Το 2022 είναι μια χρονιά ιδιαιτέρως περίεργη και αρκούντως προβλέψιμη καθώς σε αυτήν σωρεύονται κατά πρώτον, οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης με την προσφορά ανέτοιμη να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της υπερβάλλουσας ζήτησης εξαιτίας υψηλού μεταφορικού κόστους, της μειωμένης παραγωγής πρώτων υλών και έλλειψης εργατικών χεριών κυρίως από το χώρο της Ασίας και κατά δεύτερον, οι συνέπειες του ενεργειακού κόστους με αύξηση του φυσικού αερίου σε ετήσια βάση 155% σε σύγκριση με το 2021 και του ηλεκτρικού ρεύματος αντίστοιχα 56,7%. Εάν στην πρώτη περίπτωση τυχόν αύξηση των επιτοκίων θα « συμμάζευε » πιθανόν το πληθωρισμό στη δεύτερη όμως λόγω της ανελαστικότητας της ενέργειας θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τιθασευτεί τυχόν πληθωριστικές πιέσεις. Οι ανατιμήσεις στην ενέργεια και τα καύσιμα επηρέασαν με τη σειρά τους και επέφεραν αυξήσεις που κυμάνθηκαν μεταξύ 5%- 15% σε σειρά ανελαστικών αγαθών και υπηρεσιών που συνιστούν βασικά είδη διαβίωσης στο « καλάθι » της νοικοκυράς όπως πατάτες, ζυμαρικά, λαχανικά, φρούτα, ελαιόλαδο κα.
Σε κυλιόμενη έρευνά του στις 10/04/2022 το Ινστιτούτο έρευνας λιανεμπορίου καταναλωτικών αγαθών (ΙΕΛΚΑ) εκτιμά ότι το καταναλωτικό κοινό « κυριεύεται » σε ποσοστό 30% από συναισθήματα θυμού και 26% φόβου για το πόλεμο στην Ουκρανία. Το 19% νοιώθει ανασφάλεια, το 13% ανησυχία και το 15% άγχος, πιστεύει δε σε ποσοστό 87% ότι οι ανατιμήσεις σε βασικά είδη θα συνεχιστούν λόγω του πολέμου. Ο πόλεμος από την άλλη λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής αρνητικών παραγόντων καθώς το μερίδιο των δύο εμπολέμων στις παγκόσμιες εξαγωγές καυσίμων και ενέργειας είναι εξαιρετικά μεγάλο. Η τελευταία Κυβερνητική παρέμβαση, με τις ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού, ήρθε να κατευνάσει τις ανησυχίες και μέσω του πακέτου μέτρων επιδότησης της ενέργειας με το νέο μηχανισμό τιμολόγησης (πλαφόν στη τιμή ρεύματος, αναστολή ρήτρας αναπροσαρμογής ) απορροφάται το 80% περίπου των αυξήσεων στην ηλεκτρική ενέργεια , μέτρο το οποίο θα ισχύσει αναδρομικά και θα απαλύνει τις επιβαρύνσεις τόσο των νοικοκυριών όσο και της επιχειρηματικότητας . Είναι γεγονός ότι το υψηλό ενεργειακό κόστος και οι πληθωριστικές πιέσεις επηρέαζαν το κόστος διαβίωσης και επέφεραν βιαίως ανακατανομή του οικογενειακού προϋπολογισμού και του « καλαθιού » της νοικοκυράς, αφού ένα μεγάλο μέρος των δαπανών διοχετεύονταν αναγκαστικά στην πληρωμή λογαριασμών ενέργειας , μειώνοντας όμως δαπάνες πχ σε διατροφή, ένδυση κα.
Τα μέτρα που πάρθηκαν ,και τα οποία θα εξειδικευτούν στη συνέχεια, έρχονται να ανασχέσουν το αρνητικό κλίμα, να αποκαταστήσουν ως ένα βαθμό την ισορροπία στο ισοζύγιο προσφοράς – ζήτησης , να επαναφέρουν την τιμολογιακή πολιτική των επιχειρήσεων στα πρότερα ανταγωνιστικά επίπεδα τιμών, αποτρέποντας την προοπτική τυχόν μελλοντικών αυξήσεων καθώς πλέον έχουν εκλείψει σε μεγάλο βαθμό και οι λόγοι των ανατιμήσεων.
Όλα τα προηγούμενα θα επιφέρουν ορθολογικοποίηση και κανονικότητα στη λειτουργία της Ελληνικής αγοράς χάρη στην υπεύθυνη στάση Επιχειρήσεων -Καταναλωτών -Πολιτείας, σ’ένα διεθνές και ευρωπαΐκό περιβάλλον εξαιρετικά δύσκαμπτο και ζοφερό που « παράγει » ανησυχία και αβεβαιότητα .