Σενάρια επί σεναρίων βλέπουν το φως της δημοσιότητας για τα ενδεχόµενα πολιτικών συνεργασιών, καθώς και για τις πιθανότητες συγκρότησης κυβέρνησης την εποµένη ηµέρα των εκλογών. Όλα διατυπώνονται µε δύο προϋποθέσεις: η µία ότι δεν θα υπάρξει αυτοδυναµία και η άλλη ότι ουδείς θα τολµήσει να οδηγήσει τη χώρα στην περιπέτεια µιας τρίτης εκλογικής αναµέτρησης.
.
Και οι δύο αυτές προϋποθέσεις δείχνουν να είναι απολύτως ρεαλιστικές, µε βάση την κοινή λογική και τα σηµερινά δεδοµένα. Οµως, όλα τα σενάρια έχουν εγγενείς δυσκολίες. Πρώτον ο «διπολισµός» µεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, µε την ένταση και τα ιδεολογικά (µε ιστορικές µάλιστα αναφορές) χαρακτηριστικά, που παίρνει, δηµιουργεί µία «διχαστική» αντίληψη µε ανελαστικές «γραµµές», που το πιο πιθανό είναι να τις βρούµε µπροστά µας την εποµένη των εκλογών, όποιο από τα δύο κόµµατα κι αν είναι πρώτο.
.
Υπάρχει, ωστόσο, και μια σημαντική παράμετρος που πολλές φορές αποσιωπάται: αν το κόμμα που θα καταταγεί δεύτερο κάνει τον «βίο – αβίωτο» στο πρώτο, δύσκολα µπορεί να σταθεροποιηθεί το ελληνικό πολιτικό περιβάλλον, έστω κι αν το πρώτο κόµµα, είτε µε συνεργασίες είτε µε ανοχή, σχηµατίσει κυβέρνηση.
.
Η δεύτερη εγγενής δυσκολία είναι οι αναγκαίες συνεργασίες του «πρώτου κόµµατος». Το παράδοξο εδώ είναι ότι είτε η ΝΔ είναι πρώτο κόµµα είτε ο ΣΥΡΙΖΑ, οι προτεινόµενοι… «παρτενέρ» είναι ίδιοι. Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ! Πώς γίνεται αυτό; Λες και τα δύο αυτά κόµµατα «ταιριάζουν» µε όλους ή «πηγαίνουν» µε όλα! Ενώ είναι σαφές ότι οι θέσεις που έχουν, ούτε µεταξύ τους ταιριάζουν, αλλά ούτε και µε τη ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ. Η θέση τους σ’ ένα κυβερνητικό σχήµα δεν είναι αυτονόητη ούτε δεδοµένη υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Ούτε η ανοχή τους. Ο Βενιζέλος έχει πει ότι δεν είναι δεδοµένο το ΠΑΣΟΚ. Και ο Κουβέλης το εξαρτά από έγγραφες προγραµµατικές δεσµεύσεις, προοδευτικού χαρακτήρα, µε σαφή και αδιαπραγµάτευτη όµως θέση, το «ευρωπαϊκό πεδίο».
.
Επισημαινω τις αντιφάσεις και τις δυσκολίες των κυβερνητικών «σεναρίων» της εποµένης των εκλογών, για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί η κυβερνησιµότητα της χώρας στο πλαίσιο της Ευρωζώνης πρέπει να είναι ένα σηµαντικό κριτήριο για την παροχή ψήφου προτίµησης. Και δεύτερον, γιατί οι πολιτικοί συσχετισµοί αλλά και το µέγεθος της κρίσης, επιβάλλουν κάποιους πολιτικούς και κοινωνικούς συµβιβασµούς. Με υπόβαθρο µια ευρύτερη συνεργασία των πολιτικών δυνάµεων, που να υπερβαίνει τον «διπολισµό».
.
Εάν «όχι τώρα», πότε; Ούτε µια «δεξιά» κυβέρνηση ούτε µια «αριστερή» µπορούν µόνες τους να αντιµετωπίσουν την κρίση. Εάν όσοι λένε ότι η επιλογή της Ευρωζώνης, ως πεδίου επίλυσης της κρίσης, είναι δεδοµένη και το εννοούν, όλα τ’ άλλα µπορούν, µε συν – πλην, να βρεθούν…