Ήθελα να γράψω από την Τετάρτη το βράδυ που έγινε η βιβλιοπαρουσίαση στον Πειραιά αλλά μόλις τώρα βρήκα χρόνο. Ο λόγος για το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη «Δωσίλογοι» εκδόσεις Αλεξάνδρεια, που παρουσίασαν η Ελένη Κυραμαργιού, ο Νίκος Μπελαβίλας και ο Δημήτρης Χριστόπουλος.
Διαβάστε το είναι εξαιρετικό, μια εργασία ετών με στοιχεία που έρχονται στην επιφάνεια για πρώτη φορά και αποδεικνύουν αυτό που αρκετοί ξέραμε ή υποψιαζόμασταν. Ότι δεν ισχύει ο μύθος που για διαφορετικούς προφανώς λόγους καλλιέργησαν τόσο η ένοχη και εκδικητική μετεμφυλιακή δεξιά όσο και η δικαιωμένη μετά την μεταπολίτευση αντιστασιακή Αριστερά.
Ο μύθος ότι η συνεργασία με τον κατακτητή αφορούσε μια μικρή μειοψηφία, μια χούφτα ανθρώπους, ενώ το έθνος σύσσωμο αντιστάθηκε. Από την παρουσίαση των τριών και την εξαιρετικά σαφή άποψη του ιδίου του συγγραφέα όπως την κατέθεσε στην παρουσίαση και όπως προκύπτει από το βιβλίο η συνεργασία δεν ήταν μεν πλειοψηφική αλλά δεν αφορούσε μια μικρή μειοψηφία. Αφορούσε ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας από τα ανώτερα στρώματα μέχρι τους λούμπεν Γκοτζαμάνηδες που υπηρέτησαν στην Ειδική Ασφάλεια, την Χωροφυλακή, τους τσολιάδες και τα Τάγματα Ασφαλείας και έκαναν την τελική βρώμικη δουλειά: κατέδιδαν, βασάνιζαν, εκτελούσαν.
Είχε όμως προηγηθεί η συνεργασία της οικονομικής και στρατιωτικής ελίτ. Σκληρό αλλά δυστυχώς αληθινό. Οκτώ στρατηγοί, με πρωταγωνιστικό ρόλο στο Αλβανικό Έπος και αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί πήραν ενεργό μέρος στις κατοχικές κυβερνήσεις. Δεν ήταν μόνο ο Τσολάκογλου που και αυτόν τα τελευταία χρόνια γίνονται δειλές προσπάθειες αποκατάστασης του.
Δεν ήταν μόνο οι «Ράλληδες , ταγματαλήτες, Μπουρανταδες Γερμανοί» ήταν και μεγάλο μέρος της οικονομικής ελίτ που όχι μόνο συνέχισε να κάνει business as usual αλλά είδε την κατοχή ως ευκαιρία και την αξιοποίησε. Ο συγγραφέας τόνισε πως αν και εξοικειωμένος ως ιστορικός με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα της συνεργασίας με τους ναζί εξεπλάγη και ο ίδιος με την έκταση και κυρίως το μίσος και τη βία των Ελλήνων συνεργατών.
Όπως χαρακτηριστικά είπε «Δεν είναι το ίδιο να σκοτώνεις ένα άνθρωπο με σφαίρα και να τον βασανίζεις μέχρι θανάτου με τρόπους αδιανόητους, με σκληρότητα και σαδισμό χωρίς προηγούμενο».
Χωρίς να είναι στις προθέσεις του, μέσα από την ψυχρή καταγραφή στοιχείων, αριθμών, αρχείων και μαρτυριών στις ελάχιστες δίκες δωσιλόγων που έγιναν φαίνεται και η δύναμη του αντιστασιακού φαινομένου, που όφειλε να προστατεύσει τον εαυτό του. Με μια σφαίρα όπου μπορούσε να φτάσει το χέρι του , στο κουρείο που ξυριζόταν ο δωσίλογος για παράδειγμα. Η πλειονότητα των συνεργατών και των δοσίλογων την γλύτωσε . Ελάχιστοι τιμωρήθηκαν. Οι πολλοί επιβραβεύτηκαν.
Αναφέρθηκε ο συγγραφέας στην περίπτωση ενός δωσίλογου που δικάστηκε ερήμην γιατί την ίδια ώρα διοικούσε ένα στρατιωτικό τμήμα στην Μακρόνησο και είχε αλλά σοβαρότερα καθήκοντα στην υπηρεσία πάντα της πατρίδας.
Ο συγγραφέας στην προφορική του παρέμβαση αναφέρθηκε και στην προσφιλή σε κάποιους αναθεωρητές ιστορικούς και άλλους μεταμελημένους αριστερούς αναζήτηση για το πότε πράγματι άρχισε ο εμφύλιος. Ως γνωστόν το αναθεωρητικό αφήγημα είναι ότι άρχισε το 1943 με ισοδύναμη τουλάχιστον ευθύνη της κομμουνιστικής αντίστασης. Αν δεχθούμε αυτή την λογική , είπε ο Χαραλαμπίδης , πρέπει να πάμε ένα χρόνο πίσω το 1942. Τότε που δεν είχε γιγαντωθεί ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, όταν δεν υπήρχε « κομμουνιστικός κίνδυνος» και η συγκεκριμένη ελιτ συνεργάστηκε ασμένως με τον κατακτητή. Τότε έσπασε η εθνική ενότητα του αλβανικού έπους
Ενοποιητικό νήμα ήδη από τον μεσοπόλεμο για κατακτητές, συνεργάτες αλλά και αστούς πολιτικούς ήταν ο αντικομμουνισμός. Αυτός που δεν επέτρεψε στην κυβέρνηση Τσουδερού μαζί με τους βενιζελικούς αξιωματικούς του κινήματος του 1935 να αμνηστεύσει και απελευθερώσει τους κομμουνιστές κρατούμενους. Είναι η αποχωρούσα κυβέρνηση Τσουδερου που μέσω της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής παρέδωσε στους κατακτητές όλη την ηγεσία του ΚΚΕ. Μήπως η αρχή του εμφυλίου πρέπει να αναζητηθεί στον Απρίλιο του 1941;
Ο συγγραφέας αναφέρθηκε στην αδυναμία αξιοποίησης των αρχείων των Σωμάτων Ασφαλείας . Του ελληνικού κράτους δηλαδή. Εξαίρεση η περίοδος 2015 2018 όταν οι Υπουργοί προστασίας του Πολίτη Γιάννης Πανουσης και Νίκος Τόσκας ξεκίνησαν την διαδικασία συγκρότησης ενός ενιαίου και ανοικτού αρχείου το οποίο θα συνέβαλε στην ανάπτυξη της Ιστορικής έρευνας ιδιαίτερα για τα κρίσιμα χρόνια της δεκαετίας του 1940.
Ο Χαραλαμπιδης αξιοποίησε αυτή την δυνατότητα και έφερε στο φως πολύτιμο υλικό. Μετά το 2019 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας σταμάτησε την διαδικασία. Αυτά για όσους νομίζουν ότι δεν έχει μεγάλη σημασία το ποιος κυβερνά.
Τέλος οι ομιλητές και ιδιαίτερα ο Δημήτρης Χριστόπουλος αναφέρθηκε στον πόλεμο της μνήμης απέναντι στην λήθη. Και στο ερώτημα πόση μνήμη – αλλά και πόση λήθη – αντέχουμε.
Όσο ανέπτυσσε το διαχρονικά επίκαιρο θέμα θυμόμουν την συνάντηση που η αντιπροσωπεία του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου είχαμε με τον Κίρο Γκλιγκόροφ. Ο γεννήτορας της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας είχε μόλις επιβιώσει από δολοφονική επίθεση ακραίων εθνικιστών γιατί προσπαθούσε να βρει συμβιβαστική λύση στο ζήτημα της ονομασίας της γείτονος . Αντιμέτωπος με το «ουδέποτε ονομασία με τον όρο Μακεδονία» της δίκης μας πλευράς και προσπαθώντας να σπάσει το αδιέξοδο μας είπε : «χωρίς ένα ποσοστό λήθης δεν θα οικοδομήσουμε τίποτε από κοινού».
Σκεφτόμουν ότι ο παρτιζάνος του Τιτο για τα περίπλοκα ζητήματα των μεταξύ μας σχέσεων είχε δίκιο. Και αποδείχθηκε αυτό με την συνθήκη των Πρεσπών. Διερωτώμαι όμως αν το ζήτημα αφορούσε τους συνεργάτες των Γερμανών, τους Ουστάσι πόσο θα περιόριζε αυτό το ποσοστό λήθης . Νομίζω κατά πολύ.