Ο μεταπολιτευτικός λαϊκισμός, με κορυφαίο τον εμβληματικό πρωτοπασοκικό λαϊκισμό, δεν συνάντησε εξαρχής τον στιγματισμό και την καταγγελία, όπως σήμερα πολλοί θέλουν να εμφανίζουν. Με λίγες εξαιρέσεις – διανοούμενοι όπως ο Αγγελος Ελεφάντης και προσωπικότητες όπως ο Μάνος Χατζιδάκις – οι περισσότεροι, ακόμα και οι πολιτικά αντίθετοι, υπέκυπταν στη σαγήνη του εκμαυλιστή των μπαλκονιών. Σταδιακά, όμως, καθώς ο πελατειακός λαϊκισμός οξείδωνε κάθε όψη της δημόσιας σφαίρας (δημοσιογραφία, Δημόσια Διοίκηση, συνδικαλισμός, ανώτατη εκπαίδευση έπεσαν σαν ώριμα φρούτα), η καταγγελία του άρχισε να τέμνει οριζόντια το πολιτικό τόξο ως τολμηρή προοδευτική στάση.
Ολα αυτά όμως είναι πλέον παλιά και αυτονόητα. Δεν έχει νόημα να μιλάμε σήμερα για τον λαϊκισμό με τους όρους του χτες. Μια παράμετρος έχει μεταβάλει ριζικά τα πράγματα. Αναφέρομαι στην εκτεταμένη χρήση του «αντιλαϊκισμού» ως δραστικού εργαλείου εξοβελισμού από τη δημόσια σφαίρα όχι πια του λαϊκισμού αλλά του λαϊκού. Μέρος του κυρίαρχου πολιτικού και δημοσιογραφικού λόγου επιχειρεί συντεταγμένα να εκτοπίσει τους «μολυσμένους από τον ιό του λαϊκισμού» σε ένα νέο no man’s land. Αυτή η εκδοχή του «αντιλαϊκισμού» αποδίδει την κρίση μονοσήμαντα στο κομματικό – πελατειακό σύστημα, χωρίς αντίστοιχη αναφορά στην υπερβολική συσσώρευση πλούτου από λίγες κοινωνικές ομάδες. Η κρίση απογυμνώνεται από κάθε ταξικό γνώρισμα, γίνεται ένα πικάντικο καπρίτσιο: διορισμοί, προνόμια, ψέματα και υπουργικά σκανδαλάκια. Οι δημόσιοι φορείς παροχής υπηρεσιών καταδεικνύονται μόνο ως εστίες αναποτελεσματικότητας ή σπατάλης, ποτέ ως αναγκαίες δομές. Πρόσφατο παράδειγμα η κλοπή στο Μουσείο της Ολυμπίας που παρουσιάστηκε περίπου σαν μια ηθικού τύπου εκτροπή. Κάποιοι είπαν ότι είμαστε ανάξιοι της κληρονομιάς μας, η κ. Μπακογιάννη (προφανώς προερχόμενη από παρθενογένεση) μίλησε για το «διαλυμένο κράτος», εννοώντας μάλλον τον φύλακα που άργησε να αναλάβει υπηρεσία. Ο «αντιλαϊκισμός» της κάνει κεφαλοκλείδωμα στη λογική: οι αρχαιοφύλακες είναι διαλυμένο κράτος όταν το μουσείο ληστεύεται και γίνονται αδίστακτη συντεχνία όταν κινητοποιούνται για τις ελλείψεις προσωπικού. Αντίστοιχα αντιμετωπίζονται η εγκληματικότητα, η τυφλή κουκουλοφόρος βία και συνεκδοχικά η απουσία αισθήματος στοιχειώδους ασφάλειας: χονδροειδώς αποσυμπλέκονται από το κοινωνικό τους πλαίσιο, παρουσιάζονται σαν ένα ζήτημα αστυνομικής (αν)ετοιμότητας. Ετσι οικοδομείται μια παράλληλη επικοινωνιακή πραγματικότητα με γενικεύσεις, υπεραπλουστεύσεις και συλλήβδην απαξιώσεις.
Οσο ο παραδοσιακός λαϊκισμός βασίζεται στην κολακεία της μάζας και την απαξίωση των ελίτ, τόσο ο νέος «αντιλαϊκισμός» βασίζεται στην ενοχοποίηση των πολλών και στην απαξίωση των συλλογικών τους αναφορών. Να γιατί εστιάζει στο άτομο και «ζορίζεται» με τις ομάδες. Στέκεται φιλάνθρωπα απέναντι στα δράματα που η ύφεση γεννάει, αρκεί αυτά να παραμένουν στο επίπεδο της ατομικής ή οικογενειακής τραγωδίας. Δείχνει κατανόηση όταν τα άτομα λυγίζουν κάτω από το βάρος της κρίσης και των συνταγών αντιμετώπισής της. Μόλις όμως προβληθεί ομαδική αντίδραση απέναντι στα δράματα, υπαρκτά ή επαπειλούμενα, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Οταν οι μονάδες στραφούν στη συλλογική διεκδίκηση, τότε καταγγέλλονται για συντεχνιακή λογική και μεταμορφώνονται από θύματα της κρίσης σε αυτουργούς της. Είναι η στιγμή που ο «αντιλαϊκισμός» υψώνει τη ρομφαία: στηλιτεύει τις συλλογικές άμυνες, κατακεραυνώνει τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις.
Στον αστερισμό αυτού του «αντιλαϊκισμού» (για να παραφράσουμε τον Ελεφάντη) κινούνται και οι φορείς ενός ιδιότυπου πολιτικού ελιτισμού που λένε: το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να αντιμετωπίσει την κρίση που δημιούργησε, τα κόμματα προτάσσουν το κομματικό συμφέρον και υποκύπτουν στις συντεχνίες, άρα χρειάζονται λύσεις που υπερβαίνουν το παρόν πολιτικό σύστημα. Δεν αντιλαμβάνονται όμως οι θιασώτες του νέου τεχνοκρατικού μεσσιανισμού ότι έτσι φτάνουν σε ένα παράδοξο: ο αντιλαϊκιστικός τους λόγος, κήρυκας μιας «αριστοκρατικής» διακυβέρνησης από εκλεκτούς και ειδικούς, συναντά τον ισοπεδωτικό αντικοινοβουλευτικό λαϊκισμό του πεζοδρομίου. Αυτόν ακριβώς που υποτίθεται ότι πολεμάνε.
Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι οφείλει κανείς να υποστείλει τη σημαία κατά του λαϊκισμού, ιδίως σε καιρούς που ακόμα περισσότερο τα αυτιά γυρεύουν λόγια γλυκά. Εχουμε άλλωστε συχνά από τούτες τις γραμμές καυτηριάσει τον δομικό λαϊκισμό της μεταπολίτευσης. Εχουμε και μια ιδιαίτερη κατανόηση για τους συνεπείς φιλελεύθερους διανοούμενους. Μπορεί να τους συγχωρεθεί ακόμα και μια μονοσήμαντη καταδίκη του λαϊκισμού που ίσως φανερώνει ελλιπή επαφή με την αιμάσσουσα κοινωνική πραγματικότητα. Ο καθένας όμως οφείλει στις πονηρές μέρες που διανύουμε να έχει επίγνωση πόσο ιοβόλες μπορούν να γίνουν οι λέξεις ή η παράλειψή τους. Κυρίως οφείλει να αντιλαμβάνεται πότε ο υπεραπλουστευτικός «αντιλαϊκισμός» γίνεται ο νέος λαϊκισμός στην Ελλάδα της κρίσης.
Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.