Συνέβη κάτι αναμενόμενο. Ο ΔΟΛ έτσι κι αλλιώς, θα πέρναγε στα χέρια κάποιου οικονομικά ισχυρού επιχειρηματία. Είτε θα ήταν ο Μαρινάκης, είτε ο Σαββίδης. Ο πρώτος έδωσε περισσότερα. Έγινε ένας πλειστηριασμός. Σαν να πουλήθηκε ένα σούπερ μάρκετ. Παρότι ένα συγκρότημα ΜΜΕ δεν πουλάει τρόφιμα αλλά ενημέρωση, βασικό συστατικό στη λειτουργία μιας δημοκρατίας.
Διάβασα κάπου ότι όταν πουλήθηκε η Λιμπερασιόν ή η Λε Μοντ, ένας από τους όρους που είχαν μπει ήταν να σεβαστεί ο νέος ιδιοκτήτης την ελευθερία των συντακτών και να μην παρεμβαίνει στη δουλειά τους. Στη χώρα μας κάτι τέτοιο μοιάζει με μια τεράστια ουτοπία. Κανένας δεν θα τολμούσε να βάλει τέτοιους όρους στην διαδικασία πώλησης ενός μιντιακού συγκροτήματος. Είναι πολύ ξένο με την Ελληνική πραγματικότητα και κουλτούρα.
Οι χθεσινές διεργασίες με τον ΔΟΛ, οι πρόσφατες με την αγορά σεβαστού ποσοστού του Μεγκα από τον Σαββίδη και μερικές ακόμα παράμετροι, δείχνουν ότι στο παιχνίδι στον μιντιακό χώρο ξαναμοιράζεται η τράπουλα. Παλιοί χρεοκοπημένοι παίκτες ή παίκτες που παρότι μπορούν να στηρίξουν τα Μέσα τους αποχωρούν, κάποιοι ισχυροί οικονομικά επιχειρηματίες μπαίνουν δυναμικά στον χώρο.
Υπάρχει ένα ερώτημα με πρωτόγονο χαρακτήρα το οποίο ωστόσο πρέπει ν απαντηθεί, να το έχουμε υπόψη μας πάντα. Γιατί κάποιος αγοράζει ένα ΜΜΕ; Στις ημέρες μας (για την ακρίβεια εδώ και αρκετά χρόνια) κανένας δεν αγοράζει ή δεν εκδίδει εφημερίδες για ν αποκομίσει οικονομικά οφέλη. Με τις πωλήσεις των εφημερίδων δεν θα κάνει ποτέ οικονομική απόσβεση. Στα ηλεκτρονικά Μέσα (κανάλια, ραδιόφωνα) αν τον ευνοήσουν οι συνθήκες και αν πετύχει ακόμα μεγαλύτερη μείωση του εργατικού κόστους (το οποίο βρίσκεται ήδη στα τάρταρα), έχει κάποιες λίγες ελπίδες να ισορροπήσει το ισοζύγιο εσόδων-εξόδων.
Συμπερασματικά, οι επίδοξοι νέοι μιντιάρχες αγοράζουν ΜΜΕ για διαφορετικούς-από τις οικονομικές προσδοκίες-λόγους. Να επηρεάζουν το πολιτικό παιχνίδι, να γέρνουν την στήριξή τους εκεί που επιθυμούν, να προωθούν οικονομικά συμφέροντα της επιλογής τους. Πιστεύουν ότι ακόμα και στις ημέρες μας, μπορούν να συνεχίσουν αυτό που αποκαλείται διαπλοκή και σημάδεψε με αρνητικό τρόπο τα πολλά τελευταία χρόνια τη χώρα. Ιδιαίτερα από τότε (1989-90) που ομόφωνα οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής (Ν.Δ.,ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ), συμφώνησαν να δοθούν τα τηλεοπτικά κανάλια στους ήδη πανίσχυρους εκδότες της εποχής.
Η διαπλοκή συνεχίζεται λοιπόν με αλλαγή μερικών προσώπων. Θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά ; Προφανώς ναι, είναι η απάντηση. Να ενισχυθεί το θεσμικό πλαίσιο σε ότι αφορά την λειτουργία των ηλεκτρονικών ιδιαίτερα ΜΜΕ, να εφαρμοστούν όροι και προϋποθέσεις για τους επίδοξους ιδιοκτήτες, να μην αποτελεί η οικονομική προσφορά το μοναδικό κριτήριο για την απόκτηση ενός Μέσου, να προσπαθήσουν να επιβάλλουν οι δημοσιογραφικές ενώσεις κώδικες δεοντολογίας, να λειτουργήσει αποτελεσματικά το ΕΣΡ. Και πολλά ακόμα που θα μπορούσαν να γίνουν. Αλλά δεν θα γίνουν.
Όλα αυτά σημαίνουν πως οι νέοι μιντιάρχες σε συνδυασμό με τους παλιούς που θα απομείνουν, θα επηρεάζουν μυαλά και συνειδήσεις και θα τα κατευθύνουν εκεί που θέλουν; Η απάντηση είναι πως όχι. Το 2017, δεν είναι 1989, 2009 ή 2014. Η πλειονότητα των πολιτών δεν θεωρούν τα παραδοσιακά ΜΜΕ αξιόπιστα, οι πωλήσεις εφημερίδων είναι ελάχιστες, η τηλεθέαση των δελτίων είναι μικρή και όχι πειστική. Ένα νέο ισχυρό Μέσο, το διαδίκτυο έχει εισβάλει καθοριστικά στην πληροφόρηση. Παρότι στον χώρο αυτό επικρατεί μια ζούγκλα παραπληροφόρησης, ο πολίτης που το επιθυμεί αν αναζητήσει τις αλήθειες, θα τις βρει. Όπως θα τις βρει και σε μικρά ή μεγαλύτερα παραδοσιακά Μέσα που δεν ανήκουν απαραίτητα σε κάποιους ισχυρούς επιχειρηματίες…