Μία προσφιλής μέθοδος, εκ μέρους εκείνων που προσπαθούν να επιβάλουν τον ολοκληρωτισμό, είναι η εντατικοποίηση της φθοράς και υπονόμευσης των θεσμών της δημοκρατίας. Προκειμένου, μάλιστα, να απογοητεύσουν τους υπερασπιστές των δημοκρατικών θεσμών, να τους αποθαρρύνουν, να τους ταπεινώσουν και τελικώς να τους θέσουν εκτός μάχης, εντατικοποιούν τις επιθέσεις τους, χρησιμοποιώντας πλαστές ειδήσεις, εκτοξεύοντας ύβρεις και απειλές κατά των ενεργών πολιτών και αγνοώντας προκλητικά τις προειδοποιήσεις τους για εκτροπή από το δημοκρατικό πολίτευμα. Στην προσπάθειά τους αυτή βρίσκουν πάντα τους ευκολόπιστους, τους «πρόθυμους», τους χρήσιμους ηλίθιους ή τους αργυρώνητους.
Με αυτή τη μεθόδευση προχώρησαν στην κατάληψη της εξουσίας οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, προσελκύοντας ένα πολύ μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ του 2009, που, όπως απεδείχθη, δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για επανάληψη του εγκλήματος, που μας έφερε στη σημερινή τραγική κατάσταση. Το σύνολο αυτών αποτελείτο από πολίτες εθισμένους μετά το 1981 στο ρουσφέτι, στο εύκολο χρήμα, στο διορισμό στο Δημόσιο φίλων και συγγενών, στην συνταξιοδότηση από τα 40, στην κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και στην τεχνητή ευμάρεια με δανεικά ή με επιδοτήσεις.
Η οιαδήποτε κυβέρνηση αποτελεί την εικόνα των πολιτών. Κατά συνέπεια, εάν δεν αλλάξουν νοοτροπία, ήθος και συμπεριφορά οι πολίτες, τίποτα δεν θα αλλάξει στην κοινωνία μας. Ακόμη και εάν αναλάβουν την κυβέρνηση πολίτες άριστοι, ανιδιοτελείς και έτοιμοι να θυσιάσουν το προσωπικό τους συμφέρον για το κοινωνικό καλό. Για να συμβεί, όμως, αυτό χρειάζεται Παιδεία. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι οι πυλώνες της Δημοκρατίας είναι η Ηθική και η Δικαιοσύνη. Η επίτευξη, όμως, και η καθιέρωση ως ύψιστων αρχών τόσο της Ηθικής όσο και της Δικαιοσύνης διέρχεται μέσω της καλλιέργειας της κριτικής σκέψης σε κάθε πολίτη. Προϋπόθεση δε αυτής (της κριτικής σκέψης) είναι ένα άλλο εκπαιδευτικό σύστημα. Το τελευταίο θα πρέπει να καλλιεργεί την επιστημονική και ιστορική γνώση, τη δυνατότητα ανάλυσης των δεδομένων, την σύνθεση και την κατάληξη σε ένα συμπέρασμα, το οποίο θα είναι ο κάθε πολίτης έτοιμος να υπερασπισθεί, να τεκμηριώσει και να αναθεωρήσει σε περίπτωση που τεθούν υπ’ όψιν του νέα στοιχεία. Χρειαζόμαστε ένα εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο θα δίνει προοπτική στη νέα γενιά, θα ανοίγει δρόμους και θα δίνει στην κοινωνία ενεργούς πολίτες. Χρειαζόμαστε μία Παιδεία, που δεν θα παράγει θεσιθήρες του Δημοσίου. Προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξαν αρκετές προσπάθειες (π.χ. νόμος Γ. Σουφλιά 2083/1992, νόμος Μ. Γιαννάκου 3549/2007) με επιστέγασμα τους πέντε νόμους της περιόδου 2009-2012.
Εκεί έδωσε έμφαση ο ΣΥΡΙΖΑ. Συνειδητοποίησε από ενωρίς ότι οι μεταρρυθμιστικοί νόμοι της περιόδου 2009-2012, νόμοι, που έφεραν την σφραγίδα της Άννας Διαμαντοπούλου και των συνεργατών της και αφορούσαν στην ίδρυση δεκάδων πρότυπων σχολείων, στην καθιέρωση της Αριστείας, ως βάσης της ευγενούς άμιλλας και της επίτευξης υψηλών και ευγενών στόχων, στην καθιέρωση της Αξιολόγησης, ως βάσης για την στελέχωση του διδακτικού προσωπικού, και στην Αξιοκρατία, ως βάσης για την συγκρότηση μιας κρίσιμης μάζας στελεχικού δυναμικού τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, θα αποτελούσαν εμπόδιο στην καθιέρωση ενός αναξιοκρατικού και ισοπεδωτικού καθεστώτος, που θα τους κρατούσε για πολλά χρόνια στην εξουσία.
Αυτό επισήμανε από το 2014 ο Γεράσιμος Σπαθής (καθηγητής του ΕΜΠ, μέλος της Επιτροπής Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ και Γ. Γραμματέας της Δια Βίου Μάθησης στο Υπουργείο Παιδείας το 2015), με την περίφημη εισήγησή του το Δεκέμβριο 2014, και ο Κώστας Γαβρόγλου (μέλος της Επιτροπής Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ και νυν υπουργός παιδείας) με το γνωστό πλέον άρθρο του στην ΑΥΓΗ τον Ιούλιο 2014, με το οποίο εξέφραζε την απογοήτευσή του για την αποδοχή της οποίας έτυχε από την μεγάλη πλειοψηφία των καθηγητών των Πανεπιστημίων μας ο νόμος 4009/2011. Αυτοί οι δύο και ο Α. Μπαλτάς (συμπτωματικά και οι τρεις διετέλεσαν καθηγητές πανεπιστημίου) είναι μεταξύ των πολλών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, που εξέφρασαν την αποδοκιμασία τους στο τρίπτυχο Αριστεία – Αξιολόγηση – Αξιοκρατία, που καθιέρωναν οι νόμοι της περιόδου 2009-2012. Μεθοδικά, σταθερά και με εκθετικά αυξανόμενη ταχύτητα διέλυσαν το τρίπτυχο, νομοθέτησαν την ισοπέδωση της Παιδείας και έστειλαν στα αζήτητα τα ευγενή όνειρα χιλιάδων νέων πολιτών, που έχουν την έφεση, τη θέληση, τη δυνατότητα και την ικανότητα να στοχεύσουν ψηλά.
Δεν είναι της παρούσης και δεν έχει νόημα να επαναλάβω αυτά, που εκατοντάδες συναδέλφων καθηγητών, πολιτικών της αντιπολίτευσης, επιστημόνων και επαγγελματιών έχουν διατυπώσει δημοσίως και τα οποία αναφέρονται διεξοδικά στην μεθοδευμένη καταστροφή, που προκάλεσε από τον Ιανουάριο 2015 έως σήμερα η εφαρμοσμένη νομοθετική πολιτική των κυβερνήσεων του κ. Τσίπρα. Θα ήταν κουραστικό να επαναλάβω αυτά, τα οποία έχω/έχουμε αναλύσει σε δεκάδες άρθρων στις φιλόξενες στήλες των έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων, που στέκονται όρθια και μας δίνουν βήμα διαλόγου. Αυτό, όμως, που οφείλω να πω, είναι ότι οι δυσκολίες, που θα αντιμετωπίσει η επόμενη κυβέρνηση, που θα θελήσει να ανορθώσει την Παιδεία, να καλλιεργήσει την κριτική σκέψη και να επαναφέρει τους πυλώνες της Δημοκρατίας, είναι τεράστιες. Και η προσπάθεια δεν θα είναι επιτυχής, εάν δεν συμφωνήσουν όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις σε ένα κοινό, ειλικρινές και φοβερά ψυχοφθόρο και επώδυνο για τις ηγεσίες τους πρόγραμμα ανάταξης της Παιδείας.
Θα ολοκληρώσω με μία δήλωση και δύο διαπιστώσεις.
(α) Δήλωση: Έχω κατ’ επανάληψη τεκμηριώσει τους λόγους για τους οποίους εξαιρείται ο ΣΥΡΙΖΑ από τις δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις. Έτσι δεν θα το επαναλάβω σήμερα.
(β) Διαπίστωση Ι: Διάβασα προ ημερών το πρόγραμμα για την Παιδεία του ΚΙΝΑΛ. Με ιδιαίτερη χαρά είδα να περιλαμβάνονται σε αυτό σχεδόν όλα όσα είχαμε συμπεριλάβει στο πρόγραμμα της ΔΗΣΥ για την Παιδεία το 2016, αλλά και η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος για τη λειτουργία μη κρατικών ΑΕΙ.
(γ) Διαπίστωση ΙΙ: Τα προγράμματα για την Παιδεία του ΚΙΝΑΛ και της ΝΔ είναι σχεδόν ταυτόσημα, ενώ διαφέρουν παρασάγγας με αυτό του ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. στην αναθεώρηση του άρθρου 16, στην ίδρυση προτύπων σχολείων, στην χρήση της αξιολόγησης κ.α.). Κατά συνέπεια, η συγκρότηση μιας δήθεν Οικουμενικής Κυβέρνησης με την συμμετοχή ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ είναι όχι μόνον άτοπη, αλλά και φθάνει στα όρια της γελοιότητας.