Όταν γράφαμε και μιλούσαμε για εκλογικά σενάρια, υπήρχε πιθανότητα να γίνουν εκλογές; Οχι. Εισηγούνταν κάλπες κάποια κομματικά στελέχη και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ αλλά ποτέ δεν ήταν αυτό το βασικό σενάριο στο Μέγαρο Μαξίμου.
Όταν γράφαμε και μιλούσαμε για τον κίνδυνο αδιεξόδου στη διαπραγμάτευση, είχε βάση η σχετική αναφορά; Μάλλον όχι. Στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες, όπως αποδεικνύεται από την πορεία των πραγμάτων, είχαν προαποφασίσει ότι το ελληνικό ατύχημα πρέπει να αποφευχθεί οπωσδήποτε, τουλάχιστον μέχρι τις γερμανικές εκλογές του προσεχούς Σεπτεμβρίου.
Όταν κυκλοφορούσαν φήμες και πληροφορίες για το τράβηγμα του χαλιού κάτω από τα πόδια του Α. Τσίπρα που θα έκαναν οι θεσμικοί πιστωτές, υπήρχαν τέτοια μηνύματα; Δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Αντίθετα, θα είχε επιχειρήματα να μιλήσει κανείς για πρωτοφανή διεθνή στήριξη της κυβέρνησης που μπορεί να οφείλεται στην απουσία πειστικής εναλλακτικής, στην κούραση εταίρων και συμμάχων από την ελληνική υπόθεση, στο γεγονός ότι έχουν συνδέσει την κοινωνική αταραξία (δεν είναι ο κόσμος στους δρόμους) με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, στην μνημονιακή πειθαρχία της κυβέρνησης.
Αφού τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβαινε, γιατί καθόρισαν το δημόσιο διάλογο; Και γιατί διαμορφώθηκε μια άλλη εικονική πραγματικότητα, ξένη προς την αληθινή; Και γιατί αυτό συνέβη αφού είχε φανεί με το δημοψήφισμα ποιες είναι οι επιπτώσεις από τέτοιες κατασκευές (όταν αυτό που εμφανιζόταν ως ντέρμπυ κατέληξε σε νίκη του ΟΧΙ με 20 μονάδες διαφορά); Το πιο σημαντικό ερώτημα είναι τι να πιστέψει ο πολίτης όταν ακούει και διαβάζει πράγματα που διαψεύδονται στην πράξη ενώ υποστηρίζονται για μήνες με τέτοια βεβαιότητα;
Η εύκολη επιλογή είναι να μιλήσει κανείς για έναν επιπόλαιο βολονταρισμό που μετατρέπει σε πληροφορία την επιθυμία της μίας πλευράς. Η άλλη σκέψη είναι να στραφούμε στη δυναμική της αυτοεκπληρούμενης προφητείας την οποία έλπιζε να αξιοποιήσει το σύστημα που ήθελε εκλογές, με την έννοια ότι όταν το κλίμα είναι προεκλογικό κάποια στιγμή θα στηθούν κάλπες. Υπάρχει πάντα και η απάντηση που συνοψίζεται στη διαπίστωση της ανοησίας, ότι δηλαδή γίνονται κακές και ρηχές αναλύσεις που καταλήγουν σε εσφαλμένες εκτιμήσεις και τελικά σε εύθραυστες επικοινωνιακές κατασκευές.
Το πιο αθώο είναι να υποθέσουμε ότι φταίει η απουσία νοήματος:
-Αφού δεν πληρώνουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη του Δημοσίου στους ιδιώτες σημαίνει ότι μαζεύουν χρήματα για να πληρώσουν τη δόση του Ιουλίου, άρα δεν έχουν σκοπό να κλείσουν την αξιολόγηση, άρα αν δεν την κλείσουν δεν θα δοθεί χρηματοδότηση, άρα δεν θα αντέξουν και θα πάνε σε εκλογές.
-Αφού καθυστερούν τόσο πολύ στη διαπραγμάτευση σημαίνει ότι δεν θέλουν συμβιβασμό αλλά προετοιμάζουν το έδαφος για σύγκρουση και ρήξη, άρα φτιάχουν σενάριο ηρωικής εξόδου.
-Αφού οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ στα τάρταρα δεν τους συμφέρει να φέρουν νέα μέτρα λιτότητας, να τα ψηφίσουν και να αναλάβουν το πολιτικό κόστος, άρα θα κοιτάξουν να σώσουν ό,τι σώζεται, να πάρουν ένα καλό εκλογικό ποσοστό, για να είναι ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση, μήπως και επανέλθουν με αφορμή την προεδρική εκλογή το 2020.
Υπάρχει και η καθόλου αθώα εξήγηση ότι επειδή η ΝΔ επένδυσε στο αίτημα για εκλογές κινήθηκε όλο το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο προς αυτή την κατεύθυνση κάνοντας φασαρία γύρω από τις κάλπες.
Μπορεί κανείς να έχει επιχειρήματα για το αν έπρεπε ή όχι να γίνουν εκλογές. Όμως, πριν φτάσουμε εκεί, θα πρέπει να λύσουμε το αν υπήρξε ποτέ θέμα εκλογών ή όχι. Και μάλλον δεν υπήρξε. Αφού το παραδεχτούμε αυτό, καλό θα ήταν να περάσουμε στο επόμενο, αν η εκλογολογία καλλιεργούταν εν γνώσει της αβασιμότητάς της ή όχι. Και αφού απαντήσουμε, καλό θα ήταν να σκεφτούμε μήπως φταίμε που κάποιοι θεωρούν πως πρέπει να πιστεύουν το αντίθετο από εκείνο που τους λέει το “σύστημα”. Αν το αντέξουμε, πάμε και στα δυσκολότερα, τι είναι σύστημα, τι παρασύστημα, τι αντισύστημα και τι το ανάμεσά τους.