Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ, «Κυβερνώντας τον κόσμο», εκδόσεις Αλεξάνδρεια
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΣΠΙΝΕΛΙ: Η ΑΛΛΟΤΙΝΗ ΚΑΙ Η ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
Τα ηφαιστειακά νησάκια Σάντο Στέφανο και Βεντοτένε, που τα ψήνει ο ήλιος της Μεσογείου στην Τυρρηνική Θάλασσα, απέχουν εξήντα μίλια από τις ιταλικές ακτές. Αυτές οι βραχώδεις, χωρίς δέντρα και ανεμοδαρμένες νησίδες μερικών τετραγωνικών μιλίων φιλοξενούσαν από τους ρωμαϊκούς χρόνους κυρίως σαύρες, γλάρους και πολιτικούς κρατουμένους.
Το Σάντο Στέφανο είναι το μικρότερο νησάκι, στο οποίο δεσπόζουν ακόμη και σήμερα τα χορταριασμένα ερείπια της εξαιρετικής φυλακής που είχαν κτίσει οι Βουρβόνοι σύμφωνα με τις αρχές του Μπένθαμ στα τέλη του Ι8ου αιώνα.
Το λίγο μεγαλύτερο Βεντοτένε ήταν το διοικητικό κέντρο της φυλακής υπό τον φασισμό και εδώ, όπου τίποτε άλλο εκτός από τον απειλητικό βράχο του Σάντο Στέφανο δεν σπάει τη μονοτονία του ορίζοντα, ήρθε τα πρώτα χρόνια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου μια μικρή ομάδα Ιταλών πολιτικών κρατουμένων για να μελετήσει τις αιτίες των δεινών της Ευρώπης και να προτείνει ένα καλύτερο μέλλον. Το κείμενό τους ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1941 και έμεινε γνωστό ως «Μανιφέστο του Βεντοτένε».
Ο κύριος συντάκτης του, ένας νεαρός ακτιβιστής ονόματι Αλτιέρο Σπινέλι, που είχε έρθει προσφάτως σε ρήξη με το Κομμουνιστικό Κόμμα, θα γινόταν θρυλικό πρόσωπο στο πάνθεον του μεταπολεμικού ευρωπαϊσμού, υποστηρικτής του φεντεραλισμού και της ενοποίησης, και θα διαδραματίσει μέχρι τον θάνατό του το 1986 εξέχοντα ρόλο στην πορεία για την ένωση της Ευρώπης.
Το Μανιφέστο ξεκινούσε φυσικά με την αποτυχία της Κοινωνίας των Εθνών και την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού. Κατάγγελλε τόσο την αφελή εμπιστοσύνη της Κοινωνίας των Εθνών στο διεθνές δίκαιο όσο και την ειδωλολατρία του φασισμού απέναντι στο κράτος και υποστήριζε ότι το εθνικό κράτος έχει καταντήσει να συνιστά απειλή για την ειρήνη. Η Ευρώπη δεν 'χρειαζόταν μια ακόμη Κοινωνία των Εθνών αλλά μια πλήρως αναπτυγμένη ομοσπονδία. Το Μανιφέστο επέκρινε με ματσινικά επιχειρήματα τους κομμουνιστές επειδή εγκωμίαζαν τις αρετές της ταξικής σύγκρουσης. Μολονότι ο Σπινέλι είχε απαρνηθεί τον κομμουνισμό, η πρότασή του ήταν από πολλές απόψεις μια συγγενική εκδοχή.
Οι «προοδευτικές δυνάμεις» που πίστευαν στην ομοσπονδία θα δρούσαν στο όνομα των «μαζών», αλλά η μειονότητα των «σοβαρών διεθνιστών», η οποία θα ήταν ικανή να δράσει αποφασιστικά με λενινιστικό τρόπο, θα καθοδηγούσε κατά τις κρίσιμες στιγμές της 1 κατάρρευσης του φασισμού και του ναζισμού, στιγμές «στη διάρκεια των οποίων οι λαϊκές μάζες περιμένουν ανήσυχα ένα νέο μήνυμα.
Η πραγματική πάλη δεν θα διεξαγόταν εναντίον του ενός ή του άλλου ιδεολογικού ρεύματος, αλλά, εναντίον των «αντιδραστικών δυνάμεων που θα στόχευαν στην αποκατάσταση του εθνικού κράτους. Το πραγματικό καθήκον θα ήταν να λειτουργήσει η ομοσπονδία. Αν διάφορα κράτη ήθελαν να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο, θα έπρεπε να υποχρεωθούν να δουν την αλήθεια. Γιατί μόνο η ευρωπαϊκή ομοσπονδία είχε τις απαντήσεις στα προβλήματα της ανάμειξης των εθνοτικών ομάδων και της γεωγραφίας, τα οποία είχαν προκαλέσει τους πολέμους στην ευρωπαϊκή ήπειρο και, δύο φορές μέσω της Ευρώπης, στον κόσμο. Αντί να επεκτείνει και αλλού τις συγκρούσεις, η Ευρώπη θα έπρεπε να ενοποιηθεί, ενόσω η ανθρωπότητα θα περίμενε «το πιο μακρινό μέλλον, το ενδεχόμενο πολιτικής ενότητας ολόκληρης της υδρογείου».
Σήμερα αυτό το κείμενο έχει ζωή εβδομήντα και πάνω ετών. Όμως μπορούμε να φανταστούμε τι θα σκεφτόταν ο Σπινέλι για την παρούσα κρίση στην Ευρώπη. Από νωρίς είχε αντιληφθεί ότι η Κοινή Αγορά γινόταν ισχυρή δύναμη και γι' αυτό επέλεξε να εργαστεί μάλλον μέσω αυτής παρά να την παρακάμψει. Ποτέ δεν του άρεσε πραγματικά η εξάρτηση της Κοινής Αγοράς από τη διακυβερνητική συνεργασία και πάντα επιδίωκε να ενισχυθούν οι πιο γνήσια υπερεθνικοί θεσμοί —η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο— έναντι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Ωστόσο σίγουρα ο Σπινέλι ενέκρινε την άποψη ότι η οικονομική ένωση μπορεί να οδηγούσε στην πολιτική ένωση και παραπονιόταν μόνο για τον μακρύ χρόνο τον οποίο απαιτούσε αυτή η διαδικασία. Δεν θα τον ενοχλούσε επίσης ο ελιτίστικος χαρακτήρας της πορείας προς την περαιτέρω ενοποίηση, αφού ήταν πεισμένος ότι οι λαοί της ηπείρου θα εκτιμούσαν τελικά τα αγαθά της ενοποίησης.
Η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, πιστή στα μέσα, αλλά αποβλέποντας σε εντελώς διαφορετικούς στόχους, έχει μια βαθιά διφορούμενη σχέση με τις αρχές του Βεντοτένε.
Μια γραφειοκρατική ελίτ, η οποία εξακολουθεί να θεωρεί την εθνική κυριαρχία εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί, διευθύνει τη διαδικασία της ενοποίησης, αλλά έχει ξεχάσει σε μεγάλο βαθμό τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των οποίων την αναβίωση επιθυμούσε ο Σπινέλι.
Υπό την οπτική του Μανιφέστου του Βεντοτένε, η ομοσπονδία ήταν ένα εργαλείο που θα επέτρεπε να κερδηθεί η πάλη κατά της ανισότητας και της φτώχιας. Μια μορφή διαχειριζόμενου καπιταλισμού θα έβαζε όρια στην αγορά και την ατομική ιδιοκτησία χωρίς να τις καταργεί πλήρως θα εθνικοποιούνταν βασικές βιομηχανίες, θα υλοποιούνταν η αγροτική μεταρρύθμιση και θα δημιουργούνταν εργατικοί συνεταιρισμοί. Το αποτέλεσμα δεν θα ήταν ο κομμουνισμός, αλλά η υλοποίηση ενός απλούστερου, πιο διαχειρίσιμου και ίσως ευγενέστερου ονείρου: ενός κόσμου στον οποίο ο άνθρωπος θα καθοδηγούσε και θα ήλεγχε τις οικονομικές δυνάμεις αντί οι οικονομικές δυνάμεις να ελέγχουν τον άνθρωπο.
Αυτόν τον κόσμο τον έχουμε χάσει με διπλή έννοια.
Κατ' αρχάς η αισιοδοξία και η μεγάλη εμπιστοσύνη στην πολιτική δράση και κινητοποίηση για ένα καλύτερο μέλλον που σημειώνονταν το 1941 στο Βεντοτένε δεν υπάρχουν πια.
Επιπροσθέτως τα ιδανικά του Βεντοτένε, που βασικά στήριξαν τον διευθυνόμενο καπιταλισμό του μεταπολεμικού θαύματος στη Δυτική Ευρώπη την περίοδο 1945-75, αποκηρύχθηκαν μετά τη στροφή στον νεοφιλελευθερισμό κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και σε ευρωπαϊκό επίπεδο εγκαταλείφθηκαν με την υιοθέτηση από τη δεκαετία του 1990 και μετά της παγκόσμιας χρηματιστικοποίησης. Από τη σκοπιά της Ευρώπης του 21ου αιώνα τα αισθήματα του 1941 συμβολίζουν συνολικά κάτι τόσο παλιό όσο το ερειπωμένο και εγκαταλειμμένο κτήριο των Βουρβόνων στο νησί Σάντο Στέφανο.
Μπορούμε να εντοπίσουμε με αρκετή ακρίβεια το σημείο καμπής. Οι δεκαετίες του 1960 και του 1970 σηματοδότησαν μια εποχή ευημερίας στη Δυτική Ευρώπη, ενώ το εμπόριο και η οικονομική ανάπτυξη είχαν ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ένα σύστημα στο οποίο το κέλυφος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προστάτευε αφενός ισχυρά και σε μεγάλο βαθμό αυτόνομα έθνη κράτη από τον εξωτερικό κόσμο και αφετέρου το κάθε έθνος-κράτος από τα άλλα, αλλά και τα συνένωνε βαθμιαία μέσω της οριζόντιας ενοποίησης οικονομικών συμπληρωματικοτήτων.
Ωστόσο για τη γραφειοκρατία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που πάντα ονειρευόταν να οδηγήσει σε μια τελειότερη ένωση, ήταν μια περίοδος θεσμικής στασιμότητας. Κατόπιν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Ζακ Ντελόρ συνειδητοποίησε μέσα από τις δυσκολίες της κυβέρνησης Μιτεράν ότι ήταν αδύνατη η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα. Έτσι αποφάσισε ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1985 έως το 1995 να στηρίξει την κοινωνική αλληλεγγύη σε όλη την Ευρώπη επιταχύνοντας ταυτοχρόνως την ενοποίηση της αγοράς. Με τον διορισμό το 1987 ενός άλλου ανώτερου Γάλλου αξιωματούχου, του οικονομολόγου Μισέλ Καμντεσύ, στη θέση του επικεφαλής του ΔΝΤ, υπήρχε στενή αλληλοσύνδεση ανάμεσα στην ενοποίηση της Ευρώπης την οποία προωθούσε ο Ντελόρ και στην ταυτόχρονη φιλελευθεροποίηση με βάση κανόνες των διεθνών ροών του κεφαλαίου.
Εξίσου σημαντικό ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία έπαιξε ένας τρίτος Γάλλος μανδαρίνος, ο Ανρί Σαβρανσκί, ο οποίος επόπτευε τη σύνταξη του Κώδικα Φιλελευθεροποίησης υπό τη διακριτική επιρροή του ΟΟΣΑ.
Η «Συναίνεση του Παρισιού», όπως την αποκάλεσε κάποιος μελετητής, αντίθετα από την πολύ πιο κραυγαλέα αυτοδιαφημισμένη εκδοχή της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον, οδήγησε σε άνοιγμα των κεφαλαιαγορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον κόσμο, κίνηση που ίσως ήταν η βασική οικονομική αλλαγή κατά την παγκοσμιοποίηση της δεκαετίας του 1990. Ο Ντελόρ στοιχημάτισε ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να απολαμβάνει παράλληλα την απελευθέρωση των ροών του κεφαλαίου και ενισχυμένη ευημερία. Αποδείχθηκε πως έκανε λάθος.
Στα χρόνια του Ντελόρ οι κορυφαίοι σταθμοί ήταν η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1986 και η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ο αριθμός των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης διπλασιάστηκε μέσα σε μία δεκαετία, και πράγματι η ειρηνική ενσωμάτωση μεγάλου μέρους της ανατολικής Ευρώπης ήταν ιστορικό επίτευγμα. Όμως η επιτυχία ήταν πύρρειος, γεμάτη ακούσιες συνέπειες, καθώς η διεύρυνση, η οποία ήταν επιθυμητή πολιτικά, περιέπλεξε τα πράγματα. Η αναδιανομή εμπεριεχόταν στη βοήθεια προς τις φτωχές περιφέρειες, όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν λειτουργούσε αποτελεσματικά ως εγγυητής της ευημερίας για τους φτωχούς και μη προνομιούχους γενικά.
Η «κοινωνική Ευρώπη», την οποία περιόριζε η πολύ περιορισμένη ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβάλλει φόρους, κατείχε πάντα δευτερεύουσα θέση σε σχέση με τον ανώτερο στόχο της δημοσιονομικής σύγκλισης και της νομισματικής ένωσης. Έτσι η ενοποίηση έφερε την απομάκρυνση από την αναδιανομή και τη στροφή στον έλεγχο του πληθωρισμού και στην κινητικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπογράφτηκε τον Φεβρουάριο του 1992, κινούνταν αποφασιστικά όχι προς μια Ευρώπη της ευημερίας και του ρυθμιζόμενου κεφαλαίου, αλλά προς την ενίσχυση της ενιαίας αγοράς και την επιτάχυνση των ροών εμπορευμάτων και των χρηματοπιστωτικών ροών μέσα από τη δημιουργία κοινού νομίσματος.
Ταυτοχρόνως δεν υλοποιήθηκε ούτε η ιδέα μιας Ευρώπης των πολιτών με ισχυρούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, καθώς τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και τα εθνικά κοινοβούλια περιθωριοποιήθηκαν. Αυτό δεν συνέβη απλώς επειδή ήταν διάχυτη η έλλειψη εμπιστοσύνης στα κοινοβούλια, η οποία έγινε φανερή παντού από τη δεκαετία του 1970 και μετά, αλλά επίσης επειδή η διεύρυνση απαιτούσε αυξημένη πλειοψηφία, που σήμαινε ότι συχνά κράτη-μέλη ψήφιζαν —ήταν υποχρεωμένα να ψηφίζουν— πολιτικές τις οποίες δεν ήθελαν και δεν είχαν καμιά πρόθεση να εφαρμόσουν. Για αυτόν τον λόγο προϋπόθεση για τη νομισματική ενοποίηση ήταν να εκχωρήσουν οι εθνικές κυβερνήσεις μεγάλο μέρος των δημοσιονομικών εξουσιών τους. Το λεγόμενο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με τους αυστηρούς περιορισμούς που έθετε στα ελλείμματα και στο χρέος τουλάχιστον θεωρητικά, δέσμευε τα εθνικά κοινοβούλια. οι ψηφοφόροι εξέφραζαν κάποια ανησυχία όταν τους ρωτούσαν, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν τους ρωτούσαν. οι επιπτώσεις ενός παράλογα άκαμπτου συστήματος αμβλύνονταν, επειδή μέχρι το 2010 οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν εφαρμόζονταν δεόντως. Μέχρι τότε όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση το Λουξεμβούργο και τις σκανδιναβικές χώρες, παραβίαζαν το σύμφωνο για κάποιο ζήτημα. Όμως επειδή οι ποινές ήταν ήπιες, η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική ήταν πιο χαλαρή και η λαϊκή αντίδραση ήταν μικρή.
Αν τα κοινοβούλια δεν προσπαθούσαν για την επίτευξη της ενοποίησης, τότε ποιος προσπαθούσε; Σε αυτό το πεδίο η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν πραγματικά πρωτοπόρα σε ένα νέο είδος διεθνισμού. Ένας βασικός φορέας ήταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, περιέργως παραμελημένο όργανο και πολύ πιο ισχυρό από οποιοδήποτε παγκόσμιο δικαστήριο, ακριβώς επειδή τα εθνικά δικαστήρια των κρατών-μελών (με σημαντική εξαίρεση τη Γερμανία, η οποία προτίμησε το δικό της ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο ως τον υπέρπατο διαιτητή) ήταν γενικά πρόθυμα να σέβονται τις αποφάσεις του. Το δικαστήριο ξεκίνησε καθιερώνοντας ότι το εθνικό δίκαιο δεν μπορεί να υπερτερεί του ευρωπαϊκού δικαίου και κατόπιν συνέχισε με μια σειρά παρεμβάσεων με σημαντικές επιπτώσεις στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής και των σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, οι οποίες πέρασαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους απαρατήρητες από το ευρύτερο κοινό. Έχοντας την υποστήριξη του σώματος των νομικών, το δικαστήριο κατάφερε περισσότερο από οποιοδήποτε όργανο να καθιερώσει «μια νέα τάξη διεθνούς δικαίου» —δεσμευτική, διεισδυτική, πέραν της διακριτικής ευχέρειας της πολιτικής εξουσίας— σε έναν κόσμο που κατά τα άλλα είχε πάψει πια να πιστεύει πως κάτι τέτοιο ήταν εφικτό.
Ακόμη ισχυρότερες και με μεγαλύτερη διεισδυτική δύναμη από το δικαστήριο, αλλά πιο νεφελώδεις και ακόμη λιγότερο ορατές, είναι οι διάφορες επιτροπές που παρεμβαίνουν στη νομοθετική διαδικασία. Σύμφωνα με μια διαδικασία γνωστή στους επαΐοντες ως επιτροπολογία —«απαραίτητο εργαλείο για τις ομάδες συμφερόντων και εφιάλτης για τους φοιτητές των ευρωπαϊκών σπουδών», όπως την περιέγραφε ένας Βέλγος πολιτικός—, οι νομοθέτες των Βρυξελλών υιοθετούν γενικές νομοθετικές πράξεις, των οποίων οι λεπτομέρειες καθορίζονται στη συνέχεια από μικρές επιτροπές αποτελούμενες από εκπροσώπους των ενδιαφερόμενων κύκλων και εμπειρογνώμονες των κρατών-μελών.
Εκατοντάδες τέτοιες επιτροπές, αδιαφανείς και μη αντιπροσωπευτικές, λειτουργούν στα παρασκήνια, έξω από το επίσημο πλαίσιο εποπτείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή ακόμη και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Το 2009 η Συνθήκη της Λισαβόνας στόχευε να αποκρούσει τις όλο και πιο ηχηρές επικρίσεις για τον μη δημοκρατικό χαρακτήρα αυτού του συστήματος. Όμως μολονότι διακήρυσσε ότι θα έδινε νέα πνοή «στη δημοκρατική ζωή της Ένωσης», δεν το έκανε. Σήμερα η επιτροπολογία ανθεί και οι διαδικασίες της είναι πιο αδιαφανείς από ποτέ, παράγοντας νομοθετικές πράξεις οι οποίες είναι ουσιαστικά αδύνατο να αναθεωρηθούν ή να απορριφθούν. Με λίγα λόγια, η Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε στους φορείς που παρεμβαίνουν για τον καθορισμό των κανονιστικών ρυθμίσεων μεγαλύτερες εξουσίες έναντι των εθνικών κοινοβουλίων και των πολιτών θολώνοντας τα σύνορα ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον και το ιδιωτικό συμφέρον και καθιστώντας μέσα από αυτήν τη διαδικασία «το έθνος-κράτος κούφιο και τους θεσμούς του χωρίς νόημα», όπως το θέτει ο νομικός Γιόζεφ Βάιλερ.
Το πραγματικό κόστος από αυτό το μοντέλο διεθνούς ολοκλήρωσης έγινε ορατό με εκπληκτική ταχύτητα μόλις η χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008-09 μεταμορφώθηκε το 2010 σε κρίση δημόσιου χρέους. Το παραμύθι τελείωσε και το ευρώ βυθίστηκε σε αβεβαιότητα. ΟΙ υποστηρικτές του κεϋνσιανισμού υποστήριξαν ότι επεκτατικές πολιτικές θα μπορούσαν πιθανόν να είχαν αποτρέψει τις χειρότερες πλευρές της κρίσης, αφού τα συνολικά ποσά που απαιτούνταν για να αντιμετωπιστεί το χρέος μερικών χωρών της νότιας Ευρώπης ήταν πολύ μικρότερα από εκείνα που διακυβεύτηκαν, όπως κατά την εποχή του Σχεδίου Μάρσαλ το 1947. Όμως αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ επειδή οι κανόνες της ευρωζώνης και η γερμανική πολιτική αντίσταση απέκλεισαν τις επεκτατικές πολιτικές. Αντίθετα οι χώρες που βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν πολιτικές λιτότητας. Το εθνικό εισόδημά τους συρρικνώθηκε ταχέως, οι μισθοί περικόπηκαν δραστικά, η ανεργία αυξήθηκε κατακόρυφα, ιδίως στους νέους, και η ευημερία των προηγούμενων δεκαετιών υποχώρησε.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Mark Mazower
O Mark Mazower (γεν. 1958) είναι ιστορικός και συγγραφέας με ειδίκευση στη σύγχρονη Ελλάδα, την Ευρώπη του 20ού αιώνα και σε διεθνή ζητήματα. Είναι καθηγητής στην έδρα "Ιστορίας Ira D. Wallach" του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Έχει διδάξει επίσης διεθνείς σχέσεις και σύγχρονη ιστορία στα πανεπιστήμια του Σάσεξ και του Πρίνστον. Απόφοιτος των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Johns Hopkins, έχει δημοσιεύσει, μεταξύ άλλων, τα βραβευμένα βιβλία για την Ελλάδα: "Greece and the Inter-war Economic Crisis", 1991 ("Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου", προσαρμογή της διδακτορικής του διατριβής, βραβείο Runciman 1992, ελλ. εκδ. ΜΙΕΤ 2002), "Inside Hitler's Greece: The Εxperience of Οccupation, 1941-44", 1993 ("Στην Ελλάδα του Χίτλερ: η εμπειρία της Κατοχής", Fraenkel Prize και Longman/ History Today Book of the Year, ελλ. εκδ. Αλεξάνδρεια, 1994), και "Salonika, City of Ghosts: Christians, Muslims and Jews, 1430-1950", 2004 ("Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων", ελλ. εκδ. Αλεξάνδρεια, 2006). Επίσης, έχει επιμεληθεί τους συλλογικούς τόμους με ελληνικό ενδιαφέρον: "After the War was Over: Reconstructing the Family, Nation and State in Greece, 1943-1960" (επιμ.), 2000 ("Μετά τον πόλεμο", ελλ. εκδ. Αλεξάνδρεια, 2003), και "Networks of Power in Modern Greece" (επιμ.), 2008. Σχολιάζει τακτικά στον τύπο και το ραδιόφωνο τις τρέχουσες εξελίξεις στα Βαλκάνια. Άλλα ιστορικά βιβλία του είναι: "Dark Continent: Europe's 20th Century", 1998 ("Σκοτεινή ήπειρος", ελλ. εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001), "The Balkans: A Short History", 2000 ("Τα Βαλκάνια", ελλ. εκδ. Πατάκης, 2002), "Hitler's Empire: Nazi Rule in Occupied Europe", 2008 ("Η αυτοκρατορία του Χίτλερ: Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη", ελλ. εκδ. Αλεξάνδρεια, 2009).