Δύο σλαβικά τραγούδια στο έργο του Λουντέμη

20 Σεπ 2016

Ο Μενέλαος Λουντέμης, ο οποίος πέρασε μέρος της ζωής του στην Έδεσσα, τοποθετεί στην Μακεδονία την πλοκή του βιβλίου Συννεφιάζει, το οποίο είναι το πρώτο μέρος της τετραλογίας του Μέλιου (ακολουθούν τα Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, Αγέλαστη άνοιξη και Κάτω απ’ τα κάστρα της ελπίδας). Η εποχή είναι λίγο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όταν η Μακεδονία γεμίζει με προσφυγικούς πληθυσμούς από τη Μικρασία και τον Πόντο, ενώ οι μουσουλμάνοι κάτοικοί της αναγκάζονται σε εκπατρισμό μέσω της ανταλλαγής πληθυσμών που επέβαλε η συνθήκη της Λωζάννης. Στην περιοχή υπάρχουν σλαβόφωνοι ορθόδοξοι πληθυσμοί. Κάποιοι ήρωες του βιβλίου του Λουντέμη αυτοπροσδιορίζονται ως Μακεδόνες. Αυτός είναι ένας μάλλον θολός προσδιορισμός, γιατί μέσα από το κείμενο δεν γίνεται απολύτως σαφές αν ο όρος Μακεντόνείναι γεωγραφικός ή εθνικός, ωστόσο οι ομιλητές εμφανίζονται να μιλάνε σπαστά ελληνικά και να χρησιμοποιούν σλαβικές λέξεις.

«-Μπρε! … μπρε! … μπρε! … κάνει και σαστίζει. Μιγκάλος κύριος είσι. Εμένα με λένε Κρίστα… Μακεντόν. Ισύ; Μπρε… μπρε … πολύ περήφανο είσι». (σελ. 32)

«Ήτανε ντυμένος με τη μόδα του τόπου. Πρασινόχρωμο παντελόνι κυλότα! Τσουράπια μακριά ως τα γόνατα ψιλοκεντημένα με κλάρες κι αστρούλια. Τα παπούτσια του ήταν κι αν ήταν παράξενα! Κανωμένα με πετσί βοδινό με το μαλλί τους καλοσφιγμένα στην πατούσα και γύρω γύρω δεμένα με σχοινί ως το καλάμι, σαν αρματωμένα καϊκάκια με τη μύτη τους μπροστά. Στη μέση του αντίς για λουρί είχε μία κεντημένη μαντίλα κι από μία κουμπότρυπα ξεκινούσε μια γυαλιστερή αλυσίδα που κατέβαινε με σκέρτσο και χωνότανε στην τσέπη του όπου δάγκωνε ένα μυτερό σουγιαδάκι. Δεν ήσουνα ανύπαντρο παλικάρι, δεν ήσουνα αληθινός Μακεδόνας χωρίς αυτά. Έπρεπε ακόμα να ‘σαι ροδοκόκκινος και να ‘χεις χτενισμένο το ξανθό μαλλί σου έτσι που να πέφτει απάνου στο δεξί σου φρύδι». (σελ. 33)

Συνέχεια στο DimArt