“Ούτως αταλαίπωρος τοις πολλοίς η ζήτησις της αλήθειας. Και επί τα ετοίμα μάλλον τρέπονται”
(Θουκυδίδου Ιστορίαι,1.20.3).
Ο Θουκυδίδης αναφερόμενος στη μέθοδο που ακολούθησε στην καταγραφή όσων συνέβησαν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο διατυπώνει τη θέση πως οι άνθρωποι επιδεικνύουν μία απροθυμία στην αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας και γι αυτό τρέπονται προς ό,τι βρίσκουν έτοιμο.
Η αναζήτηση και η αποδοχή της
ιστορικής αλήθειας συνιστά ένα τα κορυφαία ζητούμενα κάθε ανθρώπου στο βαθμό που αυτή συμβάλλει καθοριστικά όχι μόνον στη δόμηση της
ατομικής και εθνικής ταυτότητάς του αλλά και στη σχέση του με το παρελθόν. Μία σχέση που διαμορφώνει καθοριστικά και τη
διαχείρισή του αφού η άποψη που έχουμε για όσα συνέβησαν στον παρελθόντα χρόνο συγκροτεί και τη γενικότερη
βιοθεωρία μας ως ανθρώπων και πολιτών.
Όλοι αναρωτιόμαστε αν η γνώση και η απότοκη γνώμη που έχουμε για το ιστορικό μας παρελθόν είναι έγκυρη ή προϊόν ημιμάθειας ή ακόμη και κάποιας κρατικής προπαγάνδας μέσα από τη σχολική διδασκαλία της ιστορίας.
Δεν είναι λίγες οι φορές που γινόμαστε αποδέκτες μιας διαφορετικής καταγραφής και ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων από πηγές που ποικίλλουν (εφημερίδες, πρόσωπα, αρχαιολογικά ευρήματα και κείμενα, μνημεία, τηλεόραση, συζητήσεις με φίλους μας, επίσκεψη σε ένα μουσείο…). Τότε είναι που αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε την πλάνη μας, την ημιμάθειά μας ή ακόμη κι αρχίζουμε να αμφισβητούμε την ιστορική γνώση των σχολικών και πανεπιστημιακών μας χρόνων.
Τρανταχτό παράδειγμα όλων των παραπάνω τα ιστορικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από τις επετειακές εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή ή ακόμη και τα 2500 χρόνια από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.χ). Κάποια από αυτά τα στοιχεία όχι μόνον συμπλήρωσαν τις ελλιπείς, έτσι κι αλλιώς γνώσεις μας γι αυτά τα γεγονότα, αλλά και αποδόμησαν ως ένα σημείο τις παραδοσιακές ερμηνείες γι αυτά.
Αν στα παραπάνω γεγονότα προστεθούν κι άλλα που αγγίζουν τη νεότερη ιστορία μας, όπως ο εμφύλιος πόλεμος 1946-49, η συμφωνία για τη Βόρεια Μακεδονία και φυσικά για την ταυτότητα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τότε θα καταλάβουμε πόσο η κοινή γνώμη είναι δύσπιστη προς την σχολική και ακαδημαϊκή εκδοχή της ιστορίας μας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αποδοχή της «φρόνιμης» στάσης του Μεταξά στην Μικρασιατική καταστροφή και η αποδοχή πως το μεγάλο «ΟΧΙ» της 28ης Οκτωβρίου του 1940 ειπώθηκε από τον Μεταξά και έγινε αποδεκτό με ενθουσιασμό από τον Ελληνικό Λαό, άσχετα αν κάποιοι υψηλά ιστάμενοι στρατιωτικοί συμβούλεψαν να φανούμε πραγματιστές.
Η παραπάνω διαπίστωση δεν στοχεύει στην δικαίωση του δικτάτορα Μεταξά, αλλά να καταδείξει το μέγεθος της επιλεκτικής προβολής από τα σχολεία και τα επίσημα κρατικά ιδρύματα της ιστορικής αλήθειας. Τότε είναι που ο πολίτης στέκεται μετέωρος και αναζητά από μόνος του την άλλη ιστορική αλήθεια που επιμελώς ή από σκοπιμότητα ή από έλλειψη επαρκών ιστορικών στοιχείων αποκρύπτεται από τα δημόσια ιδρύματα.
Η περίπτωση του «Κρυφού Σχολείου» είναι επίσης ενδεικτική. Ακόμη και σήμερα προστατεύεται ο μύθος του, ενάντια στην ιστορική αλήθεια.
Στο σημείο αυτό είναι που επιστρέφουμε στη Θουκυδίδεια ιστορική μέθοδο, αλλά και στην «Δημόσια Ιστορία» που φιλοδοξεί ως νέος κλάδος ή τομέας της ιστορίας να αποκαλύψει ή και να μας διδάξει κάποια «ιστορικά απόκρυφα» του εθνικού μας παρελθόντος.
Η «Δημόσια Ιστορία»
Ως τεχνική και εργαλείο γνώσης του παρελθόντος αλλά και ως όρος η «Δημόσια Ιστορία» είναι σχετικά καινούριος και ασαφής. Στο συλλογικό έργο «Η ΔΗΜΟΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» και στο οπισθόφυλλο δίνεται ένας στοιχειώδης ορισμός του όρου:
“Η δημόσια ιστορία αποτελεί το πεδίο εκείνο της ιστοριογραφίας που αναπτύσσεται ανεξάρτητα από την ακαδημαϊκή έρευνα. Αποσκοπεί, κατά περίπτωση, στην πληροφόρηση, στην υψηλή εκλαϊκευση, στην καταγραφή της τραυματικής μνήμης, στη συσχέτιση μνήμης και ταυτότητας, στην ιστορική αφύπνιση, στην ψυχαγωγία και την καλλιέργεια ενός κοινού που δεν είχε ποτέ επαφή με την επιστημονική διάσταση της ιστορίας. Σε κάποιες περιπτώσεις εμφανίζεται ως κίνημα που στρέφει τα φώτα της προσοχής στις φωνές εκείνες που δεν βρίσκουν συνήθως θέση στην παραδοσιακή αντίληψη περί ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας”.
Σύμφωνα με έναν άλλο ορισμό της «Δημόσιας Ιστορίας» από τον Χάρη Εξερτζόγλου και από το βιβλίο του «Η ΔΗΜΟΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ» ο όρος συνδέεται στενά με την επιθυμία του ανθρώπου να δομήσει την ταυτότητά του.
“Η δημόσια ιστορία συνδέεται με το πώς κάποιοι άνθρωποι χωρίς επαγγελματική σχέση με το αντικείμενο αντιλαμβάνονται το παρελθόν, παράγοντας ένα δικαίωμα στη μνήμη, και βάσει αυτής της εικόνας οικοδομούν την ταυτότητά τους. Υπάρχει, επομένως, στενή σχέση ανάμεσα στην παραγωγή και την επινόηση μιας ταυτότητας, που μπορεί να είναι κοινοτική, εθνική, φυλετική, θρησκευτική κλπ και την οποία διεκδικεί κανείς, ανεξάρτητα από το τι μπορεί να λέει η ακαδημαϊκή ιστορία” (απόσπασμα από συνέντευξη).
Προνομιακό, επίσης, πεδίο μελέτης της «Δημόσιας Ιστορίας» είναι και η ιστορική μας κουλτούρα στο βαθμό που ο πολίτης πιεζόμενος από τις ανάγκες του παρόντος και αγωνιώντας για το μέλλον στρέφεται στο παρελθόν και στην ερμηνεία του. Εξάλλου είναι γνωστό πως οι “δημόσιες διαμάχες” (Χάρης Αθανασιάδης) για την ταυτότητα του παρελθόντος και την ιστορική αλήθεια είναι έντονες και πυκνές.
Τη σχέση του ανθρώπου με το Παρόν, το Μέλλον και το Παρελθόν είχε από παλιά επισημάνει και ο Τζωρτζ Όργουελ στο «1984»:
“ Όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον. Όποιος ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν”.
Ως γεννήτορας του όρου «Δημόσια Ιστορία» θεωρείται ο Ρόμπερτ Κήλυ που πρώτος εισήγαγε τη Δημόσια Ιστορία στις ΗΠΑ το 1978. Αυτό αιτιολογείται από το γεγονός πως κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 παρατηρήθηκε το φαινόμενο κάποιοι ανώνυμοι και απλοί άνθρωποι άρχισαν να εξιστορούν το παρελθόν τους. Έτσι η «Δημόσια Ιστορία» ως πεδίο και τεχνική μελέτης του παρελθόντος συνιστά μία νέα μέθοδο και μάς παραπέμπει στη μέθοδο καταγραφής των ιστορικών γεγονότων των πρώτων ιστορικών μας, του Ηροδότου και κυρίως του Θουκυδίδη.
H αξιολόγηση της Δημόσιας Ιστορίας
Οι εκτιμήσεις και οι αξιολογήσεις της προσφοράς της «Δημόσιας Ιστορίας» ποικίλλουν. Για τους υπέρμαχους αυτής η «Δημόσια Ιστορία» “αφυπνίζει ιστορικά το κοινωνικό σώμα, εκλαϊκεύει, απλοποιεί, καταγράφει την τραυματική μνήμη, συνδέει τη μνήμη με την ταυτότητα, παραμυθεί, ψυχαγωγεί (αγωγή ψυχής)” (από το διαδίκτυο).
Από τους δύσπιστους και κατήγορους της «Δημόσιας Ιστορίας» προβάλλονται ως αρνητικά το στοιχείο της “λαϊκίστικης εκμετάλλευσης της τραυματικής μνήμης με όρους τηλεμάρκετινγκ, η στοχοποίηση, ο διασυρμός προσώπων και πολιτικών απόψεων και γενικότερα ο διχασμός της κοινής γνώμης” (από το διαδίκτυο).
Στους κατήγορους της «Δημόσιας Ιστορίας» ανήκουν κι εκείνοι που πρεσβεύουν πως υπάρχει μία διάσταση ανάμεσα σε αυτήν και την ακαδημαϊκή έρευνα και Ιστορία. Κι αυτό γιατί η ακαδημαϊκή ιστορία τηρεί όλους τους επιστημονικούς κανόνες στην έρευνα και αποτύπωση της ιστορικής αλήθειας, όπως τον απόλυτο έλεγχο της αξιοπιστίας των πηγών της.
Από την άλλη πλευρά η «Δημόσια Ιστορία» κινείται πιο ελεύθερα δίνοντας βήμα στην ηθική, στο συναίσθημα και στην υποκειμενική αφήγηση. Δημοσιογράφοι, λογοτέχνες, υπεύθυνοι μουσείων και άλλων αρχείων ιστορικού περιεχομένου κατατάσσονται στο πλήθος των παραγωγών της «Δημόσιας ιστορίας». Πιο αιχμηρός εναντίον της «Δημόσιας Ιστορίας» είναι ο Χ. Φλάισερ που διαπιστώνει πως “Επιπροσθέτως, ανακατεύονται και ταχυδακτυλουργοί, τσαρλατάνοι ή αρνητές. Δηλαδή, όχι μόνον ιστοριoδίφες, συγγενείς εξ αγχιστείας, ερασιτέχνες, εραστές, αλλά και βιαστές της ιστορίας”.
Στα αρνητικά της «Δημόσιας Ιστορίας» συγκαταλέγεται και η υποκειμενικότητα των ερευνητών που με τη μοναδικότητα, τα προσωπικά βιώματα που συγκροτούν το παρελθόν τους, τις ιδεολογικές καταβολές και τις απότοκες στοχεύσεις τους ερμηνεύουν, αφηγούνται και ανασυγκροτούν το παρελθόν.
Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τον εκδημοκρατισμό της «Δημόσιας Ιστορίας» αφού δίνει βήμα σε ομάδες ανθρώπων ανώνυμων ή και περιθωριοποιημένων να διατυπώσουν τις δικές τους μαρτυρίες και βιώματα για το παρελθόν μας.
Εξάλλου, όλοι χρησιμοποιούμε το παρελθόν μας ως στοιχείο έμπνευσης και νοηματοδότητσης της ζωής μας. Όλοι επιλέγουμε ένα παρελθόν που να δικαιώνει τις επιλογές μας και να βαδίζει παράλληλα με τις σύγχρονες ανάγκες και επιδιώξεις μας. Φαίνεται πως ισχύει απόλυτα η θέση πως «Ποιοι είμαστε σήμερα συνδέεται και σχετίζεται και με το ποιο παρελθόν επιλέξαμε».
Η Ιστορική-Συλλογική Μνήμη
Από τις παραπάνω, λοιπόν, αντιμαχίες για το ρόλο και την αξία ή απαξία της «Δημόσιας Ιστορίας» συνάγεται ο αποφασιστικός ρόλος της ιστορικής μνήμης τόσο στη δόμηση της προσωπικής μας ταυτότητας όσο και του συλλογικού ή εθνικού μας είναι. Όταν, όμως, η μνήμη είναι επιλεκτική απέναντι στο παρελθόν, τότε υπάρχει ο κίνδυνος όχι μόνον μιας ιδεολογικής και αυθαίρετης χρήσης της, αλλά και μιας ατομικής ή και εθνικής τύφλωσης απέναντι στην ιστορική αλήθεια.
Ο ρόλος της
Ιστορικής μνήμης, λοιπόν, είναι πασιφανής αφού περιλαμβάνει γεγονότα, θέματα και βιώματα του παρελθόντος από τη ζωή των ανθρώπων που διαμορφώνουν την πολυπρισματική μας
ταυτότητα. Η χρήση και η κατάχρηση της
Ιστορικής-Συλλογικής Μνήμης αποτυπώνει την αγωνία μιας κοινωνίας να βρει εκείνο το στοιχείο που θα λειτουργεί ως
συνεκτικός ιστός αλλά και ως σύμβολο ή σημείο αναφοράς σε δύσκολες στιγμές.
Από την άλλη πλευρά οι ιστορικοί επιστήμονες θεωρούν πως η συλλογική μνήμη δεν πρέπει να αποτελεί οδηγό για τη γνώση και ερμηνεία του παρελθόντος γιατί δεν βασίζεται στη συστηματική και αυστηρή αξιολόγηση των ιστορικών τεκμηρίων. Κι αυτό γιατί η συλλογική μνήμη είναι εύπλαστη και επηρεάζεται ή διαμορφώνεται από προσωπικές και υποκειμενικές αφηγήσεις του παρελθόντος όπου πλεονάζουν το βιωματικό στοιχείο και τα κοινωνικά στερεότυπα που λίγη σχέση έχουν με την επιστημονική μέθοδο και την αντικειμενική καταγραφή των γεγονότων.
Παρά τις αμφισβητήσεις, όμως, της συλλογικής μνήμης κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με το ρόλο της στο ιστορικό γίγνεσθαι των λαών. Γνωστή είναι η ρήση «Δέσποτα μέμνησο των Αθηναίων» που επέβαλε ο Δαρείος σε έναν υπηρέτη του να λέει κάθε πρωί και βράδυ. Τόσος ήταν ο θυμός του και η βούλησή του να τιμωρήσει τους Αθηναίους.
Γνωστό, επίσης, είναι και το σύνθημα «Δεν Ξεχνώ» που είναι χαραγμένο ανεξίτηλα στη μνήμη τόσο των Κυπρίων όσο και των Ελλήνων. Αφορά την κομμένη στα δύο μαρτυρική Κύπρο εξαιτίας της Τουρκικής εισβολής στις 20 Ιουλίου 1974.
Το ρόλο της μνήμης, έστω και σε άλλο επίπεδο, τη διατύπωσε και ο Μίλαν Κούντερα με το εμβληματικό “Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη Λήθη”.
Είναι, λοιπόν, φανερό πως η συλλογική μνήμη συνιστά τον αναγκαίο συνεκτικό ιστό ανάμεσα στο Παρελθόν και το Μέλλον. Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, οι λαοί και τα έθνη δεν μπορούν να υπάρξουν και να επιβιώσουν σε ένα παρόν ταχύτατα και ατάκτως μεταβαλλόμενο.
“Το Παρελθόν έχει Μέλλον” (Στέφαν Ούλριχ).
Τα Μνημεία και η Ιστορική-Συλλογική Μνήμη
Ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί πως την Ιστορική και Συλλογική Μνήμη δεν την τρέφουν και δεν την διαμορφώνουν μόνο τα σχολικά εγχειρίδια ή και οι παραδόσεις στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων. Τις τραυματικές μνήμες (πυρηνικό στοιχείο της συλλογικής μνήμης) ενός λαού τις συντηρούν και τα Μνημεία που κοσμούν τις πλατείες ή τους τόπους μαρτυρίου πολλών πόλεων και χωριών σε όλο τον κόσμο.
Οι σφαγές των Ελλήνων και η κτηνώδης συμπεριφορά των Γερμανών κατακτητών είναι αποτυπωμένες στα αντίστοιχα μνημεία των μαρτυρικών τόπων, όπως του Διστόμου, των Καλαβρύτων και της Κανδάνου. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει το ρόλο αυτών των Μνημείων στη διαμόρφωση της «Δημόσιας Ιστορίας» και μέσω αυτής στη διαμόρφωση της Ιστορικής και Συλλογικής Μνήμης;
Βέβαια, κάποιοι θα αντιτείνουν πως η γνώση και η ερμηνεία της ιστορίας δεν πρέπει να κανοναρχούνται από το ανθρώπινο συναίσθημα, αλλά από την ψύχραιμη λογική και την αυστηρή επιστημονική μεθοδολογία. Ωστόσο, άλλο η βιωμένη μνήμη και άλλο η μαθημένη μνήμη. Χρειάζονται και οι δύο για την σωστή και δημιουργική επαφή με το παρελθόν μας.
Τις παραπάνω διαπιστώσεις για το ρόλο των μνημείων στη διαμόρφωση της «Δημόσιας Ιστορίας» και τη συγκρότηση της Ιστορικής και Συλλογικής Μνήμης ενισχύει και νεοανεγερθέν μνημείο των «Αθανάτων του Έθνους» με τα ονόματα των 121.692 πεσόντων Ελλήνων από ιδρύσεως νεοελληνικού κράτους. Στο βωμό του μνημείου καίει άσβεστη η αιώνια φλόγα στη μνήμη των Αθανάτων, που συμβολίζει το σεβασμό στους πεσόντες για την ελευθερία της Ελλάδας.
Τα Αγάλματα και η Ιστορία
Τα τελευταία χρόνια γίναμε μάρτυρες ενός παγκόσμιου κινήματος αποκαθήλωσης αγαλμάτων ιστορικών προσώπων που η δράση και η συμπεριφορά του, όσο ζούσαν, είναι μη συμβατές με τις σύγχρονες ιδέες περί ισότητας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθερίας του ανθρώπου. Αφορμή στάθηκε ο θάνατος του Τζορτζ Φλόιντ από αστυνομικούς.
Θύμα αυτού του κινήματος δεν υπήρξε μόνον το άγαλμα του Τζέφερσον, προέδρου των ΗΠΑ, αλλά και του Λεοπόλδου Β’ του Βελγίου, όπως και του Κολόμβου και πολλών άλλων ανά την υφήλιο ή και παλιότερα των αγαλμάτων του Λένιν στην Ουκρανία ή και του Σαντάμ Χουσεϊν στο Ιράκ. Οι ειδικοί προβληματίζονται όχι μόνον για την αποκαθήλωση αυτή καθεαυτή ως πράξη, αλλά και για τον συμβολισμό ή την σκοπιμότητά της.
Δηλαδή, η αποκαθήλωση στοχεύει στην διαγραφή κάποιων μελανών σελίδων της ιστορία (δουλεία, παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων, ρατσισμός…) ή και κάτι παραπάνω; Μήπως πίσω από τις αποκαθηλώσεις των αγαλμάτων επιχειρείται και μία άτυπη διαγραφή της ιστορίας κάθε λαού ή στην αναθεώρησή της, που τελευταία πήρε μορφή επιδημίας;
Κι αν τα παραπάνω ερωτήματα πλανώνται ως «εφιάλτης» και ζητούν πειστικές απαντήσεις για το αν είναι εφικτό ή θεμιτό η διαγραφή της ιστορίας και για το ποιο καινούριο ιστορικό αφήγημα μπορεί να υποστηρίξει την ανάγκη του αναθεωρητισμού. Σίγουρα πολλοί φοβούνται πως το κίνημα της αποκαθήλωσης των αγαλμάτων μπορεί να αποδομήσει παλιούς ιστορικούς-εθνικούς μύθους πάνω στους οποίους οι κρατούντες θεμελίωσαν τα κυρίαρχα και εξουσιαστικά τους ιδεολογήματα.
Ωστόσο, εκείνο το ερώτημα που αναβλύζει από την αποκαθήλωση των αγαλμάτων και ανησυχεί τους «κρατούντες» αλλά και τους ειδικούς περί την Ιστορία ως επιστήμης είναι αυτό που συμπυκνώνει και προβάλλει εμφαντικά το «Ποιος γράφει την Ιστορία;”. Ο Επιστήμονας ή οι Μάζες; Οι Νικητές ή ενίοτε και οι Ηττημένοι; Και ποιος μπορεί να μάς διαβεβαιώσει πως η αναθεώρηση της ιστορίας θα είναι απαλλαγμένη από τα δικά της ιδεολογήματα που στο μέλλον, ίσως, θα επωάσουν άλλα κινήματα αποκαθήλωσης την κυρίαρχης ιστορικής αφήγησης κάθε λαού;
Τέτοιου είδους, όμως, ερωτήματα και διλήμματα τρέφουν και συντηρούν τον πυρήνα και το σώμα της «Δημόσιας Ιστορίας». Φανερώνουν τη σχέση αυτής με τη Ιστορική –Συλλογικά Μνήμη και φυσικά με την «Ακαδημαϊκή Ιστορία». Απότοκο, επίσης, αυτών των ερωτημάτων είναι και ο τρόπος με τον οποίο τα άτομα, οι λαοί και τα έθνη διαχειρίζονται κάποια κομμάτια-πτυχές του ιστορικού τους παρελθόντος.
Η εισβολή των «Μαζών» στην Ιστοριογραφία μέσα από την «Δημόσια Ιστορία» άλλους φοβίζει και άλλους ενθουσιάζει αφού την θεωρούν ως έναν sui generis εκδημοκρατισμό και μία φιλελευθεροποίηση της Ιστορίας που διαμορφώνει την ατομική και εθνική ταυτότητά μας.
Τους φόβους μας ενισχύουν, ως
Ελλάδα, και κάποιες υπερβολές της
Πολιτικής Ορθότητας που επιτάσσει την
απομάκρυνση αρχαίων κειμένων από τα σχολεία με την αιτιολογία πως αυτά συνιστούν πηγές
αναχρονιστικών για την εποχή μας ιδεών και θέσεων. Το πρώτο θύμα ήταν ο
Όμηρος και έπονται και άλλοι
(Αριστοτέλης, Πλάτωνας…).
Οι υπέρμαχοι της Ακαδημαϊκής Ιστορίας και οι σκεπτικιστές για το ρόλο της "Δημόσιας Ιστορίας" διαβλέπουν μία Οργουελική αντίληψη στο κίνημα της αποκαθήλωσης των αγαλμάτων, της εισβολής των Μαζών στην ιστοριογραφία και στην προσπάθεια αναθεώρησης κάποιων γεγονότων ή και ιστορικών προσώπων του παρελθόντος.Συχνά καταφεύγουν στο γνωστό απόσπασμα από το έργο "1984" του Όργουελ:
"Όλη η λογοτεχνία του παρελθόντος θα έχει καταστραφεί. Ο Τσώσερ, ο Σαίξπηρ, ο Μίλτον, ο Μπαυρον-θα υπάρχουν μόνον σε εκδόσεις της Νέας Ομιλίας, και δεν θα έχουν μόνο μεταβληθεί σε κάτι διαφορετικό, αλλά θα είναι εντελώς το αντίθετο από ό,τι λέγαμε πως ήταν. Ακόμα και η λογοτεχνία του Κόμματος θα αλλάξει..."
Το ρόλο και τη λειτουργία των αγαλμάτων και ό,τι μπορεί αυτά να συμβολίζουν, τους κινδύνους που ελλοχεύουν τόσο στην άκριτη αποκαθήλωση όσο και στην άγονη λατρεία τους είχε επισημάνει και ο ανατρεπτικός λόγος του Νίτσε στο έργο του "Τάδε έφη Ζαρατούστρα":
"Φυλαχτείτε μη σάς καταπλακώει κανένα άγαλμα"
Φαίνεται, από τα παραπάνω πως ο Φουκουγιάμα διαψεύστηκε οικτρά για το «Τέλος της Ιστορίας», αφού η Ιστορία στις μέρες μας φαίνεται πως ξαναγράφεται με πρωταγωνιστή τη «Δημόσια Ιστορία» που δίνει βήμα στις αφηγήσεις αλλά και στα κινήματα (ακτιβισμοί) των αποκλεισμένων και περιθωριοποιημένων.
Η στάση μας απέναντι στο Παρελθόν
Μία άλλη παράμετρος της σχέσης της «Δημόσιας Ιστορίας» με τη συλλογική και ιστορική μνήμη (αιτιώδης σχέση) είναι και η στάση μας απέναντι στο παρελθόν μας γενικά. Γιατί μπορεί μεν η «Δημόσια Ιστορία» και η συλλογική μνήμη να συνδιαμορφώνουν τη στάση και συμπεριφορά μας προς το παρελθόν, αλλά είναι αναγκαίο να διερευνηθεί κατά πόσο η «ειδωλολατρία του παρελθόντος» συνιστά και μία αρρώστια της Ιστορίας, όπως διατείνεται ο Νίτσε.
Κι αυτό γιατί, όπως υποστηρίζουν πολλοί, η «ζωή χρειάζεται σκοτεινιά, σκιά, λήθη, όχι μόνον το φως της Ιστορίας» (Massimo Recalcati). Η μνημειακή διατήρηση του παρελθόντος και η συνακόλουθη ταύτιση, προσκόλληση και η λατρεία του συνεπάγονται την ακινησία και την στασιμότητα. Η ιστορική μας κληρονομιά δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με μία τάση παθητικής επανάληψης και άκριτης αποδοχής. Αυτή η στάση για τον Massimo Recalcati ενέχει τον κίνδυνο μιας «αέναης βρεφοποίησης του υποκειμένου» και γι αυτό «δεν μπορούμε να μείνουμε υπερβολικά κοντά σε αυτό που μάς άφησε ο νεκρός».
Με άλλα λόγια η μνήμη του παρελθόντος μπορεί να είναι σημαντική για τον άνθρωπο και τα έθνη, αλλά υπάρχει πάντα ο κίνδυνος αυτή η χωρίς «όρια και όρους» λατρεία του να προκαλέσει μία «μελαγχολική διάθεση» που ακυρώνει κάθε σκέψη ή προσπάθεια για αλλαγή και πρόοδο.
Ενδιαφέρουσες είναι οι θέσεις για το ζήτημα αυτό (ο ρόλος και η αξία της ιστορικής γνώσης και της συλλογικής μνήμης) του Massimo Recalcati όσο κι αν αποδομούν με έναν τρόπο, που κάνει πάταγο, τις παραδοσιακές απόψεις για τη διαχείριση του παρελθόντος. Ειδικότερα ο Massimo Recalcati επισημαίνει στο βιβλίο του «Το Σύμπλεγμα του Τηλέμαχου:
“Όταν η ιστορική γνώση, η γνώση του παρελθόντος, δεν υπηρετεί τη ζωή, αλλά η ζωή γίνεται υπηρέτρια αυτής της γνώσης, δεν έχουμε κληρονομιά αλλά ασθένεια της κληρονομιάς. Το πλεόνασμα της μνήμης αποβλακώνει, συνθλίβει το παρόν υπό το βάρος του παρελθόντος καθιστώντας αδύνατο το μέλλον. Η υπερβολική Ιστορία καθιστά αδύνατη μια καινούρια αρχή, γιατί υποβάλλει το παρόν στο ζυγό της παγιωμένης παράδοσης, στο βάρος μιας μνήμης που μετατρέπεται σε αρχείο και μνημείο. Αυτή είναι, λοιπόν, η αρρώστια της Ιστορίας!...Όταν η σκέψη του παρελθόντος γίνεται ασταμάτητος μηρυκασμός, επέρχεται εξάντληση και καταθλιπτικός μαρασμός της ζωής. Αυτή είναι η θέση του Νίτσε”.
Ο Ιησούς προτείνει…
Άτυπος σύμμαχος με τις θέσεις του Νίτσε είναι και ο Ιησούς που δεν δίνει άδεια σε έναν μαθητή του να θάψει τον πατέρα του λέγοντας το εμβληματικό «Ακολούθησέ με! Κι άσε τους νεκρούς να θάψουν τους δικούς τους Θεούς!» (Κατά Ματθαίον 8,19-22).Τη σκληρή αυτή θέση του Ιησού συμπληρώνει και μία άλλη που υπόρρητα καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διαχειριζόμαστε το παρελθόν.
“ Όποιος πιάνει το αλέτρι και κοιτάζει προς τα πίσω δεν είναι άξιος για τη βασιλεία του Θεού”.(Κατά Λουκά 9,62).
Τα παραπάνω λόγια-θέσεις του Ιησού δεν μάς ξαφνιάζουν μόνον για τον ριζοσπαστισμό τους, αλλά και μάς υπενθυμίζουν το στοιχείο που διαφοροποιεί τη «Δημόσια Ιστορία» από την Ιστορία των σχολικών αιθουσών και των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων. Ποιος μπορεί να υποστηρίξει πως οι παραπάνω θέσεις του Ιησού είναι αυτές που διδάσκονται και προτείνονται ως τρόπος διαχείρισης του παρελθόντος;
Άμεσα ή έμμεσα εξάγεται από τα λόγια του Ιησού μία προειδοποίηση ή και προτροπή-συμβουλή. Η αδυναμία μας ή η απροθυμία μας να απεγκλωβιστούμε, έστω και κατ’ ολίγον από το παρελθόν, ενέχει και κάποιους κινδύνους. Πάντοτε τίθεται το ερώτημα αν η εμπειρία της μνήμης και η τυφλή προσκόλληση στο παρελθόν “ισχυροποιεί ή αποδυναμώνει τη ζωή”; Ωστόσο, πιο επικίνδυνο για το άτομο και για τους λαούς είναι η εξιδανίκευση και η αγκίστρωση στο παρελθόν.
Η αναγκαιότητα της Λήθης
Δεν λείπουν κι εκείνοι που προτείνουν μία “ασυνέχεια” με το παρελθόν και μία παραχώρηση στη λήθη για να μπορέσει η ζωή να σπάσει το κέλυφος της ακινησίας και να δοκιμάσει ή να χαράξει καινούριους δρόμους. Κι αυτό γιατί η πάλη της Μνήμης με τη Λήθη είναι αβυσσαλέα και διχάζει το άτομο και τους λαούς για το πρακτέο.
Πώς να αγνοήσεις, όμως, την ιστορική γνώση και την συλλογική μνήμη: Πώς να αδιαφορήσεις για την ιστορική γνώση τόσο των σχολικών διδασκαλιών όσο και των πανεπιστημιακών παραδόσεων; Πώς να παραβλέψεις τους έγκυρους ιστορικούς και τη λειτουργία-ρόλο της «Δημόσιας Ιστορίας» που τροφοδοτούν, γιγαντώνουν και διαφημίζουν την Ιστορική και Συλλογική μας Μνήμη ως το έσχατο καταφύγιο της μοναδικότητας και Ελευθερίας μας;
Όλα τα παραπάνω ερωτήματα δεν είναι ρητορικά αλλά πρόταση για μία άλλη σχέση με την Ιστορία και το Παρελθόν μας. Μία άλλη σχέση και θεώρηση του ρόλου της Ιστορικής και Συλλογικής Μνήμης στη ζωή μας αλλά και εκείνων των παραγόντων που την διαμορφώνουν και τη συντηρούν.
Στις σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες που κυριαρχεί η ώσμωση των πολιτισμών και των οικονομιών και η επικοινωνία και συνύπαρξη μεταξύ των λαών θεωρούνται ως νομοτέλεια κάποιοι θεωρούν πως, “προϊόντος του χρόνου”, θα πρέπει να παραχωρήσουμε έδαφος στη λήθη για κάποια γεγονότα που διχάζουν τους λαούς και αποτελούν μόνιμη εστία πολέμων.
Η αναφορά σε τέτοια γεγονότα και λαούς περιττεύει αφού είναι γνωστά και καθημερινά απασχολούν την κοινή γνώμη που ζει τον εφιάλτη ενός νέου τοπικού ή και παγκόσμιου πολέμου.
Αν, λένε κάποιοι άλλοι, δεν μπορέσουμε να ξεχάσουμε κάτι από το παρελθόν και τις «θηριωδίες» των αντιπάλων μας και των εχθρικών κρατών, τότε δεν κτίζουμε το μέλλον μας αλλά στον ύπνο και στον ξύπνιο μας ονειρευόμαστε την Ε κ δ ί κ η σ η.
Κτίζουμε νεκροταφεία;
Έτσι, όμως, δεν πετυχαίνουμε τίποτα άλλο από το να «Κτίζουμε Νεκροταφεία» στα οποία οι επόμενες γενιές θα βρίσκουν ήρωες και θα ορκίζονται εκδίκηση. Κάπως έτσι γράφεται μέχρι τώρα η ανθρώπινη Ιστορία.
Μπορούμε να βρούμε και να διδαχτούμε μία άλλη σχέση της Μνήμης με τη Λήθη και να διαχειριστούμε με άλλον τρόπο το Παρελθόν μας;
Ίσως κάποια απάντηση στο παραπάνω ερώτημα να δίνει ο τρόπος με τον οποίο ο Θουκυδίδης κατέγραψε τα γεγονότα του πελοποννησιακού πολέμου. Και δεν είναι άλλος από την αφαίρεση του «μυθώδους στοιχείου» που συχνά διαστρεβλώνει την ιστορική αλήθεια και συγκροτεί με λανθασμένο τρόπο την ιστορική-συλλογική-μνήμη, με ό.τι αυτό συνεπάγεται για την επώαση του μίσους προς τον αντίπαλο.
“Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορία μου ίσως την καταστήσει ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργο μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψη των γεγονότων…”
Είναι αρκετή, όμως, από μόνη της η αφαίρεση του «μυθώδους» από την ιστορική γνώση και την ιστορική-συλλογική μνήμη να ειρηνεύσει τον κόσμο;
*Χρήσιμα άρθρα: Πηγή Blog "ΙΔΕΟπολις", Ηλία Γιαννακόπουλου
1."Εμφύλιον Πάθος: Η Ελλάδα εν καμίνω". 2."Ιστορία και εθνική αυτογνωσία", 3."Η Ελλάδα γιορτάζει το παρελθόν", 4."Η Ιστορία διακονεί την Ειρήνη ή τρέφει την Μισαλλοδοξία"; 5."Τα τιμαλφή της Ιστορικής μα Μνήμης", 6. "Η σχέση μας με το Παρελθόν: Μία απρόσμενη συνάντηση του Χριστού με το Νίτσε".