Δύο προκλήσεις στη νέα πολιτική φάση

Γιάννης Βούλγαρης 29 Μαϊ 2013

Η σημαντικότερη πολιτική εξέλιξη του τελευταίου καιρού ήταν η απαξίωση της γραμμής «απόρριψη του Μνημονίου εντός του ευρώ». Η διάψευση ήρθε από δύο γεγονότα. Το πρώτο ήταν ασφαλώς η υπόθεση της Κύπρου όπου η γραμμή έπαιξε και αναλώθηκε στη διάρκεια μιας εβδομάδας. Το δεύτερο είναι η διαφαινόμενη ανακοπή του υφεσιακού κατήφορου παράλληλα με τα σημάδια επανεκκίνησης της οικονομίας. Σημάδια αμυδρά που αφορούν ακόμη τους αριθμούς. Η βελτίωση όμως των αριθμών επιδρά στις προσδοκίες των ανθρώπων και αυτές με τη σειρά τους επιδρούν στο πολιτικό κλίμα. Η διαφορά των δύο γεγονότων είναι προφανής. Το πρώτο έκλεισε μία ακόμη φάση της κρίσης. Το δεύτερο άνοιξε την επόμενη.

.

Η απαξίωση της γραμμής «απόρριψη του Μνημονίου, παραμονή στο ευρώ» θέτει σε δοκιμασία τον ΣΥΡΙΖΑ, ενόψει μάλιστα του Συνεδρίου του. Είναι αναμενόμενο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε την εκλογική του τύχη σε αυτήν που έχουμε ορίσει τρίτη φάση της κρίσης («ΤΑ ΝΕΑ», 26/1/2013). Χοντρικά, από τα μέσα του 2011 έως τις αρχές του 2013. Ηταν η φάση της «αγανάκτησης», τότε που η κοινωνία αντιλήφθηκε με πανικό το μέγεθος και το βάρος της εθνικής κρίσης, κατάλαβε ότι το Μνημόνιο δεν θα ήταν μια σύντομη θεραπεία, διαπίστωσε ότι το ΠΑΣΟΚ ως ηγεσία δεν είχε την αποφασιστικότητα που χρειαζόταν και το ΠΑΣΟΚ ως παράταξη εκπροσωπούσε τα προ της κρίσης κεκτημένα. Ταυτόχρονα φάνηκε ότι οι αιτίες της κρίσης δεν ήταν μόνο εθνικές, καθώς αυτή επεκτάθηκε στις άλλες χώρες του Νότου. Κυρίως όμως φάνηκε ότι η «Ευρώπη» δεν είχε ενιαία στρατηγική, ότι έκανε βραχυπρόθεσμες τακτικές κινήσεις, ανάλογα με τις εθνικές προτεραιότητες των οικονομικά υγιέστερων χωρών. Σε αυτό το κλίμα αποδιαρθρώθηκε το ΠΑΣΟΚ και κλαδεύτηκε η ΝΔ όταν έκανε τη στροφή. Ωφελημένα βγήκαν τα «κόμματα της αγανάκτησης», στα δεξιά η ΧΑ και ο Καμμένος, στα αριστερά ο ΣΥΡΙΖΑ.

.

Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ; Διότι είχε ήδη το προφίλ ενός «κόμματος διαμαρτυρίας», ταυτόχρονα όμως συνέχισε να προσλαμβάνεται από τους εκλογείς με τους προηγούμενους όρους του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος, δηλαδή ως όμορος στο ΠΑΣΟΚ χώρος, γεγονός που του επέτρεψε να λειτουργήσει ως το «εγγύτερο διαθέσιμο υποκατάστατο» (A. O. Hirschman) για τις μάζες που αποδεσμεύονταν από το ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε, επικοινωνιακά η ηγεσία επιχειρούσε πλέον συστηματικά να αναμειγνύει τον προηγούμενο «νεοκομμουνιστικό» λόγο με όλα τα εθνικολαϊκιστικά στερεότυπα που η κρίση έφερνε στο προσκήνιο. Σε όλη αυτή τη φάση ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν μια μαγική λύση, η οποία και τα κεκτημένα θα εξασφάλιζε και την Ελλάδα θα κρατούσε στο ευρώ. Η «διπλή υπόσχεση» υπήρξε ιδιαίτερα επικερδής για το κόμμα αλλά, όπως σήμερα αποδεικνύεται, θα ήταν καταστροφική για τη χώρα.

.

Γι? αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ εισέρχεται με προβλήματα στη νέα φάση. Από επιτιθέμενος έγινε αμυνόμενος, καθώς οι επιλογές των αντιπάλων του είτε υπέρ του ευρώ είτε υπέρ της δραχμής είναι πιο ειλικρινείς και συνεκτικές. Η σύμπλευση με τον δεξιό εθνικολαϊκισμό και τον Καμμένο μοιάζει όλο και περισσότερο απομεινάρι της προηγούμενης φάσης, παρά βιώσιμη και πειστική συμμαχία στο διαμορφούμενο πολυκομματικό σύστημα. Εκκρεμεί, τέλος, να διατυπώσει τη δική του πειστική ερμηνεία για τις εθνικές αιτίες της κρίσης, έτσι ώστε να σταματήσει να υιοθετεί ακόμη και τις πλέον καταδικαστέες διεκδικήσεις. Η προσπάθεια προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα φάση έχει αρχίσει. Προς το παρόν όμως περιορίζεται να στέλνει «σήματα διαθεσιμότητας» στα διάφορα κέντρα εξουσίας, χωρίς να τολμά να ακουμπήσει το βασικό του πρόγραμμα, το οποίο προοιωνίζεται μια χώρα εκτός ευρώ και Ευρώπης.

.

Θα ήταν όμως λάθος να θεωρήσουμε ότι στη νέα φάση η διάψευση της γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ θα επιφέρει μοιραία την αλλαγή των συσχετισμών υπέρ των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση. Είναι αλήθεια ότι έχουν κερδίσει πολιτικούς πόντους. Η κοινωνία θέλει πολιτική σταθερότητα. Οι πολίτες εξακολουθούν να είναι θυμωμένοι, αλλά σχεδόν ενστικτωδώς αρχίζουν να συνδυάζουν το συναίσθημα με μια απαίτηση ρεαλισμού και προτάσεων από τις κομματικές ηγεσίες. Η αντίθεση Μνημόνιο – αντιμνημόνιο έχει αρχίσει να χάνει την πολιτική δυναμική της, ενώ η αύξηση της ΧΑ δυσφημεί όλο και περισσότερο την ίδια την εικόνα του ενιαίου «αντιμνημονιακού χώρου», αν υποθέσουμε ότι δεν αρκούσε η συμπερίληψη σε αυτό του κόμματος Καμμένου.

.

Ωστόσο τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα δεν έχουν αξιοποιήσει ακόμη τη μικρή έστω αλλαγή διαθέσεων και συναισθημάτων που εξελίσσεται στην κοινωνία. Υφίστανται ακόμη την εθνικολαϊκιστική προπαγάνδα του «αντιμνημονιακού» μπλοκ που τα καταγγέλλει ως εκπροσώπους μιας ελίτ αποσπασμένης από τον λαό. Ξέρουμε ότι κάθε είδους λαϊκισμός θεριεύει από τη στιγμή που κατορθώσει να επιβάλει στην κοινωνία αυτή την απαξιωτική αντίληψη για τους αντιπάλους του. Το έργο όμως παίχτηκε στην προηγούμενη φάση και καταψηφίστηκε. Παρά τη δραματική κοινωνική κρίση, η δημοκρατική Ελλάδα έχει αντέξει. Και έχει αντέξει γιατί η φιλοευρωπαϊκή παράταξη έχει ευρύτερη λαϊκή βάση και συνεκτικότερη γεωπολιτική στρατηγική από την εθνικολαϊκιστική πανσπερμία των αντιπάλων της. Αυτός ο συσχετισμός πρέπει να καταγραφεί στον δημόσιο λόγο με επιθετικό και δυναμικό τρόπο.

.

Στη νέα φάση η κυβέρνηση και τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα έχουν να αντιμετωπίσουν δύο μείζονα προβλήματα, έτσι ώστε να δώσουν ειρμό στην πολιτική τους. Το πρώτο είναι η αντιπαράθεση στον ευρωσκεπτικισμό που διαχέεται στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Τη στιγμή που η Ελλάδα τείνει να επανέλθει στον ευρωπαϊκό κανόνα, την ίδια στιγμή αυτός ο κανόνας στραβώνει. Ετσι, σε μια κρίσιμη για την Ελλάδα περίοδο εξασθενεί το ευρωπαϊκό πρόταγμα που δημιουργούσε πρόσθετη συναίνεση στην εθνική προσπάθεια. Όπως ήδη παρακολουθούμε, το νέο μπλοκάρισμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αναθερμαίνει τη σύγκρουση για το μέλλον της. Είναι μια μάχη την οποία πρέπει να δώσουν επιθετικά τα ελληνικά φιλοευρωπαϊκά κόμματα, συνδέοντάς την οργανικά με την εθνική ατζέντα. Το καθένα στο πλαίσιο της δικής του πολιτικής κουλτούρας. Είναι σαφές ότι η άποψη για την Ευρώπη, καθώς και για τη διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης αποτελούν βασική πηγή για τη διαμόρφωση της ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας των κομμάτων. Ο νέος ευρωπαϊσμός θα διαμορφωθεί μέσα στις συνθήκες της παρούσας κρίσης. Ιδίως ο νέος προοδευτικός ευρωπαϊσμός που είναι υποχρεωμένος να ξεπεράσει πολλά από τα στερεότυπα του δικού του παρελθόντος.

.

Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα της κυβέρνησης προκύπτει από την ίδια τη βελτίωση της κατάστασης. Όσο περιορίζεται η θεματολογία του Μνημονίου, όσο φεύγουν από την επικαιρότητα η Μέρκελ και ο Σόιμπλε, ο Τόμσεν και η Λαγκάρντ, τόσο διευρύνεται η εθνική πολιτική ατζέντα, δηλαδή θέματα, αποφάσεις και πρακτικές που εξαρτώνται από την κυβέρνηση και τα κόμματα που τη στηρίζουν. Έτσι, η έκτακτη ανάγκη θα συμπληρώνεται από τα δείγματα που θα δίνει η κυβερνητική πολιτική ότι η Ελλάδα μπορεί να βγει πιο ώριμη και συνειδητοποιημένη από την κρίση. Αυτή τη συναίσθηση εκφράζουν οι επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις για ένα εθνικό σχέδιο. Στην αφετηρία του σχεδίου θα πρέπει να υπάρχουν «αποχρώσες ενδείξεις» ότι κάτι μάθαμε από το κόστος των προηγούμενων κρατικιστικών-πελατειακών πρακτικών και της αναξιοκρατικής στελέχωσης του Δημοσίου. Αλλεπάλληλα κρούσματα δείχνουν ότι βρισκόμαστε ακόμη μακριά.

.

 

.

* Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στις 18/5/2013