—του Γρηγόρη Καραγρηγορίου—
Γέμισε το διαδίκτυο και η τηλεόραση με την εμβληματική φωτογραφία των στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού, που σηκώνουν την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο στο Ράιχσταγκ. Είναι τα 70 χρόνια από το τέλος του Πολέμου στην Ευρώπη και σωστά όλοι βρήκαν την φωτογραφία του Γιεβγκένι Κχαλντέι την πιο χαρακτηριστική. Μιλάει από μόνη της: Οι ναζί νικήθηκαν, με το αίμα από εκατομμύρια θύματα κλείνει το πιο μαύρο κεφάλαιο του εικοστού αιώνα και ξεκινά μια νεα εποχή. Από τις πιο δυνατές εικόνες, γεμάτη με την ιστορία όλου του εικοστού αιώνα. Πόλεμος, ειρήνη, ναζί, Σοβιετική Ένωση, πόνος, θάνατος, ελπίδα — κι όλα αυτά χωρίς ηγέτες, χωρίς στρατηγούς, μόνο με σύμβολα και με απλούς, ανώνυμους ανθρώπους, που αλλάζουν την ιστορία. Η ιστορία αυτής της καταπληκτικής φωτογραφίας όμως ξεκινά από μια άλλη φωτογραφία, μιας άλλης σημαίας, δυόμιση μήνες νωρίτερα.
23 Φεβρουαρίου 1945, Ειρηνικός Ωκεανός, στο νησάκι Ιβοτζίμα
Οι 70.000 Αμερικανοί πεζοναύτες κι οι 23.000 Γιαπωνέζοι στρατιώτες βρίσκονται εδώ και 4 μέρες σε μια λυσσασμένη μάχη σώμα με σώμα για μερικά χιλιόμετρα μαύρου ηφαιστειογενούς βράχου στη μέση του ωκεανού. Μεχρι τα τέλη Μαρτίου, που επίσημα θα κυρήξουν το νησάκι «ασφαλές κι υπό πλήρη κατοχή των ΗΠΑ», οι Αμερικανοί θα θρηνούν 26.000 απώλειες — 7.000 νεκρούς και 19.000 βαριά τραυματίες. Κι όσοι επιζήσουν θα τυραννιούνται μια ζωή με την «ενοχή του επιζήσαντα», αυτό που οι ψυχίατροι των στρατιωτικών νοσοκομείων θα ονομάσουν αργότερα «Iwojima Survivors Guilt». Οι Γιαπωνέζοι από την άλλη θα παλέψουν μέχρι θανάτου. Η παράδοση ή κι η σκέψη ακόμη της επιβίωσης είναι βλασφημία κι επιφέρει αιώνια ατίμωση, όπως αναφέρει το Bushido, ο αρχαίος κώδικας τιμής του πολεμιστή που η αυτοκρατορική, ρατσιστική, μιλιταριστική Ιαπωνία έχει επιβάλει στην ψυχή και στο σώμα κάθε Γιαπωνέζου από την γέννησή του. Έτσι, από τους 23.000 υπερασπιστές, 19.000 θα πεθάνουν στη μάχη ή θα αυτοκτονήσουν τελετουργικά, μερικές φορές συνδυάζοντας και τα δυο, αφαιρώντας τη δυνατότητα στους καταγραφείς να ξεδιαλέξουν σε ποια κατηγορία θα τους καταχωρήσουν. Άλλοι 3.700 θα παραμείνουν κρυμμένοι για χρόνια σε σπηλιές, να υπερασπίζονται έναν αυτοκράτορα που έχει ήδη συνθηκολογήσει και πίνει σάκε με τον αμερικανό πρέσβη και επενδυτές από την Οκλαχόμα στο παλάτι του στο Τόκιο. Οι τελευταίοι θα παραδοθούν πολλά χρόνια αργότερα, αφού πρώτα απεσταλμένοι του αυτοκράτορα θα τους πείσουν ότι τα πράγματα άλλαξαν αδιανόητα πολύ. Μόνο 300, τέλος, θα πιαστούν αιχμαλώτοι και θα αναγκάσουν τους Αμερικανούς να τους δέσουν για μέρες χειροπόδαρα γιατί με το παραμικρό προσπαθούν να αυτοκτονήσουν.
Αυτή την 4η μέρα της μάχης, οι Αμερικανοί πεζοναύτες καταφερνουν υπό το βλέμματου Υπουργού Ναυτικού των ΗΠΑ Τζέιμς Φόρεσταλ, που παρακολουθεί από ένα πλοιάριο ανοιχτά των απότομων ακτών, να ανέβουν και να πάρουν το σβησμένο ηφαίστειο, το μεγαλύτερο ύψωμα του νησιού, 144 μέτρα όλο κι όλο. Ανεβάζουν τη σημαία. Ο Υπουργός, τρελός από χαρά —κι ασφαλής από ξώφαλτσες αρμενίζοντας στα ανοιχτά—, ζητάει την σημαία για σουβενίρ. Ο συνταγματάρχης Τζόνσον που παίρνει την fucking διαταγή, αφού τον βρίζει πατόκορφα, στέλνει τον υπασπιστή του να βρεί μια άλλη σημαία να ανεβάσουν. «Και κοίτα να ειναι μεγαλύτερη», του λέει. Σε λίγο, η νέα μεγάλη σημαία φτάνει στην κορυφή. Έξι πεζοναύτες που βρίσκονται εκεί για να αμολήσουν τηλεφωνικά καλώδια κατεβάζουν την υπουργική πρώτη, βάζουν τη δεύτερη, τη μεγάλη σημαία σε ένα σωλήνα νερού και την ανεβάζουν.
Τζο Ρόζενταλ
Ο Τζο Ρόζενταλ, 33 χρόνων τοτε, ρωσικής (κι εβραϊκής) καταγωγής μετανάστης στις ΗΠΑ, έχει απορριφθεί ως φωτογράφος του στρατού γιατί φοράει γυαλιά. Πιάνει δουλεά στο Associated Press και μέσω του πρακτορείου είναι αποσπασμένος στο σώμα των πεζοναυτών. Κατα τύχη βρίσκεται εκεί. Την φωτογραφία της (πρώτης) σημαίας την εχει βγάλει ένας άλλος, ο καημένος Λούις Λόουερι, που έβγαλε την κανονική σημαία μεσα σε σφαίρες και βόμβες και γιαπωνέζικα σπαθιά — αλλά τον έφαγε η μαρμάγκα.
Η φωτογραφία της «πρώτης σημαίας» από τον Λούις Λόουερι
Ο Ρόζενταλ λοιπόν δεν περιμένει τίποτα συγκλονιστικό, έχει αφήσει την κάμερα του κάτω στο χώμα, σε τυχαία ταχύτητα και διάφραγμα — ναι, τοτε έβαζες ταχύτητα και διάφραγμα, δεν τα έκανε αυτόματα όλα το iPhone. Ο Bill Genaust, φίλος του και συνάδελφος, με μια κινηματογραφική κάμερα ακριβώς πίσω του τραβάει τη θέα. Βλέποντας τους έξι να σηκώνουν τον σωλήνα με τη σημαία, του χτυπάει την πλάτη, χέι, για δες εκεί, αυτός ασυναίσθητα τραβάει τη μηχανή από κάτω και πατάει το κουμπί.
Η σκηνή τραβηγμένη από τον Bill Genaust, που σκοτώθηκε στην Ιβοτζίμα ύστερα από εννιά μέρες
Δεν ξέρει τι εχει τραβήξει. Η μέρα συνεχίζεται με διάφορες μάχες και θανατικό. Στο τέλος, όπως κάθε δυο τρεις μερες, τα στέλνει όλα με στρατιωτικό υδροπλάνο στο Γκουάμ, χίλια μίλια μακριά, να εμφανιστούν. Όταν ο τεχνικός βλέπει την μόλις εμφανισμένη φωτογραφία μένει κολώνα. Τη στέλνει επειγόντως στο Associated Press στη Νέα Υόρκη και πριν κλείσει 24ωρο η τυχαία λήψη βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα των ΗΠΑ και σε λίγες εβδομάδες σε όλο τον κόσμο. Γίνεται η πρωτη κι η μόνη φωτογραφία που κερδίζει το βραβείο Πούλιτζερ την χρονιά που τραβήχτηκε. Γίνεται άγαλμα, ταινία και τραγούδι. Μπαίνει στο ιστορικό υποσυνείδητο για δυο γενιές: ιδού μπροστά σας, οι αμερικανοί νικούν στον πόλεμο, ενωμένοι, χιλιάδες μίλια μακριά από την πατρίδα τους.
Η φωτογραφία της «δεύτερης σημαίας» από τον Τζο Ρόζενταλ
Έγινε τραγουδι λοιπόν. Το τραγούδι είναι για τον πρώτο από αριστερά, τον Ira Hayes. Οι άλλοι πέντε ήταν οι Franklin Sousley, Michael Strank, Harlon Block, John Bradley, Rene Gagnon, κι από αυτούς, οι τρεις πρώτοι σκοτώθηκαν τις επόμενες μέρες στην Ιβοτζίμα. Οι άλλοι τρεις που έμειναν ζωντανοί γύρισαν πίσω —εντολή του Προεδρου— και τους περιέφεραν ως ήρωες από χωριό σε χωριό, για να ανεβάσουν το ηθικό και να ζητήσουν από τους Αμερικανούς να αγοράσουν πολεμικά ομόλογα.
Η συνέχεια εδώ