Η βάση του διαλόγου και ο διάλογος της βάσης

Χρήστος Λιόλιος 15 Ιουν 2024

Στις ευρωεκλογές της περασμένης Κυριακής, μεταξύ των χαμένων, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ήταν και τα κόμματα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς. Το γεγονός ότι, παρά τη μεγάλη πτώση της Ν.Δ., εκείνα – είτε το καθένα μόνο είτε με την πρακτική της αυθαίρετης άθροισης των ποσοστών – δεν δείχνουν να απειλούν άμεσα την κυριαρχία Μητσοτάκη, αναθέρμαναν τα σενάρια μιας ενδεχόμενης συνεργασίας.

Ωστόσο, σχεδόν από το ίδιο το βράδυ της 9ης Ιουνίου, οι ηγεσίες των κομμάτων ξέκοψαν κάθε σκέψη σύγκλησης. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μιλιέται με την ηγεσία της Νέας Αριστεράς, η οποία με τη σειρά της δεν μιλάει στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, η οποία ούτε αυτή θέλει να έχει παρτίδες με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, κομματικά στελέχη κάθε μεγέθους και άνθρωποι που αγωνιούν ειλικρινά για το μέλλον του χώρου, και οι οποίοι βλέπουν θετικά το ενδεχόμενο της συμπόρευσης, προσπαθούν να ξεπεράσουν τον σκόπελο της άρνησης των ηγεσιών, υποστηρίζοντας ότι οι πραγματικές συμφωνίες χτίζονται με διάλογο της βάσης. Είναι όμως έτσι;

Καταρχάς, πως μπορούμε να ορίσουμε μιας τέτοιας μορφής διάλογο αν τα ίδια τα κόμματα, ως συγκροτημένοι οργανισμοί, δεν συμμετέχουν επίσημα σε αυτόν; Το να μαζευτούνε 10 άνθρωποι, από τους οποίους οι 4 θα εκφράζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, οι 3 το ΠΑΣΟΚ και οι υπόλοιποι 3 θα κινούνται μεταξύ Νέας Αριστεράς και Κόσμου ή άλλων σχηματισμών, και συζητώντας μεταξύ τους θα διαπιστώσουν ταύτιση απόψεων σε πέντε ζητήματα, αλλά διαφωνία σε άλλα τόσα, δεν μπορεί να θεωρηθεί διάλογος της βάσης.

Αντιθέτως, αν κάποιος επιδιώκει ειλικρινά να ξεκινήσει σοβαρή συζήτηση τότε ξέρει ότι μόνο μέσω ομάδων εργασίας, η σύνθεση των οποίων θα έχει οριστεί από τα ενδιαφερόμενα κόμματα, μπορεί να περιμένει αποτέλεσμα. Και βασική προϋπόθεση προκειμένου να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι εκπρόσωποι όσων θέλουν να εμπλακούν σε μια τέτοια ιστορία, είναι η απαλλαγή από αμοιβαίες καχυποψίες, οι οποίες όμως έχουν τη βάση τους σε πραγματικές αιτίες και συμπεριφορές του πρόσφατου παρελθόντος.

Σε κάθε περίπτωση, όσο τα κόμματα του χώρου ζουν τις μετεκλογικές δονήσεις, την πορεία των οποίων δεν μπορούμε ακριβώς να προβλέψουμε, τόσο πιο απίθανη φαντάζει η έναρξη οποιασδήποτε συζήτησης επί μελλοντικών συγκλήσεων. Μια συζήτηση που προϋποθέτει καθαρή σκέψη και προγραμματικές αναζητήσεις πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία και που ίσως, σε βάθος χρόνου, να φέρουν – αν φέρουν – και τις συγκλήσεις. Ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να παρακολουθούμε τις εξελίξεις με ενδιαφέρον.