Στα άγουρα μαθητικά μας χρόνια, πριν από μισόν αιώνα, δεν εισπράτταμε όλοι με την ίδια ένταση ντροπής το άγος μιας αποβολής. Σίγουρα η καταισχύνη μας εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη διάρκεια της αποβολής – από το σχετικά διαχειρίσιμο βάρος μιας μονοήμερης έως το συντριπτικό βάρος μιας πολυήμερης – καθώς από την ταπεινωτική αιτιολογία που τη συνόδευε. Εκείνο πάντως που κυρίως απασχολούσε τους περισσότερους από εμάς ήταν πώς θα το «σερβίρουμε» στους γονείς μας. Σε καιρούς όπου οι κηδεμόνες δεν είχαν τη δυνατότητα να ενημερώνονται για την αποβολή του βλασταριού τους με ένα απλό γραπτό μήνυμα στο κινητό τους, το «σερβίρισμά» μας μπορούσε να ποικίλει από την πλήρη απόκρυψή της, υποδυόμενοι ότι εξακολουθούμε να μεταβαίνουμε καθημερινά στο σχολείο, έως την όποια υποτίμηση της σημασίας της επέτρεπε στον καθένα μας η ρητορική του δεινότητα. Υπήρχαν όμως ανάμεσά μας και μερικοί μακάριοι κωλόφαρδοι, γόνοι διαλυμένων οικογενειών, που δεν ήταν υποχρεωμένοι να δικαιολογηθούν για την αποβολή τους σε κανέναν. Απεναντίας: η αποβολή -όσο μεγαλύτερη, τόσο καλύτερη – τους παρείχε και το πιο ακλόνητο άλλοθι προκειμένου να απαλλάξουν την εκπαίδευση από την ψυχαναγκαστική τους παρουσία. Εάν οι δάσκαλοι δεν ήθελαν να βλέπουν τα μούτρα τους μια φορά, εκείνοι δεν ήθελαν δέκα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα κράτη. Δεν φέρουν όλα βαρέως την αποβολή. Τα πιο συμπλεγματικά, μάλιστα, τα θρασύτερα ή τα ισχυρότερα, όχι μονάχα δεν ενοχλούνται από τη δαμόκλειο σπάθη μιας επικείμενης αποβολής, αλλά συχνά την προλαβαίνουν: φεύγουν πριν τους διώξουν. Πάρτε για παράδειγμα τη Ρωσία. Οταν, προ ημερών, το Συμβούλιο της Ευρώπης κατέστησε σαφές ότι προτίθεται να αποβάλει τη Ρωσία, ο wannabe Τσάρος δεν δίστασε να επαναλάβει το προηγούμενο της Ελλάδας επί χούντας: ετοίμασε τα μπαγκάζια του προτού του χτυπήσουν το κουδούνι.
Διαβάστε τη συνέχεια