Δρόμοι ζωής και πολιτικής του Κ. Σημίτη

Πάσχος Μανδραβέλης 17 Νοε 2015

Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης προστάτευσε όσο κανείς άλλος την προσωπική του ζωή, κάτι που τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης σεβάστηκαν διαχρονικά. Ακόμη και η προ της πρωθυπουργίας πολιτική του ιστορία είναι εν πολλοίς άγνωστη στο ελληνικό κοινό. Μόνο οι παλιότεροι και οι μυημένοι ξέρουν από ακριτομυθίες, τις διώξεις της οικογένειάς του από το μετεμφυλιακό κράτος, την αντιστασιακή του δράση κατά τη διάρκεια της χούντας –«Ο βομβιστής που έγινε πρωθυπουργός»– τη συμμετοχή του στη «Δημοκρατική Αμυνα» και στο ΠΑΚ. Αλλά ακόμη και σ’ αυτούς μπορεί να διαφεύγει το γεγονός πως όταν πήρε ως υπουργός τον φάκελό του στην Ασφάλεια, διαπίστωσε ότι τον παρακολουθούσαν ως ύποπτο για συμμετοχή στην τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη»!

Το τελευταίο του βιβλίο «Δρόμοι ζωής» αποκαλύπτει πολλά για την προσωπική διαδρομή ενός ανθρώπου που άλλαξε τη χώρα, αλλά υποτιμήθηκε σαν «λογιστής της πολιτικής». Κυρίως δείχνει τη διαρκή αγωνία για τον σοσιαλιστικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, όχι με κραυγές, υπερβολές και ανεδαφικά οράματα, αλλά με πρόγραμμα και προετοιμασία. Και σ’ αυτό είναι αφιερωμένο ένα μεγάλο μέρος του 650 σελίδων βιβλίου του, για τις βαθιές παθογένειες και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα.

Ο κ. Σημίτης κατάγεται από Αριστερή αστική οικογένεια· όχι της χαχαμπούχα Αριστεράς, αλλά της έλλογης, εκείνης που νοιαζόταν περισσότερο για την αλλαγή της κοινωνίας παρά για την επίδειξη κενής αριστεροσύνης. Ο παππούς του Σπύρος Σημίτης υπήρξε εξέχων δικηγόρος Πειραιά και ο πατέρας του πάλεψε από τις τάξεις του ΕΑΜ για την απελευθέρωση της χώρας από τον ναζιστικό ζυγό. Ως βαθιά δημοκράτης ο πατέρας του Γιώργος Σημίτης, αν και διαφώνησε νωρίς με τη μετεξέλιξη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος σε όργανο του ΚΚΕ για την επιβολή του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού, δεν γλίτωσε τις διώξεις από το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό κράτος. Γράφει ο κ. Σημίτης: «Σε έγγραφο της Γενικής Ασφάλειας, με ημερομηνία 27.10.1948, η αναφορά στα φρονήματα του πατέρα μου συμπληρώνεται με τη φράση: “Η σύζυγος αυτού Φανή ακολουθεί και αυτή τας κομμουνιστικάς αρχάς του συζύγου της, ως επίσης τα δύο τέκνα του Σπυρίδων και Κωνσταντίνος, άτινα κατά την κατοχήν και το κίνημα ήσαν μέλη της ΕΠΟΝ. Σήμερον άπαντες εμμένουν εις τας αρχάς αυτής, πλην όμως δεν εκδηλούνται”». Να σημειωθεί πως το 1948 ο κ. Σημίτης ήταν 12 ετών. Ο πατέρας του όμως που παρανόμως απολύθηκε το 1946 από την Ανωτάτη Εμπορική (νυν Οικονομικό Πανεπιστήμιο) ουδέποτε ξαναγύρισε στην έδρα του.

Ακολούθησαν τα «πέτρινα χρόνια», όχι μόνο από πολιτική αλλά και από εκπαιδευτική άποψη για τον νεαρό Κώστα Σημίτη («Η εικόνα της Ελλάδας και του πολιτισμού της, που αποκόμισα από το σχολείο, ήταν μια εικόνα αρχαιολατρίας, εθνικισμού, θρησκοληψίας και φόβου απέναντι στο ξένο, το διαφορετικό, το καινούργιο.
Ανελευθερίες

Τα ενδιαφέροντα τα έβρισκες εκτός σχολείου. Το σχολείο υπήρχε για να επιβεβαιώνει την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, με τις ανελευθερίες και τις μονομέρειές της»), οι σπουδές στη Γερμανία και το Λονδίνο, τα ταξίδια στη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη, η καθολική θεώρηση του νέου κόσμου που ανέτειλε: «Είδα τη δυναμική για τη διαμόρφωση παγκόσμιων συστημάτων που θα προσδιόριζαν όλο και περισσότερο την τύχη των μικρότερων κρατών. Αυτό δεν αφορούσε μόνο την εξωτερική πολιτική, αλλά προπαντός την οικονομία και τον τρόπο ζωής, τις καταναλωτικές συνήθειες, τον πολιτισμό, τις αντιλήψεις μας. Ημουν, χωρίς πολλές αναλύσεις, πεπεισμένος ότι η ελληνική εσωστρέφεια, η κομμουνιστοφοβία, ο μικρόκοσμος της ελληνικής πελατειακής πολιτικής αποτελούν βαρίδια για τη χώρα, την εμποδίζουν να προσαρμοστεί, να αποκτήσει δύναμη, να αντεπεξέλθει στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν… ήταν φανερό ότι ανάπτυξη δεν είναι μόνο τα εργοστάσια, οι τράπεζες, οι υποδομές, αλλά και πολλά άλλα, όπως οι θεσμοί που λειτουργούν, η κοινωνία που συμμετέχει και κρίνει, οι κοινωνικές οργανώσεις που δεν αντιδρούν μόνο συντεχνιακά, τα συστήματα κοινωνικής αλληλεγγύης, όπως το πρωτοποριακό Εθνικό Σύστημα Υγείας, και η εγρήγορση των πολιτών για τη σωστή λειτουργία της Πολιτείας. Το σημαντικότερο για την ελληνική πολιτική ζωή θέμα, η λειτουργία της δημοκρατίας, είχε λυθεί πριν από έναν σχεδόν αιώνα στη Μεγάλη Βρετανία. Η Ελλάδα βρισκόταν σε υστέρηση». Σε πολλά μέρη του βιβλίου του ο κ. Σημίτης αναγνωρίζει ως παθογένεια, ότι πολιτικές, συνδικαλιστικές, ακόμη και ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι δεν έχουν ζήσει στο εξωτερικό, δεν ξέρουν πού πάει ο κόσμος, και γι’ αυτό η χώρα κλείνεται πολλάκις σε έναν επαρχιώτικο αμυντικό εθνικισμό.

Το πιο τρυφερό σημείο του βιβλίο είναι η εξιστόρηση της γνωριμίας του το 1961 με τη σύζυγό του Δάφνη (στην οποία αφιερώνει το βιβλίο), ένα κορίτσι που «δεν είχε το προσποιητό ύφος με το οποίο κάλυπταν την ανασφάλειά τους οι κοπέλες εκείνης της εποχής. Ηταν φυσική, χαμογελαστή και, βέβαια, πολύ όμορφη, με λεπτά χαρακτηριστικά». Αλλά δεν πρέπει να περιμένουν οι μέλλοντες αναγνώστες πολλά για την προσωπική ζωή του πρώην πρωθυπουργού. Το βιβλίο είναι βαθιά πολιτικό, ακόμη και όταν εξιστορεί προσωπικές στιγμές «οι γονείς της Δάφνης, Νίκος Αρκάδιος και Μαρία Αρκαδίου, ήταν πολιτικά συντηρητικοί, αλλά με κοινωνική ευαισθησία και φιλελεύθερες απόψεις. Δεν σχολίασαν ποτέ τις πολιτικές μου πεποιθήσεις, και με στήριξαν σταθερά τη δύσκολη περίοδο μετά το 1967». Αφορά κυρίως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας χώρας που φάνηκαν ακόμη και στην αντίσταση κατά της χούντας: «Την επομένη (του πραξικοπήματος) περπάτησα προς την Ομόνοια για να δω αν υπήρχαν συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας.

Απόλυτη ησυχία… Ο λόγος ήταν απλός. Το παρελθόν της καταπίεσης, των αυθαιρεσιών της εξουσίας και των διακρίσεων ήταν ακόμη ζωντανό στη μνήμη όλων, και ενέπνεε φόβο. Αλλά και το κίνημα για περισσότερη δημοκρατία ήταν αμυντικό, δεν είχε εμπνεύσει την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να επιβληθεί. Ο πολιτικός κόσμος ήταν χωρίς πνοή, χωρίς αντίληψη για το τι χρειαζόταν η χώρα».

Η ταραχώδης σχέση με το ΠΑΣΟΚ

Η σχέση του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου του ΠΑΣΟΚ με το κόμμα του υπήρξε ταραχώδης. Ο κομματικός μηχανισμός ποτέ δεν τον «θεώρησε δικό του» και ο ίδιος αποδίδει στο περιβάλλον του Ανδρέα τις όποιες τριβές με τον ιδρυτή του, με τον οποίο όπως γράφει τον συνέδεαν αισθήματα φιλίας και βαθιάς εκτίμησης. Ο ίδιος αναγκάστηκε να παραιτηθεί τρεις φορές από τα όργανα του Κινήματος και την κυβέρνηση· παρά το γεγονός ότι στις εσωκομματικές ψηφοφορίες ήταν πάντα στις πρώτες θέσεις εκλογής. Την πρώτη φορά ήταν λόγω ενός φυλλαδίου που έλεγε «Ναι στην Ευρώπη των λαών», τη δεύτερη φορά όταν ανατράπηκε ξαφνικά το πρόγραμμα σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας (1985-1987) και την τρίτη φορά όταν προχωρούσε την αποκρατικοποίηση των ναυπηγείων Σκαραμαγκά.

Παρά την κριτική που κάνει στις σκοτεινές πτυχές του Κινήματος και της διακυβέρνησής του, ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου του αφιερώνεται στην υπεράσπιση του έργου του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο στα δικά του χρόνια της πρωθυπουργίας αλλά συνολικά. «Το επίτευγμα του ΠΑΣΟΚ ήταν η δημιουργία ενός ισχυρού και βιώσιμου νέου κόμματος στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Για πρώτη φορά μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η συντηρητική παράταξη έχασε τον έλεγχο της κυβερνητικής εξουσίας για μία οκταετία… Το ΠΑΣΟΚ έδωσε φωνή στους πολίτες με τα χαμηλότερα εισοδήματα. Προώθησε αποτελεσματικά τα αιτήματά τους. Μέχρι την ανάδειξή του, οι εργαζόμενοι –υπάλληλοι, αγρότες, μικροεπαγγελματίες– δεν είχαν πολιτική εκπροσώπηση. Η Ενωση Κέντρου παρέμενε κόμμα προυχόντων και η Αριστερά ήταν πάντα υπό διωγμό… Το επίτευγμα αυτό δεν ήταν αυτονόητο· ήταν ένα πραγματικό κατόρθωμα. Στο παρελθόν, υπήρχαν διάφορα κόμματα στον “αντιδεξιό” ή τον “κεντρώο” χώρο, χωρίς όμως συνοχή, χωρίς προοπτική άσκησης της εξουσίας σε μονιμότερη βάση. Δεν επιβίωσαν. Ακόμη και η Ενωση Κέντρου, το ισχυρότερο ανάμεσά τους, ναυάγησε χωρίς να συμπληρώσει ούτε καν δύο χρόνια διακυβέρνησης. Λόγω αυτής της αδυναμίας, το κράτος της Δεξιάς ήταν καθεστώς, κυρίαρχο τα τριάντα μεταπολεμικά χρόνια, ταυτισμένο στη συνείδηση του πολίτη με την ίδια την έννοια του κράτους. Χρειαζόταν μια ισχυρή προσωπικότητα, όπως ο Ανδρέας, και ένα ικανό επιτελείο στελεχών για να ανατρέψουν την κατάσταση».

Αλλά και η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πρόσφερε πολλά στον τόπο, πράγματα που σήμερα είναι αυτονόητα και γι’ αυτό περνούν απαρατήρητα. «Το ΠΑΣΟΚ συνέβαλε αποφασιστικά στην ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Ανέτρεψε τις δομές και τις πρακτικές της μετεμφυλιακής Ελλάδας, που εδραίωναν την περιθωριοποίηση της Αριστεράς και τον έλεγχο της πολιτικής και της συνδικαλιστικής δραστηριότητας. Η κυβέρνηση Καραμανλή νομιμοποίησε το ΚΚΕ, αλλά διατήρησε συνειδητά πολλές από τις δικλίδες ασφαλείας που εμπόδιζαν τους αντιπάλους της να συμμετέχουν στην άσκηση της εξουσίας. Με το ΠΑΣΟΚ, για πρώτη φορά από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, λειτούργησαν οι συνταγματικές ελευθερίες για όλους τους πολίτες, χωρίς διακρίσεις. Εγινε δυνατή η έκφραση όλων των απόψεων, η ελεύθερη άσκηση κριτικής, η ελεύθερη δραστηριότητα αντιπροσωπευτικών συνδικάτων, η εναλλαγή στην εξουσία. Η ισονομία θεωρήθηκε μη αμφισβητήσιμο κεκτημένο, και η παραβίασή της προκαλεί πλέον διαμαρτυρίες και καταδικάζεται. Σημαντική ήταν η συμβολή του ΠΑΣΟΚ και στην προώθηση του αιτήματος για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και αναδιανομή του εισοδήματος. Σύμφωνα με τα σοσιαλδημοκρατικά πρότυπα, η κοινωνική ασφάλιση, η παροχή υπηρεσιών υγείας, η φροντίδα για τους ηλικιωμένους έπαψαν να είναι παροχές μιας μεγαλόψυχης κυβέρνησης και απέκτησαν τον χαρακτήρα καθολικών κοινωνικών δικαιωμάτων.

Το βιβλίο είναι μεγάλο· 650 σελίδες πυκνής ελληνικής ιστορίας. Αξίζει όμως να διαβαστεί. Την Τετάρτη (18.11.2015) κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία.