Δίσεκτη μνήμη

Γιάννης Παπαθεοδώρου 26 Απρ 2018

«Μη χάσετε το Σάββατο με την Espresso: “Ένα πρωινό του Απρίλη”. Ένα συλλεκτικό ηχητικό ντοκουμέντο με κλαρίνα, εμβατήρια και επίκαιρα της επταετίας, σε μία διπλή συλλογή. Σε πρώτη κυκλοφορία!». Με αυτή την αγγελία, το Σάββατο, 21.4.2018, τη μέρα της επετείου του απριλιανού πραξικοπήματος, η γνωστή εφημερίδα της trash κουλτούρας γιόρτασε με ένα μικρό χουντικό γλέντι την «προφορά» στους αναγνώστες της. Ο συντάκτης της αγγελίας ξέχασε μάλλον να αναφέρει πως τα συγκεκριμένα συλλεκτικά «ηχητικά ντοκουμέντα» σκέπαζαν για επτά χρόνια τις κραυγές από τα βασανιστήρια του ΕΑΤ – ΕΣΑ και δημιούργησαν τον απαραίτητο μουσικό «θόρυβο» για να μην εκφράζεται δημόσια το πένθος για τους νεκρούς του αντιδικτατορικού αγώνα, του Πολυτεχνείου, της εισβολής στην Κύπρο.

espresso

Το πρόβλημα προφανώς δεν αφορά τις αισθητικές επιλογές της εφημερίδας: η από-ενοχοποίηση της χούντας μέσω της «τρασίλας» έχει από καιρό επιστρέψει στο προσκήνιο, με όλες τις αποχρώσεις της Ακροδεξιάς. Το πρόβλημα αφορά τη δεοντολογία μιας δημοσιογραφίας που δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να κατανοήσει πως τα δημοτικοφανή κλαρίνα και η εξύμνηση του «καθεστώτος» ήταν η άλλη όψη μιας κοινωνίας που ζούσε με το «γύψο», τον αυταρχισμό και τη λογοκρισία. Κι επειδή, «ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός», καλό είναι να θυμόμαστε (επίμονα και μονότονα ίσως) πως η οργάνωση της πολιτισμικής αντίστασης απέναντι στο καθεστώς εκφράστηκε κάποτε μέσα από τη «Σιωπή». Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για ήχους και σιωπές.

Η χούντα επιβλήθηκε την 21η Απριλίου 1967, λίγες ημέρες πριν το Πάσχα, (30 Απριλίου). Χάρη στη μαρτυρία της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ μπορούμε σήμερα να χρονολογήσουμε με σχετική ασφάλεια τον τόπο και το χρόνο που γεννήθηκε η ιδέα της «Σιωπής». «Το ίδιο βράδυ μετά τον Επιτάφιο, βρεθήκαμε πάλι στο σπίτι μου ο Τσίρκας, ο Πλασκοβίτης, η Νότα [Σάρη] και κοντά στο κρεβάτι της γυψωμένης πάντα Magali, ακούσαμε το διάγγελμα του Μίκη από τη δεύτερη κασέτα – που αργότερα έβγαλε ο Roger από την Ελλάδα. Εκείνο το βράδυ του Επιτάφιου που ο θρήνος του γίνηκε και θρήνος δικός μας, έπεσε για πρώτη φορά από τον Τσίρκα η ιδέα μιας επίθεσης σιωπής από μέρους όλων των πνευματικών ανθρώπων, δηλαδή να μη δημοσιεύσουμε ούτε άρθρο ούτε βιβλίο, ούτε περιοδικό λογοτεχνικό να υπάρξει».[1] Επόμενος σταθμός: η «δήλωση» του Σεφέρη, το 1969. Η δήλωση αναμεταδίδεται από τη Ντόιτσε Βέλλε, ενώ παράλληλα προωθείται από τον Ρόμπερτ Κήλυ στο State Department μέσω επισήμου τηλεγραφήματος. Η καταλυτική σημασία της δήλωσης είναι άμεση. Μπορούμε να τη προσδιορίσουμε με βάση δύο διαμετρικά αντίθετα τεκμήρια. Η πρώτη μαρτυρία έρχεται από το χώρο της επίσημης προπαγάνδας. Ο Σάββας Κωνσταντόπουλος επιτίθεται από τη στήλη του στο Σεφέρη, «υποστηρίζοντας ότι το βραβείο του δόθηκε χαριστικά χωρίς να το αξίζει, χάρις στη διπλωματική του ιδιότητα». Η άλλη μαρτυρία έρχεται από το χώρο της λαϊκής κουλτούρας: «Τον Μάρτη του 1969», γράφει ο Σπύρος Πλασκοβίτης, εξόριστος στην Κάσο, «βγαίνοντας από το καλυβόσπιτό μου για ένα μικρό περίπατο κοντά στα βράχια της παραλίας, πληροφορήθηκα από ένα εργάτη του Δήμου, που έσκαβε και με προφύλαξη μου πέταξε την καλημέρα του, πως «κάποιος σπουδαίος άνθρωπος, …ιγγλέζος ποιητής ή κάτι σαν τέτοιο…Σέφερ….Ζέφερ τ’ όνομά του…» ακούστηκε από το ξένο ραδιόφωνο να χτυπάει τους “λεβέντες”. Το μήνυμα είχε φτάσει παντού. Η δικτατορία αφαιρεί αμέσως από τον Σεφέρη το διπλωματικό του διαβατήριο.

«Η άρση της προληπτικής λογοκρισίας δεν αρκεί για τη χειραφέτηση της πνευματικής ζωής ενός τόπου, όταν μεγάλες ζωτικές περιοχές εξακολουθούν να περιβάλλονται από πλέγματα που καθιστούν ανέφικτη την εξαντλητική περιγραφή και αξιολόγησή τους». Αυτό είναι ένα απόσπασμα από τα περίφημα Δεκαοχτώ Κείμενα, που κυκλοφόρησαν τον Ιούλιο του 1970, προτάσσοντας τις σεφερικές «Γάτες του Άη Νικόλα». Η πύκνωση των γεγονότων, από την εξέγερση του Πολυτεχνείου ως την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, έχει δρομολογήσει ήδη την πτώση της χούντας, ενώ οι ρωγμές της λογοκρισίας θα εκφραστούν με τον πιο τελετουργικό τρόπο: το φέρετρο του Σεφέρη (1971) θα συνοδευτεί με τα λογοκριμένα τραγούδια του Μικη Θεοδωράκη, ενώ δύο χρόνια αργότερα (1973), η φοιτητική νεολαία και ο αυτοσχέδιος ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου θα σπάσουν τη σιωπή για να εκπέμψουν δυνατά έναν καινούργιο ήχο: τον ήχο της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας.

Κι είναι ακριβώς αυτή η ώριμη δημοκρατία που έβαλε ένα νέο ηθικό και πολιτισμικό όριο απέναντι στη δίσεκτη μνήμη του κακού της επταετίας. Απ’ ότι φαίνεται, κάποιοι εθνικόφρονες «κλαρινογαμπροί» της χούντας νοσταλγούν ακόμη εκείνο το «πρωινό του Απρίλη» ή έστω ανέχονται την «προσφορά» της εφημερίδας, δίπλα στα ζώδια και στο «espresso girl». Απομένει στη δημοκρατική δημοσιογραφία και την επιστημονική έρευνα να δώσουν ξανά (και διαρκώς) τη μάχη των ιδεών για να ακούσει ο σύγχρονος αναγνώστης τον ήχο εκείνης της «Σιωπής» ή έστω να καταλάβει το «γελοίον του πράγματος». «Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται».

[1] Τατιάνα Μιλιέξ, «Ημερολόγιο οχτώ ημερών», Η Λέξη 63-64 (1996) 337.

—για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα—