Υστερα από την απόφαση που έλαβε το Eurogroup προχθές τα ξημερώματα, ο κίνδυνος να χρεοκοπήσει η Ελλάδα και να βρεθεί εκτός ευρώ απομακρύνεται. Η συμφωνημένη από τον περασμένο Μάρτιο χρηματοδότηση, αναγκαία για να λειτουργήσει κάπως ομαλά η οικονομία, θα αρχίσει επιτέλους να ρέει. Και η άγονη συζήτηση γύρω από τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, που επί μήνες παρέλυε παραγωγικές και επενδυτικές προσπάθειες, μπορεί τώρα να πάει στην άκρη. Το πρόβλημα δεν λύθηκε, θα ξανατεθεί αργότερα αλλά με διαφορετικούς όρους, που θα εξαρτηθούν από το τι θα έχουμε κάνει εμείς εν τω μεταξύ και, εξίσου αν όχι ακόμα περισσότερο, από το πώς θα έχει εξελιχθεί η Ευρώπη έως τότε. Η ενασχόληση όμως με σενάρια δεν έχει τούτη την ώρα πρακτική αξία.
Επανερχόμαστε έτσι στα δύο κεντρικά και αλληλένδετα ζητήματα που τέθηκαν από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η βαθιά κρίση στη χώρα μας: πώς θα προχωρήσουν βιώσιμες παραγωγικές και επενδυτικές πρωτοβουλίες, προϋπόθεση για να αρχίσει πάλι να δημιουργείται νέος πλούτος στην οικονομία, για να υπάρξουν ξανά νέες θέσεις εργασίας, για να αρχίσουν και πάλι τα εισοδήματα να αυξάνονται; Και πώς θα προστατευτούν οι πιο αδύναμοι, τα πιο τραγικά θύματα της κρίσης; Στα τρία χρόνια της πρωτοφανούς επώδυνης προσαρμογής που μεσολάβησαν οι όροι έχουν αλλάξει.
Ως προς το πρώτο, μοιάζουν σημαντικά πιο ευνοϊκοί. Υστερα από τις μεγάλες περικοπές που υπέστησαν οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα, οι συνταξιούχοι, οι δικαιούχοι κοινωνικών επιδομάτων αλλά και όλα τα ιδρύματα της παιδείας, της υγείας και της κοινωνικής πολιτικής, του πολιτισμού, ύστερα από τις μεγάλες αυξήσεις των φόρων (για όσους τους πληρώνουν), το κράτος έχει φτάσει πια σχεδόν να δημιουργεί πρωτογενή πλεονάσματα, να μπορεί δηλαδή να καλύπτει τις δαπάνες από τα έσοδα, να μην εξαρτάται από δανεισμό παρά μόνο για να πληρώνει τους τόκους του χρέους που έχει σωρεύσει. Παράλληλα έχει περιοριστεί θεαματικά το εξωτερικό έλλειμμα της χώρας, η διαφορά εισαγωγών/εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών – σε 3,5% του ΑΕΠ εκτιμάται φέτος, από 11% σχεδόν το 2009, με δυνατότητα να μηδενισθεί το 2013 -, ενώ σημαντική βελτίωση παρουσιάζουν όλοι οι δείκτες για την ανταγωνιστικότητα. Καθοριστικά επέδρασαν οι όμοια οδυνηρές μειώσεις των μισθών του ιδιωτικού τομέα, μέσω και των αλλαγών που επιβλήθηκαν στην εργατική νομοθεσία, αίροντας θεσμοθετημένες προστασίες. Εφόσον μετά την απόφαση του Eurogroup η θέση της χώρας στο ευρώ σταθεροποιείται, ανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες για να αρχίσουν πάλι να χρηματοδοτούν επιχειρήσεις και το κράτος αποπληρώσει οφειλές στους προμηθευτές του και καθυστερημένες επιστροφές ΦΠΑ, το τοπίο ξεκαθαρίζει, η ανάκαμψη της οικονομίας γίνεται ορατή. Με χρηματοδότηση από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία οι δραστικά περικομμένες δημόσιες επενδύσεις θα αυξηθούν ξανά. Οσες επιχειρήσεις, εξαγωγικές ιδίως, επέζησαν υγιείς μπορεί πάλι να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους. Επενδυτικές πρωτοβουλίες από το εξωτερικό, όπως οι δύο που είδαμε τελευταία να αναγγέλλονται, παρά την τότε αβεβαιότητα, από τις Cosco / Hewlett Pacard με την ΤΡΑΙΝΟΣΕ και από την Unilever, μπορεί να πολλαπλασιαστούν.
Αντίθετα, όμως, ως προς την προστασία των πιο αδυνάμων οι όροι έχουν γίνει πολύ δυσμενέστεροι, γιατί ύστερα από τρία χρόνια βαθιάς οικονομικής ύφεσης οι αδύναμοι είναι πλέον πολύ περισσότεροι. Οι άνεργοι έχουν ξεπεράσει το 25% του ενεργού πληθυσμού, ενώ κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως είχε προσδιορισθεί στατιστικά το 2009 για όσους είχαν εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του τότε διαμέσου εισοδήματος (κάτω από 667 ευρώ τον μήνα για ένα άτομο, κάτω από 1.401 ευρώ για ζευγάρι με δύο παιδιά), είναι πια πλέον του 35% των κατοίκων της χώρας (από 19,4% το 2009). Και καθώς μόνο ένας στους έξι ανέργους επιδοτείται, κάτω από το όριο αυτό βρίσκεται το 58% των ανέργων. Η δε ακραία φτώχεια, εισόδημα χαμηλότερο από όσο απαιτείται για τις πιο βασικές ανάγκες (224 ευρώ για ένα άτομο, 686 ευρώ για τετραμελή οικογένεια), πλήττει το 8,5% του πληθυσμού, το 19,5% των ανέργων. Τα στυγνά μεγέθη επεξεργάστηκε η Ομάδα Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας (Μάνος Ματσαγγάνης κ.ά.), για να τονίσει την ανάγκη γενναίας στροφής στην κοινωνική πολιτική. Αυτό θα απαιτούσε, τώρα που πλησιάζουμε στην ισοσκέλιση του προϋπολογισμού, νέες σοβαρές προσπάθειες για την ανακατανομή των δαπανών αλλά επίσης και για την αύξηση των εσόδων. Συζητώντας το φορολογικό νομοσχέδιο θα πρέπει να το έχουμε κατά νου.
Χωρίς άμεση και πειστική πολιτική για την κοινωνική συνοχή, όλοι οι καλύτεροι όροι για την ανάπτυξη κινδυνεύουν να ακυρωθούν.