Δεν είναι λίγοι εκείνοι, αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «κεντρώοι προοδευτικοί», που ενόψει των εκλογών ταυτίζουν την κυβερνητική σταθερότητα με την πολιτική σταθερότητα και αυτή την αφετηρία ασκούν έντονη κριτική στον Νίκο Ανδρουλάκη και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ γιατί δεν δεσμεύεται προεκλογικά ότι θα συμπράξει σε κυβέρνηση με τη ΝΔ , υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, στη περίπτωση που δεν καταφέρει να πάρει αυτοδυναμία. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Στους χαλεπούς κι αβέβαιους καιρούς που ζούμε η κυβερνητική σταθερότητα είναι απαραίτητη για κάθε χώρα πολύ περισσότερο για μια χώρα σαν την Ελλάδα που έχει αρκετά προβλήματα. Είναι ωστόσο αναγκαία αλλά από μόνη της δεν είναι ικανή συνθήκη για να εξασφαλιστεί η πολιτική σταθερότητα . Και δεν είναι η μοναδική φορά στην ιστορία. Κυβερνητική σταθερότητα είχαμε με την αυτοδύναμη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2009-2011, την τρικομματική και δικομματική κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου το 2012-2015 κι εν συνεχεία τη συγκυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου αλλά η πολιτική σταθερότητα ήταν εύθραυστη, όπως αποδείχθηκε . Να μην πάμε και παλιότερα στις αρχές της δεκαετίας του 60 ή τη δεκαετία του 50 όπου οι κυβερνήσεις της ΕΡΕ ήταν αυτοδύναμες αλλά η πολιτική σταθερότητα ήταν ζητούμενο.
Η πολιτική σταθερότητα ξεπερνά το βίο μιας κυβέρνησης κι εξασφαλίζεται όταν τα σαφή προτάγματα της χώρας υπηρετούνται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις προφανώς με τα προγράμματα για τα οποία εκλέγονται. Όπως δείχνει η εμπειρία στην Ευρώπη υπηρετείται εξίσου καλά από κυβερνήσεις συνεργασίας κι όχι μόνο από αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Γιατί όχι και στην Ελλάδα; Το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει πολιτική παράδοση δεν στέκει γιατί απλά ή ίδια η ζωή επιβάλλει οι παραδόσεις να ανατρέπονται. Δεν απαντούν βέβαια στο αν θα γίνονται συνεχώς εκλογές μέχρι να κερδίσει αυτοδυναμία η ΝΔ. Η παρατήρηση δεν είναι στον αέρα καθώς έχουμε το προηγούμενο του Κων-νου Μητσοτάκη όπου οδήγησε σε τρεις εκλογές τη χώρα, μεσα σε 10 μήνες, το 1989-90 για να κυβερνήσει αυτοδύναμα με τη ψήφο Κατσίκη.
Ολες οι κυβερνήσεις θα πρέπει υπηρετούν την πολιτική σταθερότητα. Εξασφαλίζεται όταν υπάρχει συνετή και συνεπή δημοσιονομική πολιτική , όπως μας δίδαξε η δεκαετία της κρίσης και τα Μνημόνια , όταν έχει διαμορφωθεί σαφής εθνική στρατηγική για τα εθνικά θέματα και κοινά αποδεκτούς στόχους από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, όταν λειτουργούν υποδειγματικά οι θεσμοί και η κοινωνική συνοχή ενισχύεται. Όταν υπάρχει συνεννόηση και συναίνεση στους εθνικούς στόχους, για να θυμήθούμε οι παλαιότεροι τους στόχους της ΕΑΔΕ.
Σήμερα μολονότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία όλα τα παραπάνω χρήζουν καθημερινής επιβεβαίωσης με αφορμή την οίηση στη διακυβέρνηση της χώρας και την κυνική αντίληψη πώς επιτρέπονται τα πάντα για να διατηρηθεί η εξουσία. Και οι παρακολουθήσεις, και οι παρεμβάσεις στους θεσμούς και η κατα περίπτωση δημοκρατική παρέκκλιση. Ακόμη κι αν κριθούν παράνομες αυτές οι μεθοδεύσεις, από τα Δικαστήρια προφανώς μετά τις εκλογές , « θα απασχολεί μόνο τους δικηγόρους που θα ασχοληθούν γιατί όλα θα έχουν κριθεί στις κάλπες», κατά την ψυχρή ρήση κορυφαίου κυβερνητικού θεσμικού παράγοντα.
Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στα τέλη του 2019 παρουσίασε στη Φώφη Γεννηματά τον εκλογικό νόμο με τις 40 έδρες μπόνους κλιμακωτά που ψήφισε η κυβερνητική πλειοψηφία της ΝΔ για να αντικαταστήσει την απλή αναλογική του ΣΥΡΙΖΑ και τώρα είναι μπούσουλας για δεύτερες εκλογές ,εισέπραξε αυτονόητα αρνητική απάντηση από την τότε προέδρου του ΠΑΣΟΚ. . « Το κατανοώ απόλυτα αλλά έτσι όμως θα κυβερνήσω », της απάντησε ο Πρωθυπουργός , σύμφωνα με τα ρεπορτάζ εκείνων των ημερών. Αυτό πρόκειται να ζήσουμε το επόμενο διάστημα.
Είναι λοιπόν σαφές ότι για τη ΝΔ και τυς υποστηρικτές της τα περί πολιτικής σταθερότητας ταυτίζονται μόνο με την αυτοδυναμία της και την διατήρηση της εξουσίας . Όλα τ άλλα που μπορεί να ζηήσει ο λαός με τη ψήφο του είναι παρεπίπτοντα. Δεν φτάνει όμως από μόνο του για να εξασφαλιστεί η σταθερή πορεία της χώρας ,το να κερδίσει τις εκλογές ο Μητσοτάκης και να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση .
Αξίζει λοιπόν να θυμόμαστε ότι ο νόμος Παυλόπουλου ψηφίστηκε και εφαρμόστηκε, από το 2008 έως το 2019, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε την απλή αναλογική. Μέχρι τότε έγιναν 6 εκλογές όπου μόνο το 2009 κέρδισε αυτοδυναμία το ΠΑΣΟΚ, λόγω της χρεοκοπίας από τη ΝΔ του Κώστα Καραμανλή και το 2019 κέρδισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης λόγω της άθλιας διχαστικής διακυβέρνησης Τσίπρα- Καμμένου με αχρείαστο Τρίτο Μνημόνιο και την Συμφωνία των Πρεσπών που ενόχλησε πολλούς"δεξιούς πατριώτες".
Σ όλες τις υπόλοιπες εκλογές οι οποίες έγιναν με τον νόμο Παυλόπουλου χρειάστηκαν κυβερνήσεις συνεργασίας. Τρικομματικομματική το 12-13 , δικομματική 13-14 και 15-19. Ας το χουμε, λοιπόν, στο νού μας γιατί άν τώρα δεν βρισκόμαστε ξανά υπό το φάσμα της οικονομικής χρεοκοπίας κινδυνεύουμε από την αλαζονεία της πάση θυσίας κατάκτησης της αυτοδυναμίας ενώ οι προκλήσεις για τη χώρα παραμονεύουν .