Η κυβέρνηση Τραμπ ξεκίνησε διμερή διάλογο με τον Πούτιν για την Ουκρανία, που αποκλείει τόσο τη χώρα που δέχτηκε επίθεση όσο και την Ευρώπη. Υπαινίχθηκε το τέλος της εγγύησης ασφάλειας των ΗΠΑ προς την ήπειρο μας. Απαξίωσε την ευρωπαϊκή δημοκρατία στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου.
Στη συνάντηση ορισμένων Ευρωπαίων ηγετών στο Παρίσι στις 17 Φεβρουαρίου, έγινε προσπάθεια να επιδειχθεί μια ενιαία προσέγγιση, ενόψει της νέας γεωπολιτικής κατάστασης. Πέρα όμως από τη συμφωνία για αύξηση των αμυντικών δαπανών, δεν έφτασαν στο σημείο να υποβάλουν συγκεκριμένα θεσμικά σχέδια για την επίτευξη βαθύτερης ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης και μιας Αμυντικής Ένωσης.
Μια διπλή επίθεση βρίσκεται σε εξέλιξη:
Α. στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, που τώρα θεωρείται βάρος από την Ουάσιγκτον, η οποία επιδιώκει να εγκαταλείψει την Ουκρανία στα χέρια του Πούτιν σε μια λογική «σφαιρών επιρροής».
Β. στη φιλελεύθερη δημοκρατία, που θεωρείται επίσης εμπόδιο στο εγχείρημα μιας νέας διεθνούς τάξης αυταρχικών και λαϊκιστών ηγετών.
Το μέλλον της Ουκρανίας διακυβεύεται και, μαζί με αυτό, το μέλλον της ίδιας της Ευρώπης. Εάν οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να παράσχουν στην Ουκρανία υποστήριξη και βεβαιότητα, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση θα υποστεί συνέπειες.
Στον αναδυόμενο κόσμο των μεγάλων αυταρχικών αυτοκρατορικών δυνάμεων, ο μόνος τρόπος για να σωθεί η δημοκρατία και η ελευθερία είναι να υπάρξει ένα αντιστάθμισμα, με το πολιτικό βάρος μιας ευρωπαϊκής δημοκρατικής Ομοσπονδίας, ικανής να εξασφαλίσει τη δική της άμυνα, αφού οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον αξιόπιστος εταίρος.
Οι πολίτες θέλουν μια κοινή ευρωπαϊκή άμυνα, όπως επιβεβαιώνεται από έρευνες, με συντριπτικά υψηλά ποσοστά. Ήδη πολλά ευρωπαϊκά κράτη απειλούνται άμεσα από τη Ρωσία.
Η μόνη εναλλακτική λύση που προτείνουν οι ηγέτες της ΕΕ, φαίνεται να είναι ο «ατομικός» επανεξοπλισμός των χωρών, με στόχο την αύξηση της ενιαιοποίησης και της διαλειτουργικότητας των οπλικών συστημάτων, αλλά μόνο σε εθελοντική βάση.
Ωστόσο, η κοινή αμυντική βιομηχανία από μόνη της δεν θα δημιουργήσει μια αμυντική ένωση, ικανή να εγγυηθεί την εδαφική άμυνα της Ευρώπης. Επιπλέον, υπό αυτές τις συνθήκες η βιασύνη για επανεξοπλισμό θα οδηγήσει αναπόφευκτα στο σημείο όπου σημαντικό μέρος των νέων αμυντικών επενδύσεων που δαπανώνται για την αγορά όπλων και τεχνολογίας, να προέλθει από τρίτες χώρες, κυρίως τις ΗΠΑ.
Η οικοδόμηση αυτόνομης ασφάλειας και άμυνας απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση για εμβάθυνση και επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση δύο κρίσιμων ζητημάτων:
1. ανάπτυξη μιας συλλογικής στρατηγικής που βασίζεται σε μια κοινή ανάλυση των απειλών και συμφερόντων προτεραιότητας που πρέπει να προστατευθούν.
2. κινητοποίηση σημαντικών οικονομικών πόρων.
Όποιο μοντέλο και αν επιλεγεί για την οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής ένοπλης δύναμης, είναι απαραίτητος ο σχηματισμός μιας ενοποιημένης πολιτικής ηγεσίας, ικανής να εκπροσωπεί το κοινό συμφέρον και να λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις ανάλογα.
Όλα αυτά πρέπει να αποφασιστούν σε μια επείγουσα έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. Αυτή να αποφασίσει περαιτέρω βήματα για την ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση μέσω των απαραίτητων αλλαγών στη θεσμική λειτουργία της Ένωσης, και να αξιοποιήσει τις διαθέσιμες δυνατότητες για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης.