Η εμπειρική προσέγγιση και ανάλυση της δυναμικής της εξέλιξης στους διάφορους τομείς κοινωνικής δραστηριοποίησης σε σχέση με την προοπτική, που οικοδομείται για την νέα γενιά και την μη συμμετοχή της στον σχεδιασμό του μέλλοντος της, δεν οδηγούν σε αισιόδοξες σκέψεις και συμπεράσματα.
Οι διαπιστώσεις είναι αρνητικές και δικαιολογούν έντονο προβληματισμό για τις κοινωνικές ισορροπίες στην προοπτική του χρόνου. Εκτείνονται δε από την αποχή των νέων από την πολιτική λειτουργία, την σχέση με την παράδοση και την μετεξέλιξη της σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, την κατανόηση της πραγματικότητας με εργαλείο τον ορθολογισμό, την βίαιη κοινωνική δραστηριοποίηση μέχρι και την κλιματική αλλαγή και τις συνθήκες, που διαμορφώνουν οι επιπτώσεις της και η κυρίαρχη οπτική αντιμετώπισης αυτού του ανθρωπογενούς φαινομένου.
Η πραγματικότητα είναι αποκαλυπτική και ταυτοχρόνως ανησυχητική, αν ληφθούν υπόψη η μη ουσιαστική συμμετοχή των νέων στην πολιτική λειτουργία και τα αίτια, που την προκαλούν.
Η εκλογική διαδικασία, για παράδειγμα, για τους νέους και όχι μόνο για αυτούς, έχει μετατραπεί σε εργαλείο εκλογής διαχειριστών εξουσίας και δεν λειτουργεί ως μέσο έκφρασης και πραγμάτωσης του ανθρώπινου και του κοινωνικού συμφέροντος. Εξάλλου το πολιτικό σύστημα προσεγγίζει τους νέους μόνο επικοινωνιακά, χωρίς να οικοδομείται διάλογος για το περιεχόμενο και τον σχεδιασμό της πορείας προς το μέλλον σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις του στην ροή του χρόνου.
Η πολιτική λειτουργία στην σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα δεν στηρίζεται στην ορθολογική προσέγγιση και ανάλυση της εξέλιξης και της πολυπλοκότητας, που την διαπερνά, ενώ η πολιτική επικοινωνία οριοθετείται από την οπτική της κοινωνίας του θεάματος και την δυνατότητα ενεργοποίησης φαντασιώσεων για το μέλλον.
Αυτό συμπορεύεται με την βίωση της συμμετοχής στην κοινωνική δραστηριοποίηση μέσα από την εικονική εκδοχή της καθημερινότητας στο πλαίσιο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και όχι μέσα από την πολιτική ενεργοποίηση στις τοπικές κοινωνίες.
Παράλληλα παρά την ύπαρξη του θεσμού των μαθητικών κοινοτήτων στα σχολεία, στην πράξη δεν λειτουργεί, ώστε οι νέοι από την μαθητική περίοδο της ζωής τους να βιώνουν την πολιτική διάσταση της κοινωνικής δραστηριοποίησης με την συμμετοχή τους στο δημοκρατικό διάλογο και να προετοιμάζονται για ουσιαστική πολιτική ενεργοποίηση.
Στο εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να γίνουν βαθιές τομές και αλλαγές, ώστε να διασφαλισθεί, ότι οι μαθητές θα αναπτύσσουν την ορθολογική σκέψη για να μπορούν να κατανοούν την βιωνόμενη από αυτούς πραγματικότητα και παράλληλα να ενεργοποιούνται στο κοινωνικό πεδίο με συνυπολογισμό των επιπτώσεων της δραστηριοποίησης τους. Με αυτό τον τρόπο θα προετοιμάζονται για την λειτουργία τους ως πολιτικών υποκειμένων στο ατομικό και στο συλλογικό πεδίο.
Για παράδειγμα σε έκθεση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) το 20% των μαθητών δεν κατανοεί ερωτήσεις πρώτου επιπέδου δυσκολίας. Αυτές οι δυσκολίες εμφανίζονται από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, όπου δεν αντιμετωπίζονται έγκαιρα. Η υιοθέτηση δε της κειμενοκεντρικής προσέγγισης, αν και είναι ενδεδειγμένη θεωρητικά, εφαρμόζεται επιφανειακά και χωρίς επαρκή υποστήριξη. Ουσιαστικά καταγράφεται το φαινόμενο του Λειτουργικού Αναλφαβητισμού, ο οποίος σύμφωνα με την UNESCO είναι η αδυναμία κατανόησης του γραπτού και προφορικού λόγου, η ανικανότητα διατύπωσης σκέψεων με σαφήνεια και η αδυναμία ανάπτυξης κριτικής σκέψης και αφαιρετικής ικανότητας.
Προτείνεται δε η ενισχυτική διδασκαλία και διαφοροποιημένη μάθηση για μαθητές με δυσκολίες, η συστηματική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών για την εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων διδασκαλίας και η δημιουργία Τμημάτων Αλφαβητισμού και Λειτουργικού Εγγραμματισμού σε περιφερειακό επίπεδο.
Ο λειτουργικός αναλφαβητισμός σε μαθητές δεν περιορίζει μόνο τις σχολικές επιδόσεις, αλλά επηρεάζει και την καθημερινή ζωή τους με την μεγάλη πιθανότητα περιθωριοποίησης τους. Για αυτό πρέπει να αντιμετωπισθεί αποφασιστικά και άμεσα, ώστε να διασφαλισθούν ίσες ευκαιρίες στους μαθητές και οι νοητικές προϋποθέσεις για την πολιτική ενεργοποίηση τους κατά την διάρκεια της ζωής τους.
Γενικότερα διαπιστώνεται κοινωνική δυσλειτουργία στο πλαίσιο της δυναμικής της εξέλιξης με ευρύτερες επιπτώσεις στην νέα γενιά, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται η κοινωνική ενσωμάτωση των νέων και η κοινωνική συνοχή. Μεγάλη ανησυχία στους πολίτες προκαλεί το παραγόμενο από τις ισχύουσες κοινωνικές συνθήκες φαινόμενο της νεανικής βίας και γενικότερα παραβατικών δραστηριοτήτων.
Το πρώτο 8μηνο του 2024, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, καταγράφηκαν 48% περισσότερα περιστατικά βίας ανηλίκων σε σύγκριση με το αντίστοιχο 8μηνο του 2023 και 100% αύξηση την τελευταία 3ετία. Κάθε ημέρα συμβαίνουν 20 παράνομες ενέργειες ανηλίκων. Κάθε 24 ώρες καταγράφονται 1 – 2 βίαιες επιθέσεις από τις λεγόμενες «άγουρες συμμορίες».
Σύμφωνα με στατιστικά δεδομένα το πρώτο 8μηνο του 2023 είχαν σημειωθεί 4.875 υποθέσεις με αδικήματα ανηλίκων και είχαν συλληφθεί 6.157 δράστες. Την αντίστοιχη περίοδο το 2024 καταγράφηκαν 7.180 υποθέσεις παραβατικών δραστηριοτήτων ανηλίκων και έγιναν 8.978 συλλήψεις νέων μέχρι 18 ετών.
Στην Αθήνα εκτός από τις περιοχές με τους περισσότερους συλληφθέντες (Άγιος Παντελεήμων, Δάφνη, Υμηττός, Κυψέλη και Κολωνός) περιστατικά εγκληματικότητας ανηλίκων καταγράφονται σε Άλιμο, Ηλιούπολη, Αχαρνές, Φυλή, Πετρούπολη, Περιστέρι, Μαρούσι, Κηφισιά, Νέα Ιωνία, Κέντρο του Πειραιά, Καμίνια και Νίκαια.
Το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα όμως, που καταγράφεται, είναι η μη αναζήτηση των αιτίων αυτού του φαινομένου στις κοινωνικές συνθήκες και στην διαχείριση του στα διάφορα κοινωνικά συστήματα (π.χ. οικονομικό, εκπαιδευτικό κ.λ.π.) αλλά η χρέωση του στην οικογενειακή λειτουργία και την συμβολή της στην κοινωνική ενσωμάτωση των νέων.
Οι αποκλίνουσες και παραβατικές συμπεριφορές της νέας γενιάς σχετίζονται με την πορεία της κοινωνίας και τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά, όπως είναι η μη παραγωγή συνεκτικών αξιών στις τοπικές κοινωνίες, που οικοδομεί η συμβίωση των ανθρώπων (π.χ. ενσυναίσθηση) και η υποκατάσταση τους από την οπτική της κοινωνίας του θεάματος (ως μέσου πρόσδωσης νοήματος στην ζωή) και πρότυπα, που προωθούν τον καταναλωτισμό και τον υλικό ευδαιμονισμό. Γενεσιουργά αίτια της νεανικής βίας είναι επίσης οι συνεχώς διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες σε συνδυασμό με την ανασφάλεια, που παράγεται, για το μέλλον.
Το πρόβλημα είναι πολυδιάστατο και δρομολογείται από τις κοινωνικές συνθήκες. Δεν είναι αποτελεσματικά διαχειρίσιμο με την χρέωση του στην οικογενειακή λειτουργία, η οποία στην σύγχρονη πραγματικότητα έχει συρρικνωθεί λόγω της έλλειψης επαρκούς χρόνου.
Παράλληλα η πολιτισμική πορεία της κοινωνίας έχει ανακοπεί και δεν διαπερνάται από δυναμική μετεξέλιξης, διότι στις σύγχρονες μαζοποιημένες κοινωνίες του θεάματος δεν παράγονται συνεκτικές αξίες, οι οποίες ανταποκρίνονται στις ανθρώπινες και στις κοινωνικές ανάγκες, αλλά έχουν υποκατασταθεί από πρότυπα με σημείο αναφοράς το συστημικό συμφέρον και τον μονοδιάστατο καταναλωτισμό.
Ενισχυτικά και προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και ο τρόπος αξιοποίησης της ψηφιακής τεχνολογίας σε πλανητικό επίπεδο στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, η οποία με τον τρόπο, που πραγματοποιείται, ισοπεδώνει τις πολιτισμικές ταυτότητες των κοινωνιών και δεν συμβάλλει στην διαπολιτισμική προσέγγιση και στην όσμωση τους. Ακόμη και ο διάλογος δεν αξιοποιείται ως επικοινωνιακό εργαλείο για την επίτευξη συγκλίσεων και συμβιβασμών με σημείο αναφοράς το ανθρώπινο συμφέρον. Αυτό βέβαια ενισχύει την νεανική βία, η οποία είναι ήδη σε ανοδική πορεία και αποδυναμώνει την κοινωνική συνοχή.
Η ανασφάλεια των νέων βέβαια σε σχέση με το μέλλον σχετίζεται και με άλλες ανισορροπίες, που έχει οικοδομήσει η ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της στην προοπτική του χρόνου, οι οποίες δυστυχώς δεν είναι λειτουργικά διαχειρίσιμες, διότι δεν αντιμετωπίζονται τα γενεσιουργά αίτια. Και αυτό δεν δρομολογεί θετικές σκέψεις και προσδοκίες για το μέλλον και την βίωση του από τους νέους και τις γενιές, που «έρχονται».
Για παράδειγμα ο συνδυασμός καύσωνα και ξηρασίας στην Μεσόγειο έχει συμβάλλει τα 3 τελευταία χρόνια σε συχνότερες πυρκαγιές σε δάση, που ήταν καταστροφικές. Από αυτό το φαινόμενο επλήγη και η Ελλάδα.
Παράλληλα με την άνοδο της θερμοκρασίας της επιφάνειας της θάλασσας τα 40 τελευταία χρόνια παράγονται υδρατμοί, που συγκρατούνται στην ατμόσφαιρα λόγω της αυξανόμενης θερμοκρασίας του αέρα, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η ξηρασία αλλά ταυτοχρόνως και η πιθανότητα καταιγίδων και πλημμυρών. Περισσότερο πλήττονται περιοχές, στις οποίες δεν υπάρχει αντιπλημμυρικός σχεδιασμός και ανάλογες υποδομές.
Εάν δεν αντιμετωπισθούν άμεσα τα αίτια πρόκλησης της κλιματικής αλλαγής, τότε η απλή διαχείριση των επιπτώσεων της δεν θα οδηγήσει σε βιώσιμες συνθήκες. Μέχρι τώρα τα γενεσιουργά αίτια δεν αντιμετωπίζονται. Εάν συνεχισθεί αυτή η οπτική τόσο από το πολιτικό σύστημα όσο και γενικότερα από τις κοινωνίες, η αυτοκαταστροφική πορεία δεν θα είναι αναστρέψιμη. Οι νέοι και οι γενιές, που έρχονται, θα πληρώσουν πολύ βαρύ τίμημα.
Είναι εμφανές, ότι η δυναμική της εξέλιξης δεν δρομολογεί θετικές και αισιόδοξες σκέψεις σε σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες στην προοπτική του χρόνου. Δυστυχώς τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και γενικότερα οι διάφοροι κοινωνικοί τομείς δραστηριοποίησης δεν λειτουργούν με μακροπρόθεσμη οπτική και ανάλογο σχεδιασμό της εξέλιξης, ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Copernicus, σύμφωνα με το οποίο η άνοδος της θερμοκρασίας σε παγκόσμιο επίπεδο το 2024 κυμάνθηκε στους 1,6 βαθμούς Κελσίου σε σύγκριση με την προβιομηχανική εποχή. Ήδη το όριο των 1,5 βαθμών Κελσίου, το οποίο ετέθη στην Συμφωνία για την Προστασία του Κλίματος, που υπέγραψε η παγκόσμια κοινότητα στο Παρίσι το 2016, ξεπεράσθηκε. Ακόμη πιο λυπηρό είναι, ότι δεν διαφαίνεται επιδίωξη αλλαγής οπτικής από το πολιτικό σύστημα ή ενεργοποίηση της κοινωνίας σε λειτουργικό χρόνο.
Οι επιπτώσεις όμως στην νέα γενιά θα είναι πολύ αρνητικές. Εάν και όταν συνειδητοποιηθούν από τους νέους, θα δρομολογηθούν κοινωνικές αναταράξεις. Η οπτική του υλικού ευδαιμονισμού στα όρια του βιολογικού χρόνου, που επικρατεί τώρα, υποσκάπτει την ανθρώπινη και την κοινωνική προοπτική. Για αυτό επείγει η ανάληψη της ευθύνης από την κοινωνία πολιτών για την πολιτική ενεργοποίηση των νέων και την ανάπτυξη διαλόγου στις τοπικές κοινωνίες.
Βέβαια δεν είναι εύκολος στόχος, διότι η οπτική της κοινωνίας του θεάματος σε συνδυασμό με την εικονική βίωση της καθημερινότητας στο πλαίσιο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και την αποχή από την πολιτική λειτουργία διαπερνά κυρίως τους νέους.