Η «Μεταμνημονιακή Κεντροαριστερά» δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα, αλλά παράγει περισσότερες κινήσεις –δεν λέμε πια κινήματα- από όσες μπορεί να καταναλώσει. Και μανιφέστα. Την προηγούμενη Δευτέρα 14 Οκτωβρίου βγήκαν στη δημοσιότητα δύο. Σε εντελώς διαφορετικές μάλιστα κατευθύνσεις.
Το πρώτο ήταν η πολυαναμενόμενη «έκκληση-μη διακήρυξη» των 50 πανεπιστημιακών -που τελικά ήταν 58 και όχι μόνο πανεπιστημιακοί αλλά και πρώην Υπουργοί κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ (8), υποψήφιοι του ίδιου κόμματος στις τελευταίες εκλογές (2), καθώς και στελέχη ή κάποια στιγμή υποστηρικτές της ΔΗΜΑΡ, προφανώς απογοητευμένοι από την αντικυβερνητική στροφή της (από 7 έως 10, αναλόγως της αυστηρότητας των κριτηρίων που θέτει κανείς). Το κείμενο είναι γραμμένο σε επί το πλείστον καλά ελληνικά, αν και μάλλον «πολιτικά ελληνικά» («βιώσιμη ανάπτυξη», «συλλογικοτήτων», «νέα εθνική αυτογνωσία και νέα εθνική υπερηφάνεια»), παρά την ύπαρξη τόσων συγγραφέων (7, αν μετρήσουμε και τους δημοσιογράφους-συγγραφείς). Παρότι λαμβάνει ως δεδομένο κάτι που μάλλον είναι διεκδικούμενο (την παρέλευση της «εποχής των Μνημονίων»), στηρίζεται στις στέρεες βάσεις του αυτονόητου: πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά και όχι πίσω, η εθνική ανασυγκρότηση είναι το ζητούμενο, χρειάζεται αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, ο «κεντροαριστερός χώρος» ορίζεται ως εκείνος ανάμεσα στη Δεξιά και τη νεοκομμουνιστική Αριστερά. Ως εδώ καλά, χωρίς πάντως γράφεται νέα σελίδα ούτε στην πολιτική ούτε στη λογοτεχνία (έστω, την πολιτική λογοτεχνία). Η προστιθέμενη αξία αυτού του Μανιφέστου προέρχεται από το χαρμάνι των ονομάτων που το υπογράφουν και βέβαια από το δια ταύτα του: την πρόσκληση για μια ιδρυτική Συνέλευση «όλων των δυνάμεων», στις οποίες περιλαμβάνονται ονομαστικά το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ (αλλά και οι πέντε Δήμαρχοι), ενώ αποκλείεται (όχι ονομαστικά) ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν σας θυμίζει πολύ την παλαιότερη πρόταση που είχε δημοσιοποιήσει ένας εκ των υπογραφόντων, υπό τη σκέπη τότε της ΔΗΜΑΡ, δεν θα έχετε άδικο. Το κείμενο αυτό προορίζεται τελικά, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, να λειτουργήσει για τη ΔΗΜΑΡ όπως λειτουργεί για τον Κάμερον η πρόταση δημοψηφίσματος περί παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση: ως αυτοπαγίδευση για οριστική απόφαση.
Το δεύτερο Μανιφέστο έχει εντονότερο άρωμα παρελθόντος και διαφορετικό πρόσημο μέλλοντος. Οι 800 που (χωρίς να δημοσιοποιούν τα ονόματα τους) φέρονται να το υπογράφουν, υπό τη σκέπη της «κίνησης 75» (που επίσης μένει χωρίς πρόσωπο ή πάντως περισσότερα του ενός πρόσωπα), ζητούν διπλή αλλαγή πορείας: αφενός κατά της κυβερνητικής συνεργασίας μέρους της «Κεντροαριστεράς» (όρο που επιμελώς αποφεύγουν) με τη Νέα Δημοκρατία και αφετέρου υπέρ της σύγκλισης του χώρου που εκπροσωπούν με την «Αριστερά» (δηλαδή το ΣΥΡΙΖΑ). Δεν είναι τυχαίο ότι και οι συνταγές τους θυμίζουν αρκετά το κόμμα της νυν αξιωματικής αντιπολίτευσης: επεκτάσεις επιδομάτων, άμεση αναθεώρηση της μισθολογικής πολιτικής, σύγκρουση με «κατεστημένα». Αν ο δρόμος του πρώτου Μανιφέστου θα μπορούσε να περιγραφεί ως «ολοταχώς προς τη λογική» (που όμως, δυστυχώς, θα παραμένει άπιαστη όσο η ΔΗΜΑΡ αρνείται καν να τη συζητήσει), ο δεύτερος θα μπορούσε να ακούει στο όνομα «ολοταχώς προς τα πίσω» (μόνο που αυτό το πίσω, από κάποιες απόψεις δυστυχώς, αλλά από περισσότερες ευτυχώς, δεν γυρνάει με τίποτα πίσω).
Δυο δρόμοι, δυο επιλογές πολιτικής, δυο αβεβαιότητες. Χωρίς πλέον κανένα ελαφρυντικό άγνοιας για τα στελέχη και κυρίως για τον κόσμο τον οποίο κάποτε συσπείρωνε και έκφραζε το ΠΑΣΟΚ. Και που περιμένει, ακόμη και πάντα, πολιτικές πράξεις και όχι διακηρύξεις.