Το εγχείρημα της ανασύστασης της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης αναμφίβολα είναι εξαιρετικά σύνθετο και απαιτητικό. Ο διαμελισμός της δεν αίρεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Ούτε είναι ζήτημα απλής βούλησης. Αντιθέτως, θέτει μια σειρά καίριων προϋποθέσεων: Ποιες πολιτικές θα πρεσβεύει; Με ποιο ιδεολογικό στίγμα θα οριοθετηθεί έναντι του λαϊκισμού του ΣΥΡΙΖΑ και του συντηρητισμού της ΝΔ; Ποιες πολιτικές δυνάμεις θα εκφράσει;
Στα θεμελιώδη αυτά ερωτήματα χρειάζονται νέες προσεγγίσεις. Οι παλιές συνταγές δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Άλλωστε, το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον άλλαξε άρδην. Ο νέος δικομματισμός δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες. Ο χώρος που άλλοτε εκπροσωπούσε το ΠΑΣΟΚ κατακερματίστηκε. Εξ ου και τόσο ο Τσίπρας όσο και Μητσοτάκης επιδιώκουν τη λεηλασία του. Οι προσπάθειες προσεταιρισμού του το αποκαλύπτουν. Ο μεν πρώτος, μετά τη διάρρηξη των σχέσεών του με τον ακροδεξιό Καμμένο ανακάλυψε ξαφνικά τη γοητεία του «προοδευτικού μετώπου». Ο δεύτερος επιχειρεί να οικειοποιηθεί εκείνο το τμήμα των προοδευτικών πολιτών που επιθυμούν την απεξάρτηση της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το βέβαιο είναι ότι βρισκόμαστε ενώπιον αναδιατάξεων. Η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία είναι μετέωρη. Μοναδική της συνεκτική ουσία, η παραμονή στην εξουσία. Το συνονθύλευμα που τη στηρίζει -ιδεοληπτικοί ακροδεξιοί και νεοκαραμανλικοί- την καθιστούν ανερμάτιστη και ανυπόληπτη. Ο Αλ. Τσίπρας, όποια δεκανίκια κι αν βρει, δεν θα αλλάξει τη φορά των πραγμάτων. Η εκλογική καταδίκη του αποδεικνύεται αναπόφευκτη.
Η αξιωματική αντιπολίτευση από την άλλη, μπορεί να εισπράττει τη δυσαρέσκεια και την απογοήτευση των πολιτών, ωστόσο η επικράτησή της δεν αποτελεί διέξοδο. Εξακολουθεί να παραμένει μια συντηρητική δύναμη. Αντικειμενικά δεν μπορεί να ενσαρκώσει προοδευτικές πολιτικές. Ούτε να αφομοιώσει και να υπηρετήσει ένα αναγεννητικό για τη χώρα σχέδιο. Παρά τις μεταρρυθμιστικές επαγγελίες του Κυρ. Μητσοτάκη είναι δέσμια αναχρονιστικών αντιλήψεων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κορυφαία στελέχη της φλερτάρουν με τον λαϊκισμό, ακόμη και τον εθνικισμό.
Η διαφαινόμενη απήχηση της ΝΔ επιβάλλει, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, την ενδυνάμωση της προοδευτικής παράταξης. Ή θα υπάρξει ως αυτόνομη και αυθύπαρκτη πολιτική κομματική οντότητα με κυβερνητικές αξιώσεις. Ή θα διαμοιρασθεί στους επίδοξους διεκδικητές της. Το δίλημμα αντανακλά τις υπάρχουσες δυνατότητες, αλλά και τις παγίδες.
Το Κίνημα Αλλαγής οφείλει να ανταποκριθεί με σταθερό και αμετάκλητο τρόπο στη διαμόρφωση της δικής του αυτοτελούς παρουσίας. Η ενοποίηση των δυνάμεών του είναι η πρώτη και βασική προϋπόθεση. Χωρίς αυτήν δεν θα αποκρυσταλλώσει την ταυτότητα και τη φυσιογνωμία του. Ούτε θα αποσαφηνίσει τις πολιτικές του. Πολύ περισσότερο δεν θα μπορέσει να θεμελιώσει ολοκληρωμένη στρατηγική καθαρών προτάσεων και θέσεων για τον προοδευτικό αναπροσανατολισμό της Ελλάδας. Η συμπίεση που δέχεται από τον νέο δικομματικό βρίσκει πρόσφορο έδαφος, επειδή μέχρι σήμερα ήταν ένα ασπόνδυλο πολιτικό σχήμα, με ασαφή και αντιφατικά χαρακτηριστικά. Άλλωστε, εκεί οφείλονται και οι φυγόκεντρες τάσεις που αναπτύχθηκαν.
Το επικείμενο Συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής αποτελεί μεγάλη ευκαιρία οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς να αποκτήσουν ενιαία υπόσταση, ισχυρό πολιτικό λόγο και καθαρές στρατηγικές στοχεύσεις.