Η δεύτερη ζωή της Σοσιαλδημοκρατίας και γιατί σήμερα αυτή αποτυγχάνει

Αικατερίνη Μπέζα- Τσουρουπάκη, 09 Οκτ 2024

«Η ελπίδα πέρασε πάνω απ’ τα κεφάλια τους σαν αστέρι που πέφτει από τον ουρανό» -Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε

Πιστεύω ότι πάντα είναι ενδιαφέρον να ξεκινάς από τον ορισμό και από αυτά που αγγίζουν το επίκεντρό του. Τι νόημα έχει η λέξη Σοσιαλδημοκρατία και πώς αποκαλύπτεται αυτό στην καθημερινή ζωή; Ποιες είναι οι μεγάλες κοινωνικές κατακτήσεις που τη φωτίζουν και πόσο επιδραστική θα μπορούσε να είναι αυτή στον επιτεινόμενα συγκρουσιακό 21ο αιώνα;

Όπως καλά γνωρίζουμε όλα στην πολιτική όπως και στη ζωή εξελίσσονται, αλλά η ιστορία ευτυχώς υπάρχει ακόμα και τα παραπάνω ερωτήματα έχουν κοινό σημείο αναφοράς τη σύγχρονη πολιτική ιστορία. Με την έννοια αυτή και με αφορμή τον νεοαφυπνισμένο έρωτα για την Σοσιαλδημοκρατία γυρνώντας το νήμα της ιστορίας πίσω μπορούμε να αναδείξουμε τον τρόπο της ιστορικής της διαμόρφωσης και να την τοποθετήσουμε στο ιστορικό της πλαίσιο.

Είναι ενδεχομένως μία αυτάρεσκα επαναλαμβανόμενη κοινοτοπία η τοποθέτηση της Σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας, στο στενό πια κομματικό πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ. Η υπόμνηση ωστόσο, ως ζώσα εμπειρία, στην οποία θα αναφερθώ παρακάτω, ότι το κίνημα αποτελεί τον γενέθλιο τόπο της και παρά την προσπάθεια απορφάνισής της τελευταία, δεν έχει άλλη κατοικία, ούτε και άλλον νόμιμο κληρονόμο, στερώντας έτσι από τους αντιπάλους του το δικαίωμα να εφεσιβάλουν την ετυμηγορία αυτή, καθιστά κατανοητή την κοινοτοπική επανάληψη.

Αποτελεί ακλόνητη πεποίθηση επιπλέον ότι κάθε μορφή επανεκκίνησης και ανασύνταξης, όπως αυτή που επιχειρείται σήμερα, έχει ανάγκη υπεράσπισης. Έχει ανάγκη υπεράσπισης, όπως είναι φανερό, η ιδιαίτερη σημασία της δεύτερης ζωής, που σήμερα αναζητά με πάθος η Σοσιαλδημοκρατία και η πολυσημία της επικαιροποίησής της, με νέα αφηγήματα αυτοπροσδιορισμού και αυτοκατάφασης, που θα μιλούν ευθέως στο σήμερα, αφού μία νέα και άγνωστη μέχρι πρότινος εποχή την έχει ξεπεράσει.

Η Σοσιαλδημοκρατία ως κοσμοθεωρία αποτελεί στοιχείο της νεωτερικότητας και συμπυκνώνει μέσα της σημασίες και αξίες, όπως είναι ο ανθρωπισμός, η αυτονομία του ανθρώπου, η οικουμενική ανεκτικότητα, οι οποίες κορυφώνονται κατά τον μετασχηματισμό της πραγματικής καθημερινής ζωής, φέρνοντας έτσι την ιστορία πλησιέστερα στο ιδεώδες της ανθρώπινης κοινότητας. Η ιστορική της διαμόρφωση όμως τα χρόνια ακόμα που η κοινωνική θεωρία υιοθετούσε τις ακμάζουσες τότε αξίες  της Αριστεράς, το Κοινωνικό Κράτος, μία από τις σπουδαιότερες κατακτήσεις της ανθρωπότητας και τα εργαλεία του Κεινσιανισμού είναι ίσως αυτό που περισσότερο την ορίζει. Είναι αυτά που γεννούν και δίνουν ζωή στο νόημα της Σοσιαλδημοκρατίας, που δεν είναι άλλο από την «ποιότητα του κόσμου», την ποιότητα δηλαδή της συλλογικής μας ζωής, με την προσπάθειά της τα πράγματα γύρω μας να πηγαίνουν όσο το δυνατόν καλύτερα: να ενδιαφέρουν και να συγκινούν τους πολλούς και όχι μόνο τους λίγους · αφού σ’ έναν κόσμο για λίγους δε χωράει κανείς. Αυτό συνιστά τον ιστορικό της θρύλο και την πιο θεαματική επιβεβαίωση του ίδιου του ορισμού της.

Ας θυμηθούμε ότι ο Δημοκρατικός Αναθεωρητισμός του διακηρυγμένου σοσιαλισμού του ΠΑΣΟΚ και η μετεξέλιξή του σε Σοσιαλδημοκρατία, ανταποκρινόμενο στις δημοκρατικές διεκδικήσεις και τις ανάγκες της εποχής, έγινε μέσα από διεργασίες Σοσιαλδημοκρατικής αυτοπραγμάτωσης, επιλέγοντας τον ρεαλιστικό δρόμο των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων ως επίκεντρο των τεράστιων τομών που άλλαξαν ποιοτικά την ελληνική κοινωνία. Ενώ ο Δημοκρατικός Αναθεωρητισμός της ιστορικής Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας προέκυψε μέσα από μία πορεία αντιπαραθέσεων και συγκλονιστικών επεξεργασιών, με πρωταγωνιστές τον Bernstein και τον Zean Zeurés.

Η Σοσιαλδημοκρατία, ως πολιτικό φαινόμενο, συνδέεται στη χώρα μας επιπλέον και με την ομήλική της Μεταπολίτευση, αφού και οι δύο έχουν κοινή αφετηρία τη Δημοκρατία. Συχνά τείνουμε και στις δύο να προσδίδουμε ένα νοσταλγικό και εκστατικό χαρακτήρα, εφόσον το κοινό τους παρελθόν, ιδίως των πρώτων χρόνων, το αναφλέγει η «ανατρεπτικότητά του», η μοναδικότητά του και κυρίως επειδή το παρελθόν αυτό τις διαχωρίζει από μία σημαδιακή εποχή δημόσιου ζόφου.

Είναι περιττό νομίζω να αναφέρω ότι σήμερα η Σοσιαλδημοκρατία ηττάται συνολικά και η αιτία γι’ αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί στο θολό μήνυμα που εκπέμπει η πολιτική της αφήγηση μετά την ένδοξη ιστορική της περίοδο και στην αδυναμία της να προβάλει μία εναλλακτική πολιτική αντιπρόταση που θα την διαφοροποιεί από τον οικονομικό φιλελευθερισμό ο οποίος αντιλαμβανόμενος αυτό που είχε πει ο Αντόνιο Γκράμσι ότι «για να κυριαρχήσεις πολιτικά πρέπει πρώτα να κερδίσεις την ιδεολογική μάχη» κράτησε τις λέξεις όπως είναι η πρόοδος, ο εκσυγχρονισμός και οι μεταρρυθμίσεις και άλλαξε το περιεχόμενο. Έτσι σήμερα στην εικόνα της στη χώρα μας, είναι συντριπτικά περισσότερα τα κενά και τα απόντα κομμάτια της σε σχέση με τις συμπληρωμένες ψηφίδες, περιορίζοντας έτσι ασφυκτικά τη δυνατότητα διαμόρφωσης ενός αναγκαίου εναλλακτικού πόλου διακυβέρνησης. Ας μου επιτραπεί ωστόσο να παρατηρήσω ότι μέσα από μία πολιτική παραδοξότητα, η Σοσιαλδημοκρατία είναι σήμερα συγχρόνως το πιο εμφανές αρχέτυπο, εκείνης της πολιτικοκοινωνικής δύναμης, που έχει γίνει ο πρωτεύων στόχος και το ιδεατό πολιτικό μοντέλο δέσμευσης στο ευ ζην. Καμία έκπληξη αφού η ικανότητά της να γεννά ελπίδες, την καθιστά ευεπίφορη σημαντικών προοδευτικών αλλαγών και ολότελα απροσδόκητων.

Παρά ταύτα υπάρχουν καλοί λόγοι να αναρωτηθούμε πόσο επιδραστική θα μπορούσε να είναι η Σοσιαλδημοκρατία, στις πολιτικές συνθήκες και συνθήκες ζωής της μετανεωτερικής κοινωνίας, με εμφανείς τους χαλαρούς πολιτικοϊδεολογικούς δεσμούς, που λύνονται εύκολα κάθε φορά που αλλάζουν οι περιστάσεις; Ας θυμηθούμε, ότι ποτέ άλλοτε όσο σήμερα ο άνθρωπος, δεν ήταν τόσο ασταθής, απρόθυμος να δεσμεύεται, βουτηγμένος στον κομφορμισμό και την αμφιθυμία. Είναι αναγκαίο όμως όσο ποτέ άλλοτε ταυτόχρονα, σ’ αυτό το ρευστό και μοντέρνο πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον της θριαμβεύουσας «εξατομίκευσης»  και τις δικές του διεργασίες αποσύνθεσης του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους, η Σοσιαλδημοκρατία, να βρει τον τρόπο συγκρότησής της σε «φυσικό κόμμα της διακυβέρνησης» όπως θα έλεγε ο Μπάλντουιν. Αφού το κενό, που γεννιέται κατά τον Μπάουμαν, ως μη αξία, ως εξαίρεση, είναι επιβεβλημένο να καλυφθεί, γιατί αυτό απαιτεί η θεσμική ισορροπία του πολιτικού συστήματος με την επανόρθωση του συστήματος του περισσότερο αναγκαίου και λιγότερο δημοφιλούς δικομματισμού. Με αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, θα αποσυνδεθεί το πολιτικό σύστημα από την «κυριαρχία» του ενός κόμματος που σήμερα στοιχειώνει τη χώρα μας, αφού ο πολιτικός ναρκισσισμός της κυριαρχίας της απόλυτης αυτάρκειας και της απόλυτης κυριότητας συμβάλλει αναπόδραστα στη διαμορφωτική εμπειρία μιας ελλειμματικής θεσμικής λειτουργίας. Έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε, η Δημοκρατία λειτουργεί μεν με την αρχή της πλειοψηφίας αλλά η Δημοκρατία δεν είναι και δεν πρέπει να διολισθαίνει σε ιδιοκτησία της πλειοψηφίας. Δεν υπάρχει τίποτε κοινότερο άλλωστε στη νεώτερη εποχή, από την πίστη, ότι η δύναμη διαφθείρει. Τα λόγια αυτά του Περικλή, όπως τα μεταφέρει ο Θουκυδίδης, είναι ίσως μοναδικά, για τα μηνύματα που εκφράζουν.

Στη σημερινή, εξόχως ανεπτυγμένη εποχή, με τις ατελέσφορες παρότι τεράστιες δυνατότητες άμβλυνσης όλων των ανισοτήτων, και την αγωνία της ανασφάλειας να έχει επηρεάσει την προσωπική ζωή σ’ ένα γενικότερο επίπεδο, η φράση «το αύριο θα είναι καλύτερο», φαίνεται να μην καταφέρνει να εξαλείψει τον κυνισμό της καθημερινότητας, που κάποιες φορές για τη σκληρότητά του απλώς δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Στην εποχή αυτή, η Σοσιαλδημοκρατία, αντιμετωπίζει ίσως την κρισιμότερη από τις πολλές κρίσιμες προκλήσεις κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ιστορίας της. Καλείται να αποδείξει την αποτελεσματικότητά της, στον απολύτως «ευμετάβλητο» κόσμο που μας περιβάλλει, που αλλάζουν όλα, αναλύοντας τη νέα εποχή με τις πολυεπίπεδες βαθιές και συνολικές μεταβολές, όπως είναι αυτές, μιας ολικής μεταμόρφωσης, που συνέβησαν πολύ λίγες φορές στον κόσμο. Είναι ορατά τα δεδομένα σήμερα, για μία τέτοια σαρωτική μεταβολή στην όψη του κόσμου.

Είναι επομένως, επείγουσα η ανάλυση της νέας εποχής, με σαφή προϋπόθεση ένα πολιτικό προγραμματικό μανιφέστο, ιδεολογικά και πολιτικά μάχιμο, που θα δίνει προτεραιότητα στο Κοινωνικό Κράτος και στην αναδιανομή, που την ορίζουν, και όχι στην ανάπτυξη (συγκέντρωση πλούτου στους πολύ λίγους, με κραυγαλέο παράδειγμα το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αύξηση εσόδων μέσω της προοδευτικής φορολογίας) που εντείνει τις ανισότητες. Με αυτόν τον τρόπο και μέσω μίας νέας συμμαχίας με τα μεσαία στρώματα, η καθοδική κοινωνική κινητικότητα να γίνει και πάλι όπως κάποτε ανοδική. Αυτό που σήμερα διακοινωνείται ως σταθερότητα είναι η υπόσχεση που έχει παγιωθεί ως ευοίωνη πίστη ότι τα πράγματα δε θα γίνουν χειρότερα, όπως εκφοβιστικά προσπαθούν να πείσουν ότι θα γίνουν με την αντιπολίτευση, χωρίς ωστόσο καμία υπόσχεση προσδοκίας ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα. Άλλωστε στη χώρα μας ισχύει ένας ακόμη παραλογισμός: οι πολίτες ψηφίζοντας τιμωρούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης για την ανεπάρκειά τους και όχι τις κυβερνήσεις για τις πράξεις και παραλείψεις τους. Η απώλεια όμως της ελπίδας, ότι το αύριο θα είναι καλύτερο, είναι το τελευταίο στάδιο πριν από την παρακμή. Το ταξίδι αυτό, είναι μία ιστορική ευκαιρία για την Σοσιαλδημοκρατία, να αντιστρέψει τη συνθήκη του αποθαρρημένου και ηττοπαθούς κινήματος, να επιστρέψει στον χώρο των ιδεών που πάντα με πάθος υπερείχε, κερδίζοντας όχι μόνο τις ψήφους αλλά και το συναίσθημα και τον νου των πολιτών στην προοπτική ενός κοινού οράματος. Με αυτόν τον τρόπο, θα αποκτήσει και την επιπόθητη ιδεολογική ηγεμονία.

Στη διερώτηση, για το πόσο πιθανή είναι η επιτυχία του νέου ξεκινήματος της Σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής περιπέτειας, απαντήσεις προφανείς δεν υπάρχουν. Ωστόσο, δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε έναν κόσμο με καλύτερους οιωνούς, για το επείγον, όσο ποτέ άλλοτε ταξίδι του μετασχηματισμού της Σοσιαλδημοκρατίας και της αναμόρφωσής της, φέρνοντάς την εγγύτερα στον στόχο του νέου ιδεολογικού της στίγματος και των νέων οραματισμών της. Άλλοι καλύτεροι οιωνοί, σ’ αυτόν τον κόσμο που μας έτυχε, δεν υπάρχουν, επομένως ούτε άλλη αφετηρία γι’ αυτό το ταξίδι. Και το να μην ξεκινήσει το ταξίδι αυτό ή να μην ξεκινήσει χωρίς καθυστέρηση, αυτήν τη φορά δεν αποτελεί επιλογή. Θα μπορούσα να επισημάνω επιπλέον ότι η αναβάθμιση του κύρους της εκλογικής διαδικασίας και ο πολιτικός πολιτισμός που αναδείχθηκε μέσα από αυτήν, αφύπνισε τις πολιτικές συνειδήσεις και κινητοποίησε αποστασιοποιημένους μέχρι σήμερα ψηφοφόρους να φθάσουν στις κάλπες. Αυτό είναι μία μη αμφισήμαντη επιτυχία που την πιστώνεται το κίνημα αλλά και όλοι οι υποψήφιοι, ιδίως όμως μία από αυτούς. Με την έννοια αυτή δεν υπάρχουν ηττημένοι ∙ είναι όλοι νικητές.

Και να μην ξεχνιόμαστε ότι οι ρινόκεροι της αλληγορίας του Ευγένιου Ιονέσκο, παραμονεύουν πάντα, με τη μορφή αυτήν τη φορά του αντισυστημισμού και του συγγενούς λαϊκισμού, αφού η κρίση αντιπροσώπευσης και η απαξίωση του πολιτικού συστήματος δημιουργεί φυγόκεντρες τάσεις.

Πράγματι, εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί, ότι η μόνη παρηγοριά που χρειάζεται ένα κόμμα, που παλινδρομεί σε δυσοίωνες καταστάσεις, είναι το γεγονός, ότι όπως φαίνεται «η ιστορία είναι ακόμα εδώ και μπορεί ακόμα να φτιαχτεί». Δεν πρέπει να αφήσουμε να χαθεί το νόημα αυτής της μεγάλης ευκαιρίας, που θα μπορούσε να καταστεί μοχλός ιστορικών ανατροπών. Διαφορετικά, η Σοσιαλδημοκρατία, εφόσον απολέσει την ευκαιρία, γι’ αυτήν την τελευταία της αφετηρία, δε θα θεωρείται πλέον ούτε επικείμενη αλλά ούτε και αναπόδραστη.