Την Κυριακή 17 Μαρτίου, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφθηκε το Κάιρο της Αιγύπτου, όπου και είχε συνομιλίες με τον πρόεδρο της χώρας, Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι.
Μαζί με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ήσαν και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον Ντερ Λάιεν, η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι και ο πρωθυπουργός του Βελγίου, Αλεξάντερ Ντε Κρο. Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η επίσκεψη του πρωθυπουργού έχει δύο επίπεδα.
Ένα διμερές, σχετικό με τις επαφές που είχε ο ίδιος με τον Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι, με στόχο την περαιτέρω εμβάθυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Και δεύτερον, ένα πολυμερές.
Όσον αφορά το πολυμερές επίπεδο ή αλλιώς, πλαίσιο, ο πρωθυπουργός υπήρξε μέλος μίας διπλωματικής αντιπροσωπείας που αφενός μεν είχε στόχο την υπογραφή συμφωνιών συνεργασίας σε διάφορους κρίσιμους τομείς, και, δεύτερον, την ανακοίνωση προσωπικά στον Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι πως η χώρα του θα λάβει ένα ποσό της τάξεως των 7,4 δισεκατομμυρίων ευρώ για την στήριξη της ασθμαίνουσας οικονομίας της και για την συγκράτηση των μεταναστευτικών ροών προς Ελλάδα και Ευρώπη.[1]
Θεωρητικώ τω τρόπω, θα επισημάνουμε πως επίσημα πλέον, η Αίγυπτος έχει ενταχθεί στην κατηγορία των πιο σημαντικών τρίτων χωρών για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καταλαμβάνοντας μία θέση δίπλα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και στην Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ποιο είναι το κοινό σημείο των τριών χωρών;
Το ό,τι επρόκειτο περί αυταρχικών (Κίνα) και ημι-αυταρχικών καθεστώτων,[2] ή αλλιώς, περί ουσιωδώς αντι-φιλελεύθερων καθεστώτων, με τα οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτό ο κατεξοχήν φιλελεύθερος ‘τόπος,’ καλείται να συνεργαστεί σε διάφορους τομείς.
Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ πιο ανταγωνιστική απέναντι πρωτίστως στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και δευτερευόντως απέναντι στην Τουρκία[3] (στην περίπτωση της δεύτερης βέβαια, ο ανταγωνισμός έχει υποχωρήσει χάριν της επίτευξης συνεργασίας σε πολύ κρίσιμους τομείς και για τα δύο μέρη όπως είναι το προσφυγικό-μεταναστευτικό), εν αντιθέσει με ό,τι συμβαίνει με την Αίγυπτο. Εκεί όπου, η έλλειψη ανταγωνισμού με την Ευρωπαϊκή Ένωση που τήρησε προσεκτική στάση απέναντι στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε αυτή την χώρα, συνετέλεσε ώστε να προκύψει σταδιακά ένα κλίμα συναντίληψης και αμοιβαίας κατανόησης.
‘Καρπός’ αυτής της κατανόησης του ενός για τις ‘ανάγκες’ του άλλου, ήσαν η μετάβαση των τεσσάρων ευρωπαίων ηγετών στο Κάιρο, και η υπογραφή πολύ σημαντικών συμφωνιών μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Αιγύπτου, σε τομείς όπως η ενέργεια, η ασφάλεια, το μεταναστευτικό.[4]
Κατ ‘ αυτόν τον τρόπο, εκτιμούμε πως η επιχειρούμενη εμβάθυνση των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης και Αιγύπτου, θα ήσαν δύσκολο να επιτευχθεί, εάν προηγουμένως δύο χώρες-μέλη (Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία), δεν είχαν καλλιεργήσει το έδαφος με την επιλογή της στρατηγικής προσκόλλησης στην Αίγυπτο, προκειμένου να κινηθεί ή να δράσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η εξέλιξη αυτή (επιχειρούμενη εμβάθυνση), θέτει εμπόδια στις προσπάθειες της Ρωσίας και της Κίνας[5] να ενισχύσουν τις σχέσεις τους με το Αιγυπτιακό καθεστώς. Στους ήδη ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Αιγύπτου προστίθενται και άλλοι.
[1] Για των συμφωνιών που υπεγράφησαν μεταξύ Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν και Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι, βλέπε και, ‘Μητσοτάκης από Κάιρο: Σημαντική συνεργασία με την Αίγυπτο για την αποφυγή της παράνομης μετανάστευσης,’ Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ 17/03/2024, Μητσοτάκης από Κάιρο: Σημαντική συνεργασία με την Αίγυπτο για την αποφυγή της παράνομης μετανάστευσης (protothema.gr) Πολύ ορθά οι ευρωπαίοι ηγέτες που βρέθηκαν στη χώρα της Βόρειας Αφρικής, απέφυγαν ρητά να κάνουν χρήση της έννοιας της «απειλής», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Αλέξη Ηρακλείδη. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε πιθανότατα οι συζητήσεις και οι συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών θα κατέληγαν σε αδιέξοδο, με αποτέλεσμα οι ευρωπαίοι ηγέτες να εγκαταλείψουν το Κάιρο. Οι τέσσερις ηγέτες (εν συνεχεία προστέθηκε στο μπλοκ των ηγετών και ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης), πρώτον, αναγνώρισαν τον κρίσιμο διαμεσολαβητικό ρόλο που διαδραματίζει η Αίγυπτος στις διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ισραήλ και της ‘Χαμάς’ με στόχο την επίτευξη μίας συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός στη Λωρίδα της Γάζας. Ανοίγοντας μία μικρή παρένθεση εδώ, θα σημειώσουμε πως η Αίγυπτος διαθέτει μικρότερες δυνατότητες απευθείας παρέμβασης στην ηγετική ομάδα της τρομοκρατικής οργάνωσης της ‘Χαμάς’ συγκριτικά με το Κατάρ, που εν προκειμένω ήσαν ένας εκ των μεγαλύτερων χρηματοδοτών της συγκεκριμένης εξτρεμιστικής και αντι-Εβραϊκής οργάνωσης, που έχει δεχθεί πολλά και ισχυρά πλήγματα από τις Ισραηλινές ‘αμυντικές δυνάμεις’. Το Αιγυπτιακό καθεστώς τήρησε και τηρεί εμφανείς αποστάσεις από την ’Χαμάς’ και τις βίαιες πρακτικές της, φοβούμενη τυχόν αναθέρμανση της συμμαχίας της με την οργάνωση της ‘Μουσουλμανικής Αδελφότητας’. Δεύτερον, οι ευρωπαίοι ηγέτες αναγνώρισαν πως η Αίγυπτος συνιστά την ισχυρότερη χώρα της Βόρειας Αφρικής (σε γεω-πολιτικό επίπεδο), διατρανώνοντας την επιθυμία τους να ενισχύσουν ποικιλοτρόπως τις σχέσεις της Ένωση μαζί της. Και σε αυτή την περίπτωση, απέφυγαν κοινότοπες και απλοϊκές αναφορές στην Αίγυπτο ως ‘την σημαντικότερη χώρα του Αραβικού κόσμου,’ έχοντας βαθιά επίγνωση πως υπάρχουν και άλλοι περιφερειακοί δρώντες (Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), που διεκδικούν τα πρωτεία. Το μέγεθος δεν καθιστά μία χώρα και αυτομάτως ‘ισχυρή.’ Τρίτον, αναγνώρισαν πως το ημι-αυταρχικό (ας μην το ξεχνάμε αυτό), στρατιωτικό καθεστώς του προέδρου Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι, έχει συμβάλλει καθοριστικά στην επίτευξη της κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας, αποφασίζοντας να το ‘επιβραβεύσουν’ μέσω της εκταμίευσης ενός πολύ μεγάλου ποσού. Βλέπε σχετικά, Ηρακλείδης, Αλέξης., ‘Η Διεθνής Κοινωνία και οι Θεωρίες των Διεθνών Σχέσεων. Μια κριτική περιδιάβαση,’ Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2005.
[2] Εάν επιχειρήσουμε μία σύγκριση μεταξύ των δύο αυταρχισμών, του Τουρκικού και του Αιγυπτιακού, τότε θα πούμε πως ο δεύτερος καθίσταται πιο ‘σκληρός’ από τον πρώτο. Στρεφόμενοι αρχικά στην ανάλυση του King περί «λαϊκιστικού αυταρχισμού», θα τονίσουμε τυπολογικά, το Ερντογανικό καθεστώς εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, με τον λαϊκισμό ή τις λαϊκιστικές αφηγήσεις να έχουν εμποτίσει τόσο την ηγεσία του κόμματος ‘Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης’, όσο και την ηγετική ομάδα που έχει συγκροτηθεί με σημείο αναφοράς το πρόσωπο του Τούρκου πρόεδρου. Το δε Αιγυπτιακό ημι-αυταρχικό καθεστώς είναι πολύ περισσότερο μυστικοπαθές, στο εγκάρσιο σημείο όπου ο Αιγύπτιος πρόεδρος ασκεί εξουσία δια της επιβολής και της επίδειξης ισχύος και όχι και δια της ‘γοητείας’ και της ‘αποπλάνησης’, όπως πράττει ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ποιο είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό του Αιγυπτιακού καθεστώτος; Το ό,τι έχει καταφέρει να εδραιώσει συνθήκες ενός ‘μετα-εξεγερσιακού’ «μονοκομματισμού», για να παραφράσουμε πολύ ελαφριά τον Μάνο Τσατσάνη. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Πως μετά την ‘εξέγερση’ του 2010-2012 και σε ένα δεύτερο επίπεδο, μετά από το πραξικόπημα εναντίον του εκλεγμένου προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι, στελέχους της ‘Μουσουλμανικής Αδελφότητας’, ο Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς εντός του οποίου πρακτικά δεν υφίσταται πολιτική και κοινοβουλευτική δραστηριότητα άλλων κομμάτων, θυμίζοντας, ως προς αυτό, το προηγούμενο καθεστώς του Χόσνι Μουμπάρακ. Και αυτό είναι ένα σημείο που το διαφοροποιεί αισθητά από το Ερντογανικό καθεστώς, εντός του οποίου εκδηλώνεται ο κομματικός και πολιτικός ανταγωνισμός, δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν τίθεται εμπόδια, και δη πολλά, σε συγκεκριμένες αντιπολιτευτικές ομάδες και οργανώσεις (βλέπε τους Κούρδους). Ένα άλλο σημείο διαφοροποίησης έγκειται στο ό,τι στην Τουρκία, παρά τις λογοκριτικές πρακτικές που ενίοτε επικρατούν και την ύπαρξη πλειάδας φιλο-κυβερνητικών μέσων ενημέρωσης, εξακολουθούν να υφίστανται μέσα που ασκούν κριτική είτε διακριτική είτε έντονη, στο καθεστώς και στον Τούρκο πρόεδρο. Εν αντιθέσει με ό,τι συμβαίνει στην Αίγυπτο, εκεί όπου δεν υπάρχει δημοσιογραφικός πλουραλισμός ή πολυφωνία, με το καθεστώς να έχει θέσει υπό τον έλεγχο του τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Επίσης, ο Αιγύπτιος πρόεδρος είναι ένας «ηγέτης-πάτρωνας» (και στις δύο χώρες συναντάμε πολιτικούς κρατούμενους), κατά την ανάλυση του Μάνου Τσατσάνη, που «εγγυάται προστασία και παραχωρεί υλικά αγαθά, υπηρεσίες ή αξιώματα προς πελάτες με αντάλλαγμα τη στήριξη και την αφοσίωσή τους». Μετά από πάνω από είκοσι χρόνια στην εξουσία, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δεν χρειάζεται πλέον να λειτουργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Βλέπε και, King, S., ‘The New Authoritarianism in the Middle East and North Africa,’ Indianapolis, IN: Indiana University Press, 2009. Eπίσης, Τσατσάνης, Μάνος., ‘Τα κύματα των θεωριών εκδημοκρατισμού και τα αραβικά καθεστώτα: Μεταξύ μεταβασιολογίας και αραβικού εξαιρετισμού,’ Επιστήμη και Κοινωνία. Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, Τόμος 29, 2012, The waves of democratization theories and Arab regimes.pdf (iscte-iul.pt)
[3] Η βελτίωση των διμερών ελληνο-τουρκικών σχέσεων συμπαρασύρει με θετικό τρόπο και τις σχέσεις μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας. Εμβαθύνοντας περαιτέρω, θα υπογραμμίσουμε πως η καμπύλη των ευρω-τουρκικών σχέσεων, ουσιαστικά ακολουθεί την αντίστοιχη των ελληνο-τουρκικών. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως η έλλειψη έντασης που επικρατεί στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, παρατηρείται και στις σχέσεις μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας.
[4] Η Ελλάδα, σε αυτή την συγκυρία, ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για τον έλεγχο των προσφυγικών ροών από την Αίγυπτο συγκριτικά με χώρες όπως η Ιταλία και το Βέλγιο. Η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, καθίσταται η ηγέτης εκείνη που κατόρθωσε να ενισχύσει την παρουσία και την επιρροή της Ιταλίας στην Βόρεια Αφρική (Αίγυπτος & χώρες του Μαγκρέμπ), κάτι που γνωρίζει πολύ καλά η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα Φον Ντερ Λάϊεν. Μάλιστα, η Ιταλική διείσδυση στην Αίγυπτο διευκολύνεται από την απροθυμία της Μεγάλης Βρετανίας να ενισχύσει την θέση της εντός της χώρας, εκμεταλλευόμενη το γεγονός πως ήσαν παλαιότερα αποικιακή δύναμη. Το σκέλος της ενέργειας, ενδιαφέρει εξίσου και τις τρεις χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Βέλγιο). Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαχωρίζει ρητά μεταξύ παράνομης και νόμιμης (κατόπιν διμερούς συμφωνίας) μετανάστευσης από την Αίγυπτο.
[5] Η διχοτομημένη πολιτική Λιβύη, μετά την ανατροπή του Μουάμαρ Καντάφι από την εξουσία, βιώνει μία «αλλαγή καθεστώτος» τόσο Δυτικά όσο και Ανατολικά, δίχως να έχει προηγηθεί η διαδικασία του «εκδημοκρατισμού», κατά τους Albrecht & Schlumberger. Βλέπε σχετικά, Albrecht, H., & Schlumberger, O., ‘‘Waiting for “Godot”: Regime change without democratization in the Middle East’, International Political Science Review, 25, 4, 2004, σελ. 371-392. Η Αίγυπτος δεν διαθέτει την δυνατότητα να εμποδίσει την Τουρκία από το να επιχειρήσει να επεκτείνει την επιρροή της στην Αφρική, πράγμα που ήδη κάνει.