Ο δημόσιος διάλογος πρέπει να είναι καθαρός, νηφάλιος, τελεολογικός, να στηρίζεται σε επιχειρήματα, να γίνεται με καλόπιστο πνεύμα και να είναι ανοιχτός στις διαφορετικές απόψεις. Αυτό είναι προϋπόθεση λειτουργίας της ίδιας της δημοκρατίας. Η δύναμη των επιχειρημάτων, η πειθώ, η έλλογος κρίσις θα οδηγήσουν το διάλογο στη σύγκριση των απόψεων και τελικά στο ύψιστο στάδιο της διαβούλευσης, δηλαδή στην απόφαση.
Τα ζητήματα αυτά είναι θεωρητικά, αλλά έχουν πολύ πρακτικές επιπτώσεις, αφού όλες οι αποφάσεις οφείλουν, στη δημοκρατία τουλάχιστον, να είναι προϊόντα διαλόγου. Αλλιώς πέφτουμε στον αυταρχισμό, στο δεσποτισμό, στη δημαγωγία ή στην επιβολή της γνώμης του ισχυροτέρου.
Ας πάμε λίγο πίσω κι ας δούμε την πηγή αυτής της «εφεύρεσης» του Πρωταγόρα. Αναφέρει σχετικά (κι επιλέγω κάπως αυθαίρετα τα σημεία) η Jaqueline de Romilly στο βιβλίο της «Ιστορία και Λόγος στον Θουκυδίδη», εκδόσεις ΜΙΕΤ: «»Οι Ελληνες υποστηρίζουν, συμφωνώντας με τον Πρωταγόρα, πως σε κάθε λόγο υπάρχει κάποιος άλλος που του αντιτίθεται» (λόγον… αντικείσθαι) γράφει ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας. (…) Η έκφραση «δισσοί λόγοι» είναι διαφωτιστική ως προς τη βασική αρχή μιας τέτοιας μεθόδου. (…) για κάθε συγκεκριμένο επιχείρημα υπάρχει δυνατότητα για αντίθετη επιχειρηματολογία. (…) Η βασική αρχή της αντιλογίας στάθηκε πάντοτε για τους Ελληνες η ίδια η προϋπόθεση για την ορθή κρίση και για την κατανόηση του οποιουδήποτε θέματος. (…) Αντιλογία είναι η προσεχτική εξέταση ενός θέματος όπου ζυγίζονται τα υπέρ και τα κατά. Και αυτή είναι ακριβώς, κατά τον Ηρόδοτο, η καλύτερη μέθοδος για να διακρίνουμε το σωστό… Και από τη σχέση ανάμεσα στις δύο αγορεύσεις μπορεί να βγει η αλήθεια (…)».
Επειδή πάνω στο αξίωμα αυτό στηρίζεται η δημοκρατία, ας προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε τα παραπάνω στην εποχή μας: κρίση, ανεργία, ανασφάλεια, δημόσιο χρέος, όροι δανεισμού, Μνημόνια κ.ο.κ. Θέματα σημαντικά που αφορούν το άτομο, το δήμο, το κράτος, την Ελλάδα και την Ευρώπη. Ο δημόσιος διάλογος πρέπει συνεπώς να είναι εξαντλητικός, διαυγής και να περιέχει οπωσδήποτε την παράθεση αντιθέτων γνωμών. Οχι για την ανάγκη της σοφιστείας, αλλά για ουσιαστικούς λόγους, για να φτάσουμε στο συμπέρασμα. Αφού τα πράγματα είναι τόσο σημαντικά για τον καθένα και για όλους μας, θα ?πρεπε να καλούνται όλες οι πλευρές να παρουσιάσουν τις απόψεις τους, ώστε ο πολίτης άφοβα και εν γνώσει των επιπτώσεων της επιλογής του να αποφασίσει. Πάντα πρέπει να συζητείται και το εναλλακτικό σχέδιο. Η νέα τραγωδία της Κύπρου είναι ενδεικτική του τρόπου λήψης των αποφάσεων.
Η βιαιότητα της κρίσης υποβάθμισε το πιο ουσιαστικό στοιχείο της δημοκρατίας: το διάλογο. Μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί, φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές, συστημικοί και μη, κ.ο.κ., επιδίδονται σε αλληλοκατηγορίες, σε υπερθεματισμούς, σε φωνασκίες, συχνά χωρίς σοβαρά επιχειρήματα. Εξοδος από την κρίση δεν υπάρχει χωρίς έντιμη και δημόσια αντιπαράθεση, χωρίς σύγκρουση επιχειρημάτων. Ολα αυτά τα αυτονόητα, αλλά σημαντικά, δεν τα τηρούμε κι αυτό σημαίνει ότι υπάρχει έλλειμμα αρχών, έλλειμμα δημοκρατικής συμπεριφοράς, έλλειμμα δημόσιου ήθους. Τα δύσκολα αρχίζουν ουσιαστικά τώρα και η κοινωνία μας πρέπει να σταθμίσει τα πράγματα, να αντλήσει διδάγματα από το παρελθόν και κυρίως να ατενίσει το μέλλον με δημιουργική διάθεση.
Δεν αρκεί η άρνηση, η καταγγελία, ο χλευασμός: χρειάζεται πρόταση. Πρόταση όμως σημαίνει κρίση, επιλογή, σύγκριση και σύγκρουση επιχειρημάτων. Το πολιτικό σύστημα της χώρας ενδιαφέρεται για την επιβίωσή του, οι πολιτικές ελίτ δεν θέλουν να αντλήσουν τα διδάγματα της κρίσης. Δαιμονοποιείται η αντίθετη προς την κυρίαρχη άποψη γνώμη και προβάλλονται κάθε φορά γελοία επιχειρήματα ή και ωμοί μεθοδευμένοι εκβιασμοί, αλλά το μέλλον προετοιμάζεται από τους λαούς με κόπο, μόχθο και επίγνωση της αλήθειας. Η οικονομική κρίση δεν είναι θέμα τεχνικό-οικονομικό, είναι βαθύτατα πολιτικό, δηλαδή ηθικό. Η δημοκρατία πρέπει συνεπώς να λειτουργήσει δημιουργικά, λυτρωτικά. Οπως έγραψε ο Κ. Καστοριάδης («Η ελληνική ιδιαιτερότητα», εκδόσεις Κριτική): «Η δημοκρατία είναι το καθεστώς που βασίζεται στην πολλαπλότητα των απόψεων (δόξαι) και λειτουργεί μέσω αυτής».