Η εμπειρία των τελευταίων μηνών αποδεικνύει πόσο εκτός ευρωπαϊκής πραγματικότητας κινείται η γραμμή «καταγγέλλω το μνημόνιο και παραμένω στο ευρώ»
Η Σύνοδος Κορυφής, όπως αναμένετο, ήταν ένας γαλλογερμανικός συμβιβασμός. Αποφασίστηκε η θεσμοθέτηση ενός μηχανισμού ενιαίας τραπεζικής εποπτείας, αλλά η εξειδίκευσή του αφέθηκε για το 2013…
Ενώ η Ευρώπη έχει ανάγκη για επιτάχυνση σε πολλά θέματα, η Γερμανία καθυστερεί τα πράγματα. Αποφεύγει το συγκεκριμένο μέσω του γενικού. Θέλει να οργανώσει την ηγεμονία της σε ένα εξ ανάγκης νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο, αλλά είναι ακόμη ανέτοιμη γι΄ αυτό από πολλές πλευρές. Κυρίως σε δύο πράγματα: Στην προετοιμασία της κοινής γνώμης της και στο κόστος που πρέπει να αναλάβει, για την υλοποίηση ενός νέου ευρωπαϊκού σχεδίου πιο προχωρημένης ενοποίησης.
Ετσι καθυστερούν η επιβολή γενικών ρυθμίσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα, οι αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, η οικονομική και πολιτική ενοποίηση κ.λπ., ενώ επικεντρώνει μονομερώς την προσοχή της στις δημοσιονομικές προσαρμογές, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ανισοτιμίες των οικονομιών της Ευρωζώνης, από τις οποίες η ίδια -ακόμη και εν μέσω κρίσης- κερδίζει. Προς το παρόν βέβαια…
Ο γαλλογερμανικός άξονας, παρ’ ότι παραμένει η κινητήρια δύναμη της Ευρώπης, έχει κάπως χαλαρώσει, ενώ έχει ενισχυθεί ο άξονας του Νότου, υπό τον Ολάντ και τον Μόντι, που θέτει «φρένο» στις πολιτικές του πλεονασματικού Βορρά.
Σ’ αυτό το περιβάλλον, είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για «ξηλώματα» στην Ευρωζώνη. Οι κίνδυνοι για την Ευρώπη και τη διεθνή οικονομία είναι μεγάλοι και δεν είναι τυχαίο το veto που θέτουν και οι ΗΠΑ και η Κίνα.
Η κ. Μέρκελ έχει αρχίσει από τον Ιούνιο να κάνει στροφή 180 μοιρών για την Ελλάδα. Η παραμονή μας στην Ευρώπη, υπό όρους βέβαια, έχει πολιτικά κλειδώσει. Εξ ου και ο «ξαφνικός έρωτας» Μέρκελ – Σαμαρά και οι απλόχερες δηλώσεις στήριξης (ψήφος εμπιστοσύνης) προς τη χώρα μας. Με δύο λόγια, έχουμε «ξαναμπεί» στον ενιαίο ευρωπαϊκό σχεδιασμό, κάτι που πριν από μερικούς μήνες ήταν υπό αμφισβήτηση και συζήτηση.
Ετσι στη Σύνοδο Κορυφής επιβεβαιώθηκε η επάνοδος της Ελλάδας σε «τροχιά αξιοπιστίας» και άνοιξε ο δρόμος για εκταμίευση της δόσης και την επιμήκυνση του χρόνου της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αυτά σε επίπεδο πολιτικής απόφασης. Γιατί υπάρχουν ακόμη πολύ σημαντικές οικονομικές πλευρές που δεν έχουν διευκρινισθεί πλήρως. Το λεγόμενο «χρηματοδοτικό κενό» και η «βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους» μαζί με τη συγκεκριμενοποίηση ενός «πακέτου» αναπτυξιακών πόρων.
Αυτό είναι που καθυστερεί τα πράγματα ως προς το ελληνικό ζήτημα. Υπάρχουν αντιθέσεις στο πλαίσιο ΕΕ – ΔΝΤ – ΕΚΤ που δεν έχουν ακόμη βρει τη σύνθεσή τους. Το θέμα, σε τελευταία ανάλυση, είναι ποιος και πώς θα πληρώσει το κόστος, γιατί οι λύσεις αυτές δεν είναι δωρεάν…
Ολα δείχνουν ότι πηγαίνουμε σε μια συνολικότερη λύση περί τα μέσα Νοεμβρίου, που θα περιλαμβάνει Ισπανία, Ελλάδα και Κύπρο, σε ένα έδαφος που μοιάζει με «κινούμενη άμμο».
Η εθνική εμπειρία πάντως των τελευταίων μηνών αποδεικνύει και κάτι ακόμη: πόσο εκτός πραγματικότητας είναι η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ «καταγγέλλω το μνημόνιο και παραμένω στο ευρώ». Είναι μια γραμμή μη αποδεκτή από καμία χώρα της Ευρωζώνης και καμία πολιτική δύναμη του Ευρωκοινοβουλίου, καθώς το «κόστος» της αποδοχής της από την ΕΕ είναι μεγαλύτερο εκείνου της αποβολής μας από την Ευρωζώνη από κάθε άποψη.
Η πορεία πάντως είναι εξαιρετικά δύσκολη. Μπαίνουμε στην πιο «ασφυκτική» χρονιά. Εάν δεν έρθουν σημαντικοί πόροι ανάπτυξης, η «υπερβολική δόση» λιτότητας που μας έχει επιβληθεί, μαζί με τα πολλά άστοχα μέτρα, ενδέχεται να τινάξουν τη χώρα στον αέρα. Τα καλά λόγια τα χρειαζόμαστε. Πολύ περισσότερο όμως χρειαζόμαστε έργα…