«Είμαι η Τζόρτζια, γυναίκα, μητέρα, Ιταλίδα και χριστιανή». Η Μελόνι, το νέο πρόσωπο της Ιταλίας και επόμενη Πρόεδρος της Κυβέρνησης, μιλούσε στις προεκλογικές συγκεντρώσεις απλά, «λαϊκά» και ακομπλεξάριστα. Με προγραμματικές θέσεις ασαφείς και εύπεπτες και σημαία το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», εκμεταλλεύτηκε την κυβερνητική κρίση μέσα στην κρίση ακρίβειας και πληθωρισμού, για να εκτοξεύσει τα ποσοστά του κόμματός της «Αδέλφια της Ιταλίας» στο 26%. Η Μελόνι, από τις εκλογές του 2018 με ποσοστό μόλις 4,4%, κατάφερε να λεηλατήσει τη Λέγκα του Βορρά του Σαλβίνι και την παραδοσιακή δεξιά του Μπερλουσκόνι για να συγκροτήσει μια ριζοσπαστική, εθνικιστική (ακρο) δεξιά συμμαχία, που την οδήγησε στην εξουσία με 45%.
Η Μελόνι πέτυχε να εκσυγχρονίσει την ακροδεξιά της διπλανής πόρτας: αποσιώπησε επιμελώς τις νεοφασιστικές καταβολές και τη ρατσιστική ιδεολογία του κόμματος της, συντάχθηκε με ευρωσκεπτικιστικά ακροδεξιά κόμματα όπως του Ορμπαν στην Ουγγαρία, των Ελεύθερων Δημοκρατών στη Σουηδία, της Λεπέν και του Ζεμμούρ στη Γαλλία, του Vox στην Ισπανία, διεκδίκησε την Ευρώπη των «Εθνών» ενάντια σε αυτή των «Βρυξελλών» και επέμεινε στη «συνεπή» αντιπολίτευση απέναντι στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Τοποθετούμενη με εμπρηστική ρητορική εναντίον των μεταναστών, υπέρ των «φυσικής οικογένειας» και εναντίον των Lgbt+ και woke πολιτικών, υπέρ των χαμηλόμισθων που υποφέρουν από την ακρίβεια και κατά των ελίτ των τραπεζών, του πλούτου και της εξουσίας, συσπείρωσε το 1/4 του εκλογικού σώματος με ταυτοτικά, αντισυστημικά και αντιευρωπαϊκά πολιτικά χαρακτηριστικά. Η ακροδεξιά της διπλανής πόρτας στην Ιταλία κατάφερε να κανονικοποιηθεί, να εκφράσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τη δοκιμασμένη πολιτική τάξη, να ταυτιστεί με το άφθαρτο πρόσωπο της «Τζόρτζια» -άλλοτε θυμωμένο και άλλοτε υπονοητικά πονηρό- και τελικά να τρομάξει την Ευρώπη.
Είναι προφανές ότι η Μελόνι κατήγαγε μεγάλη νίκη, ταυτόχρονα όμως έχασαν όλοι οι άλλοι. Έχασε η κεντροαριστερά, η οποία επένδυσε σχεδόν μονοθεματικά στην πολιτική αναγκαιότητα της Κυβέρνησης Ντράγκι, ανεχόμενη, στο όνομα «του εθνικού συμφέροντος», την υπονόμευση των Σαλβίνι και Μπερλουσκόνι, ενώ η Μελόνι ασκούσε μόνη της αντιπολίτευση. Έχασε η Ευρώπη, η οποία αντιμετώπισε «πατερναλιστικά» την απείθαρχη Ιταλία, στηρίζοντάς την μεν με 200 δις ευρώ από το Ταμείο ανάκαμψης, αλλά εμμένοντας δε στο ότι ο (εξωκοινοβουλευτικός) Ντράγκι ήταν η μόνη λύση για την πολιτική σταθερότητα και τη διαχείριση του υπερβολικού ιταλικού χρέους. Έχασε το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη, το οποίο δεν κατανόησε ακόμα ότι η ενεργειακή -μετά την υγειονομική- κρίση δεν αντιμετωπίζεται μόνο με επιδοματικές πολιτικές, αλλά απαιτεί μια βαθιά ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους, δίκαιη ανακατανομή των βαρών, καταπολέμηση της κερδοσκοπίας και αλλαγή μοντέλου δημοσιονομικής πολιτικής απέναντι στην ακρίβεια και στον πληθωρισμό. Έχασε, τέλος, η φιλελεύθερη Δημοκρατία, η οποία επαναπαύθηκε στις κατακτήσεις του κοινού ευρωπαϊκού πολιτικού και δικαϊκού πολιτισμού μας και παρέβλεψε τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες που προκαλούνται από τις αντιφατικές πολιτικές της, την ώρα που οι δυνάμεις του δεξιού και αριστερού αντισυστημισμού τις αμφισβητούν και τις απαξιώνουν.
Η Ιταλία, ιδρυτικό μέλος της Ε.Ε. και ανθεκτική Δημοκρατία, δεν έγινε ξαφνικά ακροδεξιά. Η Μελόνι είναι ένα σύμπτωμα της κρίσης πολιτικής που σοβεί στην Ευρώπη και μια εικόνα που έρχεται από το μέλλον. Όσο οι πολιτικές που ασκούνται παραμένουν αναντίστοιχες με τις κοινωνικοικονομικές συνθήκες της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών, τόσο θα φτιάχνονται πολιτικά κοστούμια για να ντυθεί η ακροδεξιά της διπλανής πόρτας.
Πηγή: www.tanea.gr