οπότε προσέξτε πολύ.’
Ο Τζουμάκας διεγράφη τώρα λόγω και του μη ισχυρού αντίκτυπου που μπορεί να έχει μία τέτοια επιλογή εντός του κόμματος. Λίγα είναι τα κομματικά στελέχη που θα σπεύσουν να διαμαρτυρηθούν. Ή τουλάχιστον λιγότερα από τα στελέχη που θα διαμαρτύρονταν σε περίπτωση διαγραφής ενός κεντρικού πολιτικού στελέχους.
Και, ο τέταρτος παράγοντας αφορά το ότι ο Κασσελάκης και το επιτελείο που έχει συγκροτηθεί με σημείο αναφοράς τον ίδιο, ‘χρέωσαν’ στον Τζουμάκα αντι-δεοντολογική συμπεριφορά και την εφαρμογή μίας προσωπικής στρατηγικής (με τον τρόπο τους, του λένε ‘δεν ήσουν και δεν έγινες Συριζαίος’), με διακύβευμα όχι το όφελος του κόμματος, όσο την μεγιστοποίηση του δικού του προσωπικού οφέλους.
Δεν θεωρούμε πως διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην απόφαση διαγραφής του η εμφάνιση του σε έναν τηλεοπτικό σταθμό (‘Σκάι’) στον οποίο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ‘απαγόρεψε’ στους βουλευτές και στα μέλη να εμφανίζονται. Και αυτό διότι πριν από τον Στέφανο Τζουμάκα, πρόλαβαν να εμφανιστούν (Όλγα Γεροβασίλη) και άλλα κεντρικά στελέχη του κόμματος, δίχως συνέπειες.
[1] Μπορούμε να επισημάνουμε, θεωρητικώ τω τρόπω, πως η γλώσσα που άρθρωσε ο πρώην υπουργός κυβερνήσεων του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος, προκειμένου να αναφερθεί στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, ήσαν καθαυτό ‘Τζουμακική’ γλώσσα, δηλαδή αρκούντως λαϊκότροπη, ως συνήθως. Το αντίθετο εδώ θα προξενούσε έκπληξη. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Γιατί δηλαδή ο Στέφανος Τζουμάκας αρέσκεται να χρησιμοποιεί μία τέτοια λαϊκότροπη γλώσσα; Σπεύδουμε αμέσως να απαντήσουμε επισημαίνοντας πως πράττει κάτι τέτοιο, όχι για να καταστεί κατανοητός ο λόγος του από όλους τους τηλεθεατές, ανεξαρτήτως μορφωτικού υπόβαθρου, αλλά, αντιθέτως, διότι δεν έχει ‘μάθει’ να ομιλεί και να επιχειρηματολογεί με διαφορετικό τρόπο, από την εποχή όπου είχε φθάσει στο σημείο να θεωρείται σημαντικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Ο ίδιος δεν είναι καθόλου εξοικειωμένος με την χρήση λόγιων γλωσσικών τύπων, σε ένα πολύ λεπτό σημείο όπου η λαϊκότροπη γλώσσα που χρησιμοποιεί, που δεν καθίσταται πολύ «δημιουργική», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Βίλλυς Τσάκωνα, συνοδεύεται από μία έκδηλη υπερβολή στις κινήσεις του, από χειρονομίες που συνήθως φανερώνουν αγανάκτηση και εναντίωση: Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως ο Τζουμάκας ήσαν εκ των πολιτικών εν καιρώ Μεταπολίτευσης που στηρίχθηκε σε σημαντικό βαθμό στη γλώσσα και στο ανάλογο ‘ύφος’ για να διαμορφώσει το πολιτικό του προφίλ. Έτσι κατέστη ευρύτερα γνωστός με αποτέλεσμα ο ίδιος να μην σκέφτεται καν το ενδεχόμενο της γλωσσικής αλλαγής. Η γλωσσική έκφραση που χρησιμοποίησε αναφερόμενος στον Κασσελάκη (‘το παιδί δεν κάνει’), συμπυκνώνει όλα όσα τονίσαμε πιο πάνω, εκεί όπου ο Στέφανος Τζουμάκας δεν θεώρησε σκόπιμο να επεκταθεί περαιτέρω: Όλα όσα ήθελε να πει για τον νέο πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, τα είπε μέσω αυτής της έκφρασης, η οποία φανερώνει εναργώς και την γνώμη του για τον Στέφανο Κασσελάκη. Τι μένει να ειπωθεί από τον ίδιο; Τίποτα άλλο. Βλέπε σχετικά, Τσάκωνα, Βίλλυ., ‘Κοινοβουλευτικός λόγος: Μια πρώτη προσέγγιση΄, Academia.edu, χ.χ. Διαθέσιμο στο: (95) Κοινοβουλευτικός λόγος: Μια πρώτη προσέγγιση | Villy Tsakona - Academia.edu Και, ‘Τζουμάκας για Κασσελάκη: Αυτός δεν ήρθε, τον φέρανε - Το παιδί δεν κάνει (βίντεο),’ Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ 20/10/2023, Τζουμάκας για Κασσελάκη: Αυτός δεν ήρθε, τον φέρανε - Το παιδί δεν κάνει (βίντεο) (protothema.gr)
[2] Ο λόγος ή αλλιώς, η γλώσσα που υιοθετεί ο Στέφανος Τζουμάκας, δεν καθίσταται μόνο λαϊκότροπη, αλλά και ‘καφενειακή,’ εκεί όπου, εκφράσεις όπως το ‘παιδί δεν κάνει’ θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί και από κάποιον θαμώνα ενός καφενείου, κατά την διάρκεια μίας πολιτικής συζήτησης. Το γεγονός πως φέρει την ‘καφενειακή’ γλώσσα μέσα στη Βουλή (στο παρελθόν) και πλέον σε τηλεοπτικό στούντιο, δίχως μάλιστα να χρειαστεί να την μεταπλάσει ή να την προσαρμόσει, συνιστά ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ‘Τζουμακικής’ πολιτικής ταυτότητας: ‘Σκέφτομαι και μιλάω από σκέφτεται και μιλά ο απλός λαός. Τι άλλο θέλετε;’ Εμβαθύνοντας περαιτέρω, θα υπογραμμίσουμε πως ο Στέφανος Τζουμάκας, πράττει το πρώτο από τα έξι βήματα ενός λαϊκιστή πολιτικού, σύμφωνα με την ανάλυση του Μόφιτ. Και ποιο είναι αυτό το βήμα; Είναι το ότι θεωρεί πως ο Στέφανος Κασσελάκης απλά δεν θα πετύχει σε τίποτε. Βλέπε σχετικά, Moffit, Benjamin., ‘The Global rise of populism. Performance, political style and representation,’ Stanford University Press, California, 2016.
[3] Βλέπε σχετικά, The Global rise of populism. Performance, political style and representation…ό.π. Εάν εξακολουθήσουμε να εμβαθύνουμε, για την ‘οικονομία’ της ανάλυσης μας, τότε θα πούμε πως ο Τζουμάκας προχώρησε στην οικειοθελή αποχώρηση του από το κόμμα. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως είναι αρκετά έμπειρος, έχοντας θητεύσει σε κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη, για να αντιληφθεί πως τέτοιου τύπου σχολιασμοί που συνηθίζονται από στελέχη τοπικών οργανώσεων ενός κόμματος, δύσκολα ‘συγχωρούνται’ από την ηγεσία ενός πολιτικού κόμματος. Άλλως πως, δεν έχουν θέση μέσα στην εν Ελλάδι διαμορφωθείσα πολιτική κουλτούρα, οδηγώντας πολύ γρήγορα, στη διαγραφή του στελέχους που άσκησε τέτοια κριτική, αμφισβητώντας την ικανότητα του ‘αρχηγού’ να διοικήσει το κόμμα και να λάβει αποφάσεις. Άρα, έχοντας εκ των προτέρων αποφασίσει πως είναι δύσκολη η συμβίωση του με τον συνονόματο του Κασσελάκη, προχώρησε σε μία τέτοια δήλωση, προκαλώντας τον ‘αρχηγό’ να λάβει μέτρα (γιατί δεν ‘μπορεί άλλο’ εντός ΣΥΡΙΖΑ), όπως και συνέβη. Και η εξέλιξη αυτή δεν δύναται να τον αφήσει δυσαρεστημένο.
[4] Χρήζει θεωρητικής επισήμανσης το γεγονός πως ένας καθαυτό αντι-λαϊκιστής, μεταρρυθμιστής και εκσυγχρονιστής πολιτικός όπως ήσαν ο Κώστας Σημίτης, αξιοποίησε σε υπουργικά πόστα έναν παλαιό λαϊκιστή, εμβαπτισμένο στα νάματα του ‘Ανδρεοπαπανδρεϊσμού,’ όπως είναι ο Στέφανος Τζουμάκας. Η απορία μας αίρεται ως έναν βαθμό, εάν δώσουμε έμφαση στο ό,τι ο συγκεκριμένος πολιτικός αφενός μεν είχε καλή γνώση της Πασοκικής ανθρωπογεωγραφίας (αντιθέτως, δεν κατάφερε να αποκτήσει καλή γνώση της Συριζαϊκής ανθρωπογεωγραφίας), και, αφετέρου δε, διέθετε διαύλους επικοινωνίας με τις Πασοκικές συνδικαλιστικές δυνάμεις στη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος και στην ΠΑΣΕΓΕΣ, στοιχείο που έλαβε σοβαρά υπόψιν του ο Κώστας Σημίτης, αναθέτοντας του το χαρτοφυλάκιο δύο σημαντικών υπουργείων. Πρώτα του υπουργείου Εργασίας, και εν συνεχεία του υπουργείου Γεωργίας.
[5] Ο Στέφανος Τζουμάκας, αρκετές φορές δίνει την εντύπωση πως είναι τόσα πολλά αυτά που θέλει να πει, ωσάν να επιθυμεί σφόδρα να ‘καλύψει το χαμένο έδαφος’ της πολύχρονης απουσίας του από το προσκήνιο, ώστε μπερδεύεται γλωσσικά, με αποτέλεσμα να μην λέει παρά ελάχιστα ή λίγα συγκριτικά με αυτά που ήθελε να πει. Η ροή του λόγου του είναι γρήγορη έως πολύ γρήγορη, με μικρές και κοφτές εκφράσεις και λέξεις να εμφιλοχωρούν η μία μέσα στην άλλη, με το ένα θέμα να διαδέχεται το άλλο, πράγμα που παράγει μία μη ελκυστική εικόνα. Πάλι συναντούμε μπροστά μας την ανάλυση του Μoffit: Ο Στέφανος Τζουμάκας κάνει έντονη χρήση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για τη «διάδοση της λαϊκιστικής ρητορικής» του. . Βλέπε σχετικά, Moffit, Benjamin., ‘The Global rise of populism. Performance, political style and representation…ό.π.