Μπορεί το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον σήμερα να επικεντρώνει στο χρόνο των εκλογών, η αναζήτηση όμως των κομματικών επιτελείων, βρίσκεται στα νέα δεδομένα που προκύπτουν στο πολιτικό σκηνικό και πώς αυτά θα επηρεάσουν τη μεγάλη αναμέτρηση για την διαμόρφωση της επόμενης κυβερνητικής εξουσίας. Βρισκόμαστε σε κάθε περίπτωση, στο άνοιγμα της προεκλογικής περιόδου και είναι ορατό, ότι το παγωμένο σκηνικό των προηγούμενων χρόνων βρίσκεται πλέον σε κίνηση. Όλοι προετοιμάζονται για ένα δυναμικό, δηλαδή ανοικτό και απροσδιορίστου αποτελέσματος πολιτικοεκλογικό παιχνίδι, τουλάχιστον δύο γύρων, με τρικομματικό ενδιαφέρον για την τελική μορφή διακυβέρνησης της χώρας.
Για να είμαστε ακριβείς, η πολιτική ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει την επόμενη εκλογική σύγκρουση, είναι ότι ενώ γνωριζουμε κατά πάσα πιθανότητα την ιεραρχία και διάταξη των τριών βασικών πολιτικών δυνάμεων, δεν μπορούμε να κάνουμε ασφαλή πρόβλεψη και για την επίτευξη των πολιτικών στόχων τους. Μπορεί να πιθανολογηθεί, λοιπόν, η εκλογική πρωτιά της ΝΔ,, η διατήρηση της δεύτερης θέσης του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και η αυξημένη, αλλά παραμένουσα τρίτη θέση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Οι πολιτικοί, όμως, στόχοι του καθενός κόμματος, δηλαδή η πολιτική-κυβερνητική αυτοδυναμία για τη Ν.Δ , η προοδευτική διακυβέρνηση για τον ΣΥΡΙΖΑ και αυτόνομη πολιτική μεγέθυνση για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, θεωρούνται ρευστοί και διεκδικήσιμοι, με διαφορετικές πιθανότητες επιτυχίας. Εστιάζοντας, λοιπόν, στο φλέγον ζήτημα της επόμενης διακυβέρνησης, θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα δυναμικό πολιτικό παιχνίδι μη μηδενικού αθροίσματος, κυρίως σε ό,τι αφορά τους κυβερνητικούς στόχους των τριών βασικών συντελεστών του πολιτικού μας συστήματος.
Σε ό,τι αφορά τη δυναμική διάσταση της μάχης, εκείνο που μπορούμε να πούμε προκαταβολικά είναι ότι ο καθένας έχει τα όπλα του, αλλά η υπεροχή και η πρωτοβουλία κινήσεων πηγάζει από τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ τους. Η κυβέρνηση έχει τον πρώτο λόγο, όχι μόνο γιατι επιλέγει τον χρόνο της μάχης αλλά διότι έχει να πει κάποια πράγματα ως απολογισμό και ως αφήγημα προοπτικής. Το μέγα ζητούμενο είναι, αν αυτά επαρκούν για να οδηγήσουν στην επιτυχία του διακηρυγμένου στόχου της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το πολιτικό σχέδιο διακυβέρνησης που προτείνει, είναι μη ρεαλιστικό και καθόλου πειστικό ως εναλλακτικό, έχει προσώρας πλεονέκτημα απέναντι στο ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ, εξαιτίας της ανταγωνιστικής πολωτικής θέσης που εξασφαλίζει απέναντι στην κυβέρνηση.
Το δε ΠΑΣΟΚ, ενώ πρόκειται να υποστεί την αμφίπλευρη πίεση των δύο μεγαλύτερων, διαθέτει το δικό του μεγάλο πλεονέκτημα, του υποδοχέα δηλαδή της δυσαρέσκειας και προς τους δύο, υπό τον όρο ότι θα το αξιοποιήσει με το περιεχόμενο της πολιτικής του, το οποίο και αναμένεται.
Σ‘ αυτό το περίπλοκο, όπως εξελίσσεται, πολιτικό σκηνικό των επόμενων μηνών, συντελούσης τα μέγιστα και της αποσταθεροποιητικής λειτουργίας της απλής αναλογικής, είναι αρκετά πιθανό η εκλογική κομματική μάχη για την εξουσία, να λήξει χωρίς μεγάλο νικητή. Αυτό σημαίνει ότι η αυτοδυναμία μπορεί να μην επιτευχθεί, η προοδευτική διακυβέρνηση ν’ αποτελέσει μια νέα ψευδαίσθηση του ΣΥΡΙΖΑ και η προσπάθεια του τρίτου κόμματος ν’ αποφύγει να πάρει θέση στα διλήμματα εξουσίας και διακυβέρνησης της χώρας, να καταστεί αδύνατη. Εξού και ο αρχικός μας χαρακτηρισμός, της τρικομματικής αναμέτρησης εξουσίας ως πολιτικού παιχνιδιού μη μηδενικού αθροίσματος. Όλα αυτά όμως, χάνουν τη σημασία τους, από τη στιγμή που προβάλλει το μείζον, να κυβερνηθεί η χώρα.
Πηγή: www.tanea.gr