Τις προάλλες, ο υπουργός Πολιτισμού κ. Αριστείδης Μπαλτάς ανέλυε, από βήματος Βουλής, τη σύμβαση για το Ελληνικό ως ένα τακτικό συμβιβασμό —μια «ήττα», όπως τη χαρακτήρισε— στο μακρύ «δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό». Ο λόγος του διατηρούσε όλο το παλαιό ρητορικό φορτίο των κομματικών συνεδριάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, πασπαλισμένο με θεωρητικές αναφορές στον Μαρξ και στον Φρόιντ για να καλυφθούν οι κυβερνητικές αντιφάσεις. Κανείς, ωστόσο, δεν κατάλαβε ακριβώς γιατί και πώς συνδέεται ένα μνημονιακό προαπαιτούμενο με τον σοσιαλισμό. Και σίγουρα κανείς δεν κατάλαβε γιατί έπρεπε να μπλέξει ο μακαρίτης ο Πουλαντζάς με τα αδιέξοδα του ΣΥΡΙΖΑ.Το κλίμα της κοινοβουλευτικής συζήτησης πάντως έγινε ακόμη πιο φαιδρό με τις πάντα γλαφυρές πινελιές του κ. Φλαμπουράρη, που πρόσθεσε στο μακρύ δρόμο του σοσιαλισμού μερικά «μπιτσόμπαρα» με πολυθρόνες? αλλά πάντα με ανοιχτή πρόσβαση για τους πολίτες. Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε αυτές τις διαφορετικές εκδοχές στην περιγραφή του «δρόμου προς το σοσιαλισμό». Ο τελευταίος, άλλωστε, όταν δεν μοιάζει με βαρετή προφητεία (Μπαλτάς), μοιάζει, ολοένα και περισσότερο, με παραλιακό κλαμπ (Φλαμπουράρης).
Στην πραγματικότητα, αυτό που έχουν καταλάβει πολλοί πολίτες, ιδίως την τελευταία εβδομάδα, είναι πως ο δρόμος για τον σοσιαλισμό περνάει, κατ’ αρχάς, μέσα από τον δρόμο για τον εισαγγελέα. Η Κομισιόν μιλάει σαφώς για «παραβίαση του ευρωπαϊκού κοινοτικού Δικαίου» σε σχέση με το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, το «πόθεν έσχες» ενός «προσωρινού υπερθεματιστή» οδηγεί κατευθείαν στην Ευελπίδων, και η κατάσταση του (παρα)τραπεζικού συστήματος της Attica Bank προμηνύει εξεταστικές επιτροπές, με πιθανές δικαστικές εμπλοκές, που ίσως αγγίζουν επιχειρηματίες, τραπεζίτες αλλά και πολιτικά πρόσωπα. Σε όλα αυτά, πρέπει να προσθέσουμε τις παλιές και νέες παθογένειες: οι τράπεζες πέρυσι οδηγήθηκαν σε ένα ιδιότυπο «χαρακίρι», οι υπερδανεισμένες επιχειρήσεις οδηγούνται πλέον σε χαοτική χρεοκοπία, και οι δημόσιοι οργανισμοί τίθενται σε ισχυρή εποπτεία, μέσα από τα νέα «προγράμματα εξυγίανσης». Είναι πράγματι η πρώτη φορά, που μια κυβέρνηση δεν παραβιάζει απλώς τις διακηρυγμένες αρχές της αλλά ανταλλάσει την πολιτική της επικράτηση με μια ιδιάζουσα «εκχώρηση εξουσίας».
Ο αμυντικός αντίλογος διεκδικεί και αυτός το μερίδιο του: «Μα και οι άλλοι τα ίδια δεν κάνανε τόσα χρόνια;» Αν ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίσει να υιοθετεί αυτόν τον ανόητο συμψηφισμό, θα έχει ο ίδιος σκαλίσει τα γράμματα στην ταφόπλακά του. Άλλωστε, τώρα, δίπλα σε αυτούς που ήθελαν, πριν ένα χρόνο, να «ξεμπερδεύουν με το παλιό», κυκλοφορούν τα ζόμπι του νεοναζισμού, οι κεντρώοι «λεβέντηδες» της κάθαρσης, και οι πάντα «ηθικά ακέραιοι» πρώην συναγωνιστές και σύντροφοι, που τραβάνε κουπί στην «Πλεύση Ελευθερίας». Απέναντι σε αυτή την άνευρη κομματική αναδίπλωση, ο «παλαιός» κ. Κουρουμπλής έσπευσε να θέσει το δίλημμα στη γνωστή και δοκιμασμένη ιδεολογική βάση: «ή με τη δεξιά, ή από ‘δω».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, ενόψει της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης, η καταρρέουσα κυβέρνηση δεν θα έχει κανένα άλλο χαρτί να παίξει από την αντι-δεξιά συσπείρωση: «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά». Το «από ‘δω», ωστόσο, θα είναι πλέον ένας κενός ιδεολογικός χώρος, που δεν θα έχει κάποιο ιδιαίτερο περιεχόμενο. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτοί που κυβερνούν θα είναι μόνο ψεύτες. Στη χειρότερη περίπτωση, θα είναι και ψεύτες και κλέφτες. Νονοί, κουμπάροι και βοσκοί του μαύρου χρήματος, όλοι μαζί, έχουν ανακατευτεί, άλλωστε, σε ένα παιχνίδι εξουσίας, που έχει μετατρέψει το περίφημο ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς σε ανήθικο μειονέκτημα του πιο διεφθαρμένου παλαιοκομματισμού.
Ο προοδευτικός χώρος σήμερα ζει σε μια ιδιότυπη αδράνεια. Είναι σαφώς απογοητευμένος από τον ΣΥΡΙΖΑ και διστάζει να επαναπατριστεί στα γνώριμα εδάφη της «ιστορικής Κεντροαριστεράς», που κάποτε εξέφρασε το κραταιό ΠΑΣΟΚ. Παρ’ όλα αυτά, η συνάντηση όλων εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που μπορούν σήμερα να ανταποκριθούν στο αίτημα μιας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί πλέον να περιμένει τις «συναντήσεις κορυφής», τις «επιτροπές διαλόγου» και τα «νέα αφηγήματα». Σε τελευταία ανάλυση, η συλλογική δράση παράγει και νέα πολιτικά υποκείμενα. «Υπάρχει εισαγγελέας σε αυτό τον τόπο;» ρωτούσε η εύστοχη διατύπωση του ΠΑΣΟΚ, με αφορμή την οσμή σκανδάλων, που αναδύονται με ευθύνη της «πρώτη φορά» Αριστεράς. Σύμφωνοι? αλλά επειδή κανείς εισαγγελέας δεν θα φτιάξει την Κεντροαριστερά, καλό είναι να αναζητήσουμε εκείνη την πολιτική πρόταση και έκφραση, που δεν θα αφήνει περιθώριο στους πολίτες να ακολουθήσουν τους «παλιούς δρόμους» του κ. Μπαλτά και του κ. Φλαμπουράρη. Η Κεντροαριστερά δεν έχει πια ανάγκη από παραπολιτικά σχόλια στις εφημερίδες αλλά από ένα νέο συμβόλαιο εμπιστοσύνης με την κοινωνία. Οι επόμενοι μήνες θα κρίνουν αν το μέλλον της χώρας εξαρτάται και από το μέλλον του χώρου. Σε κάθε περίπτωση, ο νέος πρωταγωνιστής θα κερδίσει πολύ περισσότερα από αυτά που έχει ήδη χάσει.